Αναλύοντας, σε ερευνητικό επίπεδο, υποθέσεις παραβατικότητας με δράστες ανήλικα άτομα και θυματοποίησης ανηλίκων διαπιστώνεται ο αρνητικός ρόλος που διαδραματίζει το οικογενειακό πλαίσιο όταν δεν είναι υποστηρικτικό για την ανηλικότητα, όταν δεν περιβάλλει αλλά «αποβάλλει» κατά την εύστοχη διατύπωση του Ομ. Καθηγητή Εγκληματολογίας ΕΚΠΑ Γιάννη Πανούση στην Ημερίδα με τίτλο «Παραβατικές συμπεριφορές και φαινόμενα βίας ανηλίκων. Αίτια, τρόποι αντιμετώπισης, πρόληψη και προστασία», που διοργάνωσαν στις 10-03-2024 η Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων Καλαμάτας και ο Δικηγορικός Σύλλογος Καλαμάτας,[1] πόσο μάλιστα όταν είναι κακοποιητικό σε βάρος της ανηλικότητας.
Είναι σαφές ότι το ανήλικο άτομο που μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον στο οποίο η επικοινωνία με τους γονείς είναι μηδαμινή, οι βαθύτερες συναισθηματικές του ανάγκες δεν καλύπτονται, το ίδιο αφήνεται ανεξέλεγκτο στον αχανή διαδικτυακό κόσμο πρώιμα και παράλληλα τα ερεθίσματα που δέχεται για να αναπτύξει την κριτική του σκέψη είναι ελάχιστα και δεν έχει θετικά πρότυπα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν «φάρους» στη ζωή του, δύναται να οδηγηθεί σε παραβατικούς δρόμους μέσα από τους οποίους θα προσπαθήσει να διαμορφώσει την «ταυτότητά» του. Ταυτόχρονα καθίσταται περισσότερο ευάλωτο σε επιτήδειους και εγκληματίες που θα επιχειρήσουν να το θυματοποιήσουν πολλαπλώς. Το κρίσιμο ερώτημα που ανακύπτει στο σημείο αυτό είναι το εξής: «εφόσον αποτελεί κοινή παραδοχή το ότι ο ρόλος της οικογένειας είναι βαρύνουσας σημασίας για τη διαδρομή ζωής που θα διαγράψει ο ανήλικος, δεν πρέπει να αποτελέσει από όλες και όλους μας πρωταρχικό ζητούμενο η εστίαση στα οξύτατα κοινωνικά προβλήματα που ταλανίζουν τις οικογένειες σήμερα και να εξετάσουμε σε βάθος στο πώς θα βοηθηθεί, πώς θα ενισχυθεί, ακόμα και πώς θα εκπαιδευτεί μια οικογένεια που αδυνατεί να ανταποκριθεί επαρκώς και αποτελεσματικά στον ρόλο της, ώστε έμπρακτα και όχι θεωρητικά να προστατευτεί ο ανήλικος που μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον το οποίο χαρακτηρίζεται δυσλειτουργικό;».
Οι σύγχρονες κοινωνίες είναι πλέον αντιμέτωπες με νέα δεδομένα και σοβαρές προκλήσεις. Οι σφοδροί κλυδωνισμοί στον οικογενειακό και ευρύτερα στον κοινωνικό ιστό αποτελούν παράγοντες κινδύνου για την αύξηση βίαιων και παραβατικών συμπεριφορών από ανήλικα άτομα αλλά και για τη θυματοποίηση ανηλίκων. Συνεπώς, ειδικά σε περιόδους κοινωνικό – οικονομικών κρίσεων, όπου παράλληλα βιώνεται η αξιακή κρίση και κλονίζεται η εμπιστοσύνη νέων ανθρώπων σε πρόσωπα και θεσμούς, καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική η αποτελεσματική διαχείριση των προβλημάτων που επιδρούν με αρνητικό πρόσημο στην εύρυθμη λειτουργία των οικογενειών.
Στο βιβλίο «Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους» (Αθήνα, 2021)[2] η γράφουσα εστιάζει στην έννοια της «δυσλειτουργικής οικογένειας» (dysfunctional families) και στο πώς οι δυσλειτουργίες μέσα σε μια οικογένεια δύναται να επιδράσουν στη ζωή ανήλικων ατόμων οδηγώντας ένα μέρος αυτών σε παραβατικές συμπεριφορές αλλά και στο να τους καταστήσουν έρμαια στα χέρια εγκληματιών. Ξεκινώντας με τον ορισμό της έννοιας, η «δυσλειτουργική οικογένεια» μπορεί να οριστεί ως η οικογένεια στην οποία σε τακτική βάση βιώνονται συγκρουσιακές καταστάσεις και υιοθετούνται από τον έναν ή και τους δύο γονείς επιβλαβείς συμπεριφορές σε βάρος της ανηλικότητας (όπως: βίαιες και επιθετικές συμπεριφορές, κακοποιητικές συμπεριφορές, συμπεριφορές πλήρους αδιαφορίας κλπ.), με αποτέλεσμα ορισμένα μέλη της οικογένειας (ένα ή όλα τα παιδιά της οικογένειας) να οδηγούνται και τα ίδια στην υιοθέτηση αποκλινουσών ή/και παραβατικών συμπεριφορών και να εκτίθενται σε μια σειρά κινδύνων που αδυνατούν, λόγω ηλικίας και εξαιτίας της μη κατάλληλης «θωράκισής» τους, να αντιμετωπίσουν.
Στον πυρήνα της δυσλειτουργικής οικογένειας συναντώνται πολλαπλά προβλήματα και η στάση των γονέων απέναντι στα παιδιά τους αποβαίνει καταστροφική. Σε αρκετές περιπτώσεις διαπιστώνουμε μάλιστα και το εξής: ο ένας γονιός, από τη μια πλευρά, εκδηλώνει σε βάρος των παιδιών του κακοποιητικές συμπεριφορές και ο άλλος γονιός, από την άλλη πλευρά, εθελοτυφλεί/κλείνει τα μάτια στην κακοποίηση ή ακόμα συγκαλύπτει τις εν λόγω συμπεριφορές. Σε αυτές τις υποθέσεις, κατά τις οποίες ο γονιός δεν αντιδρά στις κακοποιητικές συμπεριφορές του «κυρίαρχου» γονέα (συνήθως πατέρα), βλέπουμε επίσης ότι δημιουργείται στο παιδί μια στρεβλή εικόνα για την έννοια της οικογένειας και για τον ρόλο που πρέπει να έχουν οι γονείς, με αποτέλεσμα το παιδί να φτάνει στο σημείο να θεωρεί ότι οι δυσλειτουργίες στην οικογένεια οφείλονται σε δικά του λάθη και σε δικές του ανεπίτρεπτες συμπεριφορές, να αυτοενοχοποιείται και τελικά να τραυματίζεται ψυχικά. Οι γονείς που υιοθετούν αυτές τις ακραίες συμπεριφορές σε αρκετές περιπτώσεις έχουν και οι ίδιοι μεγαλώσει σε αντίστοιχα κακοποιητικά και εν γένει νοσηρά περιβάλλοντα, με συνέπεια να αναπαράγουν τη βία, την επιθετικότητα, την κακοποίηση που έχουν βιώσει από τους γονείς τους.
Οι δυσλειτουργίες σε οικογένειες βιώνονται σε διαφορετικό βαθμό και σε διαφορετική έκταση σε κάθε περίπτωση. Πάρα τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, ωστόσο, οι δυσλειτουργικές οικογένειες συχνά διέπονται από ορισμένα κοινά σημεία, τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:
- Έλλειψη ενσυναίσθησης
- Έλλειψη επικοινωνίας ή πολύ περιορισμένη επικοινωνία
- Συναισθήματα φόβου και απρόβλεπτες συμπεριφορές
- Μη οριοθέτηση συμπεριφορών/έλλειψη σεβασμού των ορίων
- Επιβολή ελέγχου
- Άσκηση υπερβολικά αυστηρής και αρνητικής κριτικής
- Χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών και κατάχρηση αλκοόλ
Σε αυτό το πλαίσιο έχουν καταγραφεί τύποι γονέων που έχουν μια καταστροφική συμπεριφορά απέναντι στα παιδί τους. Οι εν λόγω τύποι μπορούν να συνοψιστούν στους εξής:
- Γονιός που κακοποιεί (the abusive parent): Ένας από δύο γονείς ή/και οι δύο έχουν ιστορικό κακοποιητικής συμπεριφοράς προς το παιδί. Η κακοποίηση του παιδιού μπορεί να λαμβάνει μια ή περισσότερες μορφές, όπως σωματική, λεκτική, ψυχολογική, σεξουαλική κλπ.
- Ο εξουσιαστικός και αυταρχικός γονιός (the strict controlling and/or authoritarian parent): Ένας από τους δύο γονείς ή και οι δύο είναι εξουσιαστικοί και αυταρχικοί. Δεν δίνουν στα παιδιά τους ούτε χώρο ούτε χρόνο για να αυτονομηθούν, να αυτενεργήσουν και να λάβουν αποφάσεις ανάλογα με την ηλικία στην οποία βρίσκονται. Αυτοί οι γονείς μπορεί παράλληλα να διέπονται και από έναν ανεξήγητο φόβο για το τι μπορεί να συμβεί στα παιδιά τους στο μέλλον και επιδιώκουν να ελέγχουν κάθε πτυχή της καθημερινότητας και των αποφάσεων των παιδιών τους.
- Ο μαλθακός γονιός (the soft parent): Ένας ή και οι δύο γονείς αποτυγχάνουν να θέσουν όρους, όρια, κανόνες στα παιδιά τους και γενικότερα στις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν σε ένα σπίτι, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα χαοτικό περιβάλλον από το οποίο απουσιάζει κάθε έννοια ορίου που είναι όμως απαραίτητο για την εύρυθμη λειτουργία κάθε οικογένειας και το οποίο ασφαλώς είναι αναγκαίο για κάθε παιδί. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι παιδιά που δεν έχουν επιτήρηση από τους γονείς τους και αφήνονται ανεξέλεγκτα να κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς καμία επίβλεψη, στο βάθος νιώθουν και τα ίδια άσχημα, γιατί φοβούνται ότι δεν έχουν την αγάπη, την προσοχή, το ενδιαφέρον των γονέων που θα ήθελαν να έχουν. Ως εκ τούτοι μπορεί σε κάποια στιγμή της ζωής τους να προσκολληθούν σε ένα άτομο το οποίο θα τους δείξει το ενδιαφέρον που δεν έλαβαν ποτέ από τους γονείς τους.
- Ο ανεπαρκής ή απών γονιός (the deficient or absent parent /parental in adequacy): Ένας ή και δύο γονείς είναι ανεπαρκείς ως προς την κάλυψη των αναγκών των παιδιών τους, τόσο σε πρακτικό όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο. Αυτό οφείλεται σε μια σειρά λόγων, όπως το ότι αντιμετωπίζουν οι ίδιοι οι γονείς σοβαρά προβλήματα που δεν μπορούν να διαχειριστούν (κοινωνικά, οικονομικά, ζητήματα ψυχικής υγείας κλπ.), είναι απόντες από την οικογένεια επειδή βρίσκονται έγκλειστοι στη φυλακή/σε ιδρύματα, έχουν εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία κλπ. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα παιδιά φτάνουν στο σημείο να αναλάβουν εκείνοι τον ρόλο του γονέα προκειμένου να φροντίσουν τα μικρότερα αδέλφια τους και γενικότερα να επιβιώσει η οικογένεια. Γίνονται δηλαδή εκείνοι οι «γονείς»-φροντιστές των αδελφών τους (unofficial caretakers), κάτι που ασφαλώς δεν συνάδει με την ηλικία τους και τους στερεί τη χαρά της παιδικής ηλικίας.
- Εξαρτημένοι σε ουσίες ή/και αλκοόλ γονείς (substance abuse and or addicted parent): Οι εξαρτήσεις γονέων αποτελούν πολύ σοβαρό παράγοντα κινδύνου για την οικογένεια και προκαλούν πολλαπλά προβλήματα στα παιδιά. Αυτά τα παιδιά, βάσει ερευνών, διατρέχουν υψηλό κίνδυνο κακοποίησης και μελλοντικής σεξουαλικής τους εκμετάλλευσης.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις τα παιδιά (ή άλλα μέλη της οικογένειας) αισθάνονται ότι είναι υποχρεωμένα να αναλάβουν ρόλους που δεν συνάδουν με την ηλικία και τις εμπειρίες ζωής τους. Αυτοί οι ρόλοι συνοψίζονται στους ακόλουθους:
- Ο ενεργοποιητής (the enabler) ή αλλιώς το άτομο που φροντίζει (caretaker). Το παιδί που θα αναλάβει αυτό τον ρόλο ουσιαστικά προστατεύει και φροντίζει τον γονιό που υιοθετεί ακραίες συμπεριφορές, αποσκοπώντας στο να κρατήσει την οικογένεια μαζί παρά τα σοβαρά προβλήματα. Στόχος του είναι να μη διαλυθεί η οικογένεια και γι’ αυτό αναλαμβάνει όλο το φορτίο και όλες τις ευθύνες που θα έπρεπε να είχαν αναλάβει οι γονείς, προκειμένου να αποτρέψει την οικογένεια από το να έρθει σε πλήρη απομάκρυνση και χωρισμό.
- Ο ήρωας (the hero) που υιοθετεί όχι μόνο τον ρόλο του «ισορροπιστή» αλλά παλεύει να βελτιώσει προς τα έξω την εικόνα της οικογένειας. Πασχίζει, επομένως, να κρύψει το πρόβλημα και προσπαθεί να περάσει στον άμεσο και ευρύτερο περίγυρο μια πλασματική εικόνα, ότι όλα είναι καλά μέσα στην οικογένεια και ότι δεν υπάρχει κάποιο σοβαρό προς επίλυση ζήτημα.
- Ο αποδιοπομπαίος τράγος (the scapegoat) είναι το παιδί που υιοθετεί και το ίδιο ακραίες συμπεριφορές (επιθετικές, βίαιες κλπ.) αποσκοπώντας στο να κερδίσει την προσοχή της οικογένειάς του, την οποία άλλωστε έχει μεγάλη ανάγκη.
- Το χαμένο παιδί (the lost child) είναι το ήσυχο παιδί που προσπαθεί να ξεφύγει από την κατάσταση και να δραπετεύσει από την πραγματικότητα. Αυτό το παιδί συχνά αποφεύγει την αλληλεπίδραση με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και απομονώνεται, «αποσύρεται» συναισθηματικά, με αποτέλεσμα στην ενήλικη πορεία ζωής του να αντιμετωπίζει προβλήματα κοινωνικοποίησης και γενικότερα δυσκολίες στην κοινωνική του ζωή.
- Η μασκότ (the mascot) που προσπαθεί να ανεβάσει τη διάθεση της οικογένειας και να αποσπάσει την προσοχή από τα οικογενειακά προβλήματα, αποφεύγοντας τελικά να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο το πρόβλημα[3].
Όσον αφορά τέλος στην επίδραση της κακοποίησης στο ενδεχόμενο εκδήλωσης εγκληματικής συμπεριφοράς μπορεί να ερμηνευθεί και μέσα από τις κλασικές εγκληματολογικές θεωρίες. Ειδικότερα:
- Βάσει των θεωριών της ώθησης, ο ανήλικος ενδέχεται να εκδηλώσει παραβατικές συμπεριφορές σε μια προσπάθεια να σταματήσει ή να μειώσει την κακοποίηση που υφίσταται. Μπορεί για παράδειγμα να επιτεθεί στο άτομο που το κακοποιεί, να εγκαταλείψει την οικία του για την αυτοπροστασία του και τελικά να βρεθεί στους δρόμους της παρανομίας, να ξεκινήσει τη χρήση ουσιών, την κατανάλωση αλκοόλ ενώ κατ’ ουσίαν η δική του αρχική προσπάθεια είναι να δραπετεύσει από τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνει.
- Βάσει των θεωριών της μάθησης, ο ανήλικος μπορεί να οδηγηθεί στους δρόμους της παρανομίας ή να εμπλακεί με συμμορίες ανηλίκων και να «εκπαιδευτεί» στη βία, θεωρώντας ότι αυτός είναι ο κατάλληλος -ίσως και μοναδικός- τρόπος για να αντιμετωπίσει τα σοβαρά και σύνθετα προβλήματά του. Επίσης, βάσει των θεωριών της μάθησης σε περιπτώσεις που οι γονείς ή/και αδέλφια εμπλέκονται σε εγκληματική δράση ή/και βρίσκονται έγκλειστοι στη φυλακή, δύναται να προβάλλουν αυτά τα μέλη της οικογένειας στον ανήλικο την εγκληματική συμπεριφορά ως «πρέπουσα», «αποδεκτή» και υπό αυτή την έννοια, είτε με άμεσο είτε με έμμεσο τρόπο, να περνούν στα παιδιά τα δικά τους «πιστεύω» για το έγκλημα ενθαρρύνοντας την εμπλοκή τους σε παραβατική δράση. Παράλληλα, αυτοί οι γονείς, που σε πολλές περιπτώσεις εμπλέκονται και με την κατάχρηση ουσιών, αλκοόλ, είναι δύσκολο να δημιουργήσουν έναν ισχυρό συναισθηματικό δεσμό με τα παιδιά τους, ο οποίος θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά και ταυτόχρονα αποτρεπτικά από την παραβατική δράση, ενώ αδυνατούν να ασκήσουν τον ρόλο της επίβλεψης και της καθοδήγησης αφήνοντας εν τέλει τα παιδιά εκτεθειμένα σε πολλαπλούς κινδύνους.
- Σύμφωνα με τη θεωρία του στιγματισμού τα παιδιά των οποίων οι γονείς έχουν διαπράξει έγκλημα ή/και βρίσκονται στη φυλακή έχουν το «στίγμα», με συνέπεια να περιθωριοποιούνται τόσο από την τοπική κοινότητα όσο και από την ευρύτερη κοινωνία. Η «ετικετοποίηση» και περιθωριοποίηση αυτών των παιδιών μπορούν σαφώς να επιφέρουν δυσμενείς επιπτώσεις στη μελλοντική πορεία ζωής τους.
- Βάσει των θεωριών ελέγχου, η κακοποίηση που ασκεί ο γονιός/ασκούν οι γονείς δύναται να μειώσει την αποτελεσματικότητα των γονέων προς την καλλιέργεια πεποιθήσεων που θα μπορούσαν, υπό ομαλές συνθήκες, να κρατήσουν τον ανήλικο μακριά από την παραβατική συμπεριφορά και του εμφυσήσουν αυτοέλεγχο[4].
Συνοψίζοντας, στις σύγχρονες κοινωνίες που υφίστανται ισχυρούς κλυδωνισμούς, οι δυσλειτουργικές οικογένειες επιδρούν με έναν πολύ αρνητικό τρόπο στην πορεία ζωής των ανήλικων τέκνων τους. Ως εκ τούτου οι δυσλειτουργίες στις οικογένειες πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο επισταμένης διερεύνησής μας. Η δημόσια συζήτηση είναι σκόπιμο να εστιάσει στις εν λόγω δυσλειτουργίες και σε αποτελεσματικούς τρόπους διαχείρισής τους και παράλληλα τα ΜΜΕ να αναδείξουν όλες τις κρίσιμες πτυχές του θέματος, γιατί τα παιδιά αυτών των οικογενειών είναι οι ανήλικοι οι οποίοι, σε πολλές υποθέσεις που μας απασχολούν ερευνητικά, υιοθετούν αποκλίνουσες συμπεριφορές στο σχολείο και στα πρώτα τους βήματα στην ενήλικη ζωή φτάνουν στο σημείο να διαπράξουν ακόμα και ειδεχθή εγκλήματα. Επίσης, βλέπουμε ότι είναι και οι ανήλικοι που διατρέχουν ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο θυματοποίησης. Άλλωστε όπως έχουμε πολλές φορές επισημάνει η θυματοποίηση και η παραβατικότητα ανηλίκων είναι όψεις του ίδιου νομίσματος. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο που πρέπει οπωσδήποτε να σπάσει.
Με το παρόν άρθρο επιχειρήσαμε να καταστήσουμε σαφές ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε δυσλειτουργικά οικογενειακή περιβάλλοντα είναι «τραυματισμένα» παιδιά, εκτεθειμένα σε πολλαπλούς κινδύνους και γι’ αυτό είναι απαραίτητο μέσα από την ενίσχυση της πρόληψης και της έγκαιρης παρέμβασης να προστατευθούν και να θωρακιστούν επαρκώς, ώστε να περιοριστεί ο κίνδυνος υιοθέτησης από τα ίδια παραβατικών συμπεριφορών αλλά και ο κίνδυνος θυματοποίησής τους. Ολοκληρώνοντας, κρίνουμε σημαντικό, η σπουδαία έννοια «προστασία της ανηλικότητας», με τις πολλές και διαφορετικές όψεις που λαμβάνει, να έρθει δυναμικά στο προσκήνιο του επιστημονικού μας ενδιαφέροντος και της δημόσιας συζήτησης και να επεκταθεί η ενημέρωση, η αφύπνιση και η ευαισθητοποίηση για ζητήματα ανηλικότητας.
[1] Βλ. και Παραβατικές συμπεριφορές ανηλίκων σε μια εποχή με νέα δεδομένα | Καρδαρά Αγγελική (wordpress.com)
Η διαδικτυακή πηγή ανακτήθηκε στις 30-3-2024.
[2] Καρδαρά, Α. (2021). Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους. Αθήνα: Παπαζήσης,σς. 325-335.
[3] Βλ. αναλυτικά: Cost of Growing up in Dysfunctional Family (clinmedjournals.org)
Η διαδικτυακή πηγή ανακτήθηκε στις 30-3-2024.
[4] Χάιδου, Α. (2019). Εγκληματικότητα Ανηλίκων: Αιτιολογικές προσεγγίσεις, πρόληψη και κοινωνικός έλεγχος. 2η έκδ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σσ.48-49.