Διαφθορά στην ελληνική Τοπική Αυτοδιοίκηση: Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί ;

Το φαινόµενο της διαφθοράς στο δηµόσιο τοµέα έχει διαχρονική διάσταση. Έχει λάβει απρόσµενα μεγάλες διαστάσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο τροφοδοτούµενο κυρίως από τις συνθήκες στην παγκόσµια αγορά και από τη δραστηριότητα του οργανωµένου εγκλήµατος, απειλώντας όλα τα κράτη ανεξάρτητα από τον τρόπο και το επίπεδο οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας, που έχει το καθένα από αυτά.

Η γέννηση και επιβίωση του φαινοµένου της διαφθοράς είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε τις εκάστοτε κοινωνικές, οικονοµικές και πολιτικές συνθήκες της κάθε εποχής. Το πολιτισµικό πλαίσιο µέσα στο οποίο άρχισαν να αναπτύσσονται οι πρακτικές διαφθοράς κληρονοµήθηκε από την εποχή της Τουρκοκρατίας και ανέδειξε έντονα την κουλτούρα του “ρουσφετιού”. Ο 19ος αιώνας ήταν για τη χώρα µας η περίοδος της κρατικής συγκρότησης, της οργάνωσης της γραφειοκρατίας και της διαµόρφωσης του πολιτικού συστήµατος. διατηρώντας ένα πλέγµα πελατειακών σχέσεων, πολιτικών συναλλαγών, διαφθοράς, βίας, εκλογικής νοθείας και ικανοποίησης προσωπικών συµφερόντων. Τόσο ο Τρικούπης όσο και ο  Ελ. Βενιζέλος κατέβαλαν αξιότιμες προσπάθειες πάταξης της διαφθοράς. Προσπερνώντας την περίοδο  1946-1966 καθώς και την δικτατορία, όπου και πάλι κυριαρχούσε η διαφθορά,  η Ελλάδα λαμβάνει νέα πορεία προς τον εκσυγχρονισµό µε αποκορύφωµα την ένταξή της στην ΕΟΚ.

H επέκταση της κρατικής δραστηριότητας αποτελεί σημαντικό παράγοντα  της διαφθοράς στην ελληνική Τοπική Αυτοδιοίκηση .Υφίσταται µονοπωλιακή παροχή δηµοσίων αγαθών και υπηρεσιών από το κράτος, καθώς δεν υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι απόκτησης ή απόλαυσης των αγαθών ή των υπηρεσιών από την πλευρά των πολιτών. Σύµφωνα ακόµη µε τον Ράικο η επέκταση της κρατικής δραστηριότητας και του παρεµβατισµού του κράτους στην Ελλάδα, ως συνέπεια της διόγκωσης της κρατικής εξουσίας, που προσπαθεί να ανταποκριθεί στα ποικίλα και πολύµορφα καθήκοντά της, πολλαπλασιάζει τα σηµεία επαφής της δράσης της πολιτείας µε τα κάθε λογής συµφέροντα των πολιτών και κατ’ ανάγκη πολλαπλασιάζει τις περιπτώσεις των εν γένει συναλλαγών µεταξύ διοικούµενων και κράτους.

Ακόμη , η ποιότητα του Κανονιστικού ελέγχου και η πολυνομία καθώς και ο πολύπλοκος γραφειοκρατικός μηχανισμός, δυσκολεύουν το έργο της διοίκησης και δημιουργούν σύγχυση τόσο στους υπαλλήλους όσο και στους πολίτες, µε συνέπεια την παραβίαση πολλές φορές της αρχής της νοµιµότητας, την κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας των διοικητικών οργάνων, αλλά και την περαιτέρω επιβάρυνση των πολιτών και επιβράδυνση της διεκπεραίωσης των διοικητικών διαδικασιών.

Τέλος , η ανεπάρκεια των παραδοσιακών μορφών ελέγχου ,η κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας και η κοινωνική ανοχή συντηρούν και διογκώνουν φαινόμενα διαφθοράς.

Στην Ελλάδα είχαν ιδρυθεί  στο παρελθόν ελεγκτικά σώματα και υπηρεσίες που εποπτεύουν τη δράση των φορέων του δημόσιου τομέα με στόχο την καταστολή των φαινομένων κακοδιοίκησης και διαφθοράς, αλλά δεν είχε προβλεφθεί η δυνατότητα συντονισμού της δράσης τους, που αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητά τους. 

Ως μέτρο αντιμετώπισης και πάταξης της διαφθορας θα μπορούσε να αποτελέσει ο  Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης.Αποστολή του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης είναι α) η διασφάλιση της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας της διοίκησης, β) η παρακολούθηση και η αξιολόγηση του έργου των ελεγκτικών σωμάτων της δημόσιας διοίκησης και γ) ο εντοπισμός των φαινομένων διαφθοράς και κακοδιοίκησης. 

Η διαφθορά αποτελεί τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη. Καθώς εκτρέπει πόρους από παραγωγικά από οικονομική άποψη αποτελέσματα, υπονομεύει την αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών. Στο επιχειρηματικό περιβάλλον παρατηρούμε ότι  η διαφθορά προκαλεί αβεβαιότητα, επιβράδυνση των διαδικασιών και οδηγεί, ενδεχομένως, στην επιβολή πρόσθετου κόστους. Η διαφθορά λειτουργεί, επίσης, αποτρεπτικά όσον αφορά την καταβολή φόρων από τους φορολογούμενους. Όλα τα παραπάνω έχουν αλυσιδωτές επιπτώσεις στα οικονομικά του δημόσιου τομέα, καθώς οδηγούν σε μείωση των φορολογικών εσόδων και περαιτέρω περιορισμό της επενδυτικής ικανότητας του δημόσιου τομέα. Η διαφθορά τροφοδοτεί και ενισχύει τις κοινωνικές ανισότητες, ενώ παράλληλα διαβρώνει την εμπιστοσύνη στο κράτος, τους θεσμούς και τις κυβερνήσεις, ακόμη η  διαφθορά μπορεί να συνιστά απειλή για την ίδια τη δημοκρατία.

Η πρόληψη αποτελεί βασική συνιστώσα της καταπολέμησης της διαφθοράς. Πολλά κράτη μέλη έχουν θεσπίσει ειδικούς κανόνες και φορείς για την πρόληψη της διαφθοράς και την ενίσχυση της ακεραιότητας στον δημόσιο τομέα. Μια βασική πρόκληση για την αποτελεσματική εφαρμογή των προληπτικών μέτρων είναι να διασφαλιστεί ότι τα μέτρα αυτά βασίζονται σε προσεκτική διάγνωση των κινδύνων και των τρωτών σημείων. Τα προληπτικά μέτρα πρέπει να εστιάζουν στα προβλήματα των οποίων την επίλυση επιδιώκουν και να χρησιμοποιούνται όταν υπάρχει πραγματική ανάγκη.

Ακόμη, η ανάληψη ευθύνης και η λογοδοσία αποτελούν σημαντικά στοιχεία. Τα προληπτικά μέτρα ενδέχεται να μην παραγάγουν τα επιθυμητά αποτελέσματα εάν δεν υπάρχει σαφής γραμμή εκ των άνω και εάν οι κανόνες δεν επιβάλλονται στην πράξη.

Το πιο ισχυρό όπλο του κράτους δικαίου ,το ποινικό δίκαιο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως έσχατο μέσο, όταν είναι απόλυτη ανάγκη να προστατευθεί η κοινωνία και τα έννομα αγαθά των πολιτών. Η δυνατότητα επιρροής του ποινικού υποσυστήματος εξαρτάται, εκτός όλων των άλλων, από τα υπερκείμενα υποσυστήματα του αστικού και των άλλων τμημάτων του δημοσίου δικαίου. Ατέλειες, κενά και προβλήματα εφαρμογής των νόμων στους εν λόγω τομείς διευκολύνουν τη διαφθορά ανοίγοντάς της εισόδους και πύλες, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη συγκάλυψη των παράνομων επιδοτήσεων-επιχορηγήσεων. Η επιτυχία αυτού του σκοπού δεν θα αποτελέσει το αποφασιστικότερο κριτήριο επιτυχίας μόνο του ποινικού δικαίου και της αντεγκληματικής πολιτικής, αλλά πάνω απ’ όλα της ισότητας και της δικαιοσύνης στην κοινωνία γενικότερα.

Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί απόψεις υπέρ της ανάθεσης στο ΣτΕ της άσκησης μιας μορφής προληπτικού ελέγχου του συνόλου των κανονιστικών ρυθμίσεων (νομοσχεδίων, διαταγμάτων, κανονιστικών αποφάσεων) κατά όμοιο τρόπο με την επεξεργασία των προεδρικών διαταγμάτων πριν αυτά αποσταλούν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για υπογραφή. Το ΣτΕ θα μπορούσε να ασκεί γνωμοδοτική αρμοδιότητα, όχι δεσμευτική, προλαμβάνοντας νομοθετικές κακοτεχνίες και ανακόπτοντας τον ρυθμό της παραγωγής των νόμων. Μάλιστα, κατά το παρελθόν η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής απονεμόταν στο ΣτΕ βάσει των Συνταγμάτων του 1844, 1864 και του 1911 και έτσι, θα μπορούσε και σήμερα να αναληφθεί αυτή η αρμοδιότητα προς όφελος του κοινοβουλευτισμού και της Καλής Νομοθέτησης, με την προϋπόθεση της σύστασης ενός ακόμη τμήματος που θα αναλάμβανε την επεξεργασία των νομοσχεδίων.

Οι μηχανισμοί ελέγχου διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο τόσο για την πρόληψη όσο και για τον εντοπισμό της διαφθοράς, σε δημόσιους οργανισμούς. Ορισμένα κράτη μέλη αποδίδουν μεγάλη βαρύτητα στις υπηρεσίες επιβολής του νόμου και διώξεων ή σε οργανισμούς καταπολέμησης της διαφθοράς που θεωρούνται αποκλειστικά υπεύθυνοι για την αντιμετώπιση της διαφθοράς στη χώρα.

Παράλληλα, η δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των υπαλλήλων που κατέχουν νευραλγικές θέσεις αποτελεί μια πρακτική που συμβάλλει στην εδραίωση της λογοδοσίας των δημοσίων υπαλλήλων, εξασφαλίζει αυξημένη διαφάνεια και διευκολύνει την ανίχνευση πιθανών περιπτώσεων παράνομου πλουτισμού, συγκρούσεων συμφερόντων, ασυμβίβαστου, καθώς και τον εντοπισμό και τη διερεύνηση πιθανών πρακτικών διαφθοράς.

Οι προσεγγίσεις όσον αφορά στη δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των αιρετών αξιωματούχων ποικίλλουν από την απαίτηση δημοσιοποίησης ενός σημαντικού όγκου πληροφοριών έως την εφαρμογή πολιτικών περιορισμένης δημοσιοποίησης ή μη δημοσιοποίησης. Για τους επαγγελματίες δημόσιους υπαλλήλους ορισμένων τομέων, η δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσε να αποτελεί μια προοπτική για την αποφυγή προβλημάτων σύγκρουσης συμφερόντων.

Tέλος, έχουν προταθεί μια σειρά από μοντέλα που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως βάσεις για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Πιο συγκεκριμένα, διάφοροι εμπειρογνώμονες σε διάφορες χώρες φαίνεται να συμπίπτουν στη διαπίστωση ότι οι στρατηγικές και οι μέθοδοι είναι αποτελεσματικοί: δημιουργία δέσμευσης και αφοσίωσης καθώς και ενημέρωσης και συναίσθησης των επικεφαλής πολιτικών και δημόσιων λειτουργών στις διάφορες κρατικές γραφειοκρατίες ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς πρέπει να έχει προτεραιότητα ως στόχος, αύξηση της διαφάνειας στις κομματικές πολιτικές και βελτίωση της οργάνωσης των δημόσιων υπηρεσιών, βελτίωση της ακεραιότητας στις σχέσεις επιχείρησης –κράτους, καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος ειδικά δε για τις αναπτυσσόμενες χώρες, οι πρωτοβουλίες ενάντια στη διαφθορά θα πρέπει να συνδυαστούν με τις αναπτυξιακές πολιτικές.

Η έκταση αυτή του φαινοµένου της διαφθοράς δημιουργεί σοβαρές δυσλειτουργίες στο θεσµό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Παρατηρούνται εµπόδια στην κοινωνική αλλά και οικονομική ανάπτυξη, ενώ παράλληλα αποσταθεροποιείται η έννοµη τάξη και αποδιοργανώνεται το πολιτικο-διοικητικό σύστημα.  Αναμφισβήτητα, για να προκύψει το επιθυµητό αποτέλεσµα θα πρέπει πρώτα από όλα να επιχειρηθεί η ανάπλαση της πολιτικής αλλά και διοικητικής κουλτούρας της χώρας, έτσι ώστε να προκύψει µία µεγάλη ηθική και πολιτική αντίδραση στη σηµερινή κατάσταση. Απαιτείται η ηθική ανοικοδόµηση των δηµοσίων λειτουργών, έτσι ώστε να φτάσουν σε υψηλά επίπεδα επαγγελµατικής ακεραιότητας, αυτονοµίας και ηθικής µέσα σε ένα γρήγορο εξελισσόµενο δηµόσιο τοµέα καθώς και η ύπαρξη διαφάνειας στη λειτουργία της διοίκησης και στο δηµόσιο βίο γενικότερα. ∆ίχως αυτά κανένας κανόνας δικαίου, κανένας µηχανισµός ελέγχου και κανένα σύστηµα ηλεκτρονικής διακυβέρνησης δεν θα µπορέσει να λύσει το πρόβληµα.


Αλεξία Χαρακίδα – Κοινωνική Διοίκηση και Πολιτική Επιστήμη ΔΠΘ,ΠΜΣ Δημοσιογραφία και Νέα Μέσα ΕΚΠΑ,ΠΜΣ Δημόσιο Δίκαιο και Δημόσια Πολιτική ΕΚΠΑ

Διαβάστε περισσότερα:

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας