Πώς πακετάρεις αναμνήσεις;

Το σπιτικό στο οποίο μεγαλώσαμε κληθήκαμε να μαζέψουμε και να αποχωριστούμε τους τελευταίους μήνες. Ένα σπιτικό 37 ετών. Μια διαδικασία επίπονη τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Μια γλυκόπικρη γεύση μένει τώρα που όλα έχουν τελειώσει. Στο σπίτι ζούσε τα τελευταία τρία χρόνια μόνο ο μπαμπάς. Οπότε, η αδερφή μου και εγώ, κυρίως, φέραμε τον άθλο εις πέρας. Θα έλεγα, ορθότερα, αυτή ακούραστη συντονίστρια και εγώ μόνο εκτελεστικό όργανο.

   Το σπίτι αυτό βρισκόταν σε ένα μαγευτικό σχολικό campus. Ήμασταν τυχερές που ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια σε αυτόν τον διευρυμένο κήπο, παρέα με πολλά άλλα παιδιά και απόλυτα ασφαλείς κάθε ώρα και στιγμή. 180 στρέμματα δεντρόφυτης έκτασης με κάθε λογής ευκαιρίες για να είναι το παιχνίδι μας κάθε μέρα μια καινούργια περιπέτεια. Και το βράδυ γυρνούσαμε σ’ αυτό το σπίτι. Το κέντρο του κόσμου μας.

   Καθόλη αυτή τη διαδικασία της μετακόμισης είχα ένα συνεχές αίσθημα αγωνίας. Δεν μπορούσα να το προσδιορίσω αρχικά. Ένιωθα πως ζούσα καθημερινά με ένα ερωτηματικό να με στοιχειώνει αλλά δεν έπαιρνε μορφή, δε μετουσιωνόταν σε σκέψη ολοκληρωμένη ή σε λέξεις για να μπορέσω να το εκλογικεύσω και να το αντιμετωπίσω. Μία μέρα, μετά από αρκετές εβδομάδες, κατεβαίνοντας την εσωτερική σκάλα του σπιτιού, μου ήρθε μια ανάμνηση. Το ότι έκανα τσουλήθρα όταν ήμουν μικρή στο περιστρεφόμενο κάγκελό της. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ποια ήταν η αγωνία αυτή που με κατέτρωγε. Πως πακετάρεις αναμνήσεις;

   Αμέτρητα αντικείμενα ξεχασμένα βγήκαν στην επιφάνεια. Κάθε ένα με σωρό αναμνήσεων συνδεδεμένα. Ρούχα στα οποία και να ‘θελα δεν μπαίνω και ρούχα τα οποία θα ‘θελα να ξεχάσω πως έχω φορέσει! Ραβασάκια, ημερολόγια και ψιλοαντικείμενα της εφηβείας, τα πρώτα μου πατίνια που είχε φέρει ο μπαμπάς από το Λονδίνο, η παιδική ρακέτα του τένις, ο μεταλλικός βατήρας τον οποίο χρησιμοποιούσα στην προπόνηση με τον κύριο Γιώργο. Το Gameboy! Όλα αντιστοιχούν σε ώρες της ζωής μου. Βρήκα και τις παρτιτούρες του βιολιού. Πόσες ώρες εξάσκησης; Ευτυχώς κανένας γείτονας δεν παραπονέθηκε ποτέ. Αλλά και τις παρτιτούρες της χορωδίας. Λατρεμένη περίοδος της ζωής μου. Σχολικά βιβλία, μυθιστορήματα, σημειώσεις από το πανεπιστήμιο και το μεταπτυχιακό. Και τα ρούχα της μαμάς, με την όψη της να σαλεύει στο μυαλό. Όλα αυτά, όμως, τα χειροπιαστά, είναι διαχειρίσιμα. Κάποια κρατάς, κάποια δωρίζεις, κάποια αναγκαστικά πετάς. Με σφιγμένη την καρδιά αλλά δε γίνεται αλλιώς.

   Υπήρχαν, παρόλα αυτά, τόσες άλλες αναμνήσεις που κρύβονταν σ’ αυτό το χώρο που όσο σταδιακά άδειαζε έκαναν σιγά σιγά την εμφάνισή τους. Τι να πρωτοθυμηθώ από το δωμάτιο μου; Την εφηβεία; Τους έρωτες, τις μυστικές συνομιλίες, τα όνειρα, το διάβασμα, τα δάκρυα, τους καυγάδες. Το γέλιο της αδερφής μου μέσα στη νύχτα όταν χτυπούσα κανέναν αγκώνα στον τοίχο που μας χώριζε ή όταν πεταγόταν από τη ντουλάπα στην οποία κρυβόταν όταν ήθελε να με τρομάξει. Οπωσδήποτε τον ήχο της ηλεκτρικής σκούπας την Κυριακή, όταν αποφάσιζε η μαμά πως ήταν ώρα να ξυπνήσουμε. Σίγουρα πολλοί μπορούν να ταυτιστούν! Καμία σχέση με το γλυκό τρόπο που ερχόταν τα πρωινά ο μπαμπάς για να με ξυπνήσει για το σχολείο. Και μετά πήγαινε στην κρεβατοκάμαρα να ετοιμαστεί και αυτός για τη δουλειά. Πουκάμισο, γραβάτα, παντελόνι και σακάκι στο κρεβάτι έτοιμα επιλεγμένα από τη μαμά συνήθως.

   Βέβαια, σε αυτό το δωμάτιο ήταν το τυχερό του μπαμπά να ολοκληρώσει και την πορεία του σαν καθηγητής μετά από 40 χρόνια. Πριν τρία χρόνια, αυτό, στην περίοδο της καραντίνας. Περιποιημένος, φρεσκοξυρισμένος, ντυμένος σαν να έχει βγει από το σπίτι, δίδαξε τους τελευταίους μαθητές του μπροστά από μία οθόνη. Θυμάμαι μία μέρα που μπήκα στο σπίτι και τον άκουσα να αναλύει ένα κείμενο για τον Malcom X. Στάθηκα για λίγα λεπτά αμίλητη στην άκρη της σκάλας και τον θαύμασα.

   Θυμάμαι και τη γιαγιά σ’ αυτό το σπίτι. Την γωνία στο πάγκο της κουζίνας στην οποία με στρίμωχνε όταν ήμουν μικρή για να με αναγκάσει να φάω μελάτο αυγό ή το απαισιότατο μουρουνέλαιο. Χριστέ μου, πως έχει επιζήσει η γενιά μας; Ή το σπανακόρυζο με φέτα που σιχαινόμουν. Την λάτρευα τη γιαγιά μου παρά ταύτα. Την θυμάμαι να κάθεται στη γωνία της, δίπλα στο τζάκι, να πλέκει, αφού πρώτα την βοηθούσα να ξετυλίξει το κουβάρι. Ιεροτελεστία. Να κάθεσαι ακίνητη με τα χέρια μπλεγμένα στις κλωστές και να νομίζεις πως κάνεις το πιο σπουδαίο πράγμα στον κόσμο! Τα υπέροχα φαγητά της και τις ονειρεμένες πίτες της. Αχ και τι δε θα ‘δινα για να τις ξανά γευτώ! Μαζί με αυτές, όμως, θυμάμαι και το πλαστήρι της ή καλύτερα την απειλή αυτού! Αλλά η πιο ζωντανή ανάμνηση από όλες με τη γιαγιά, ήταν το παιχνίδι που παίζαμε μαζί της με την αδερφή μου, τραγουδώντας το παιδικό τραγούδι «ανέβηκα στην πιπεριά». Γεωργία, ξέρεις εσύ..

   Όπως σε κάθε ελληνικό σπιτικό γύρω από ένα τραπέζι συνέβαιναν τα περισσότερα. Πάντα κάποιο φαγητό σιγομαγειρευόταν. Πόσες μυρωδιές! Στο κυριακάτικο τραπέζι, για το οποίο μαζευόμασταν και αφότου φύγαμε εγώ και η αδερφή μου από το σπίτι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ο μπαμπάς στην αυλή να ψήνει ψάρια και η μαμά να παραπονιέται σχεδόν πάντα πως δεν ψήθηκαν αρκετά. Ακόμη γελώ και ρίχνω γλυκόπικρα δάκρυα όταν το σκέφτομαι. Τα υπέροχα πάρτυ σ’αυτή την αυλή μας για τους φίλους μας. Φαγητό, μουσική και γέλια. Και ο λιγούρης ο σκύλος μας να ξερογλείφεται. Πόσοι συμμαθητές και συμφοιτητές και φίλοι δέχτηκαν φροντίδα εδώ. Αναρίθμητα γεμάτα ταπερ μοιράστηκαν. Τα αμέτρητα τραπεζώματα της μαμάς με τις δύο σπεσιαλιτέ του σπιτιού μας σχεδόν πάντα. Chicken curry ή tandoori μαγειρεμένα με τις βαλίτσες μπαχαρικών που φέρναμε πάντα επιστρέφοντας από το Λονδίνο. Και ο μπαμπάς να παίζει κιθάρα και να τραγουδάμε. Χαραγμένες στην καρδιά μου ανεξίτηλα όλες οι στιγμές με την κιθάρα. Και fried rice. Ναι κι αυτό. Όσο και να προσπαθώ δεν θα μπορέσω να το κάνω ίδιο ποτέ.

   Χαρές και επιτυχίες γιορτάστηκαν γύρω από αυτό το τραπέζι. Δυσκολίες συζητήθηκαν. Βέβαια και ομηρικοί καυγάδες δημιουργήθηκαν. Όλα τα είχε το τσουβάλι. Πάντα σε ολονών τα γενέθλια έπρεπε να σβήσουμε κεράκια. Πάντα! Κι αν κάποιος θα έλειπε, έπρεπε να το κάνουμε πιο νωρίς. Πάντα! Πόσες ευχές γεννήθηκαν εδώ μέσα λοιπόν; Τόσες πολλές. Τόσες πολλές τόλμησαν να πάρουν μορφή, υπόσταση. Το πόσες πραγματοποιήθηκαν δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει ότι ζούσαμε σε μία οικογένεια στην οποία είχαμε τη δυνατότητα να ονειρευόμαστε.

   Και σε αυτό το σπίτι, σε μια γωνιά στο σαλόνι, ήταν η θέση της μαμάς. Εκεί που σήκωνε τα πόδια για να ξεκουραστεί. Κι εμείς πηγαίναμε και πέφταμε πάνω της για αγκαλιά. Και γελούσε. Ξεκαρδιζόταν. Και γελούσαμε και εμείς. Και αυτό γινόταν μέχρι και το τέλος. Γιατί όσο χρονών και να είσαι δεν υπάρχει βάλσαμο άλλο σαν την αγκαλιά της μαμάς. Τροφή για την ψυχή. Εκεί δίπλα καθόταν τα ξημερώματα και ο μπαμπάς και πίνανε ελληνικό καφέ παρέα και μιλούσαν ψιθυριστά. 

   Μία και μοναδική εικόνα θα ήθελα να μην είχα στα τόσα χρόνια σε αυτό το σπίτι. Να μην είχε υπάρξει ποτέ. Και, ξέρω, είναι αυτή που δεν θα φύγει ποτέ από τα μάτια μου. Το σημείο που βρήκα τη μαμά σωριασμένη λίγες μέρες πριν τη χάσουμε.

   Ναι, το σπιτικό το κάνουν οι άνθρωποι. Σ’ αυτό το σπίτι όμως έμαθα τι σημαίνει οικογένεια. Εκεί ζούσαμε και οι τέσσερις. Τώρα είμαστε τρεις. Αν και εγώ και η αδερφή μου είχαμε φύγει χρόνια τώρα, εκεί ήταν το κέντρο των πάντων. Το καταφύγιο σε κάθε δυσκολία. Οι συμβουλές και η λύση για πολλά προβλήματα. Το σημείο συνάντησης για κάθε γιορτή, για κάθε χαρά. Τώρα όλα είναι λίγο σκόρπια. Όχι με λιγότερη αγάπη ή φροντίδα αλλά μοιρασμένα, διασκορπισμένα. Κανένα σπίτι δεν θα μπορέσει να φτάσει αυτή την συσσωρευμένη ενέργεια συναισθημάτων. Την πληθώρα των συμβάντων. Το άθροισμα των αναμνήσεων είναι τόσο μεγάλο. Υπάρχει ο φόβος πως αρκετά θα λησμονηθούν. Τα λόγια αυτά ήταν ο μόνος τρόπος που σκέφτηκα για να «πακετάρω» κάποιες από αυτές τις αναμνήσεις. 

   Θα μαζευτούν νέες εμπειρίες, σίγουρα. Εξίσου σπουδαίες. Εξίσου καθοριστικές. Πιθανώς και πιο δυνατές, γιατί όσο μεγαλώνουμε αλλάζουμε. Αλλάζουν τα θέλω μας και οι ανάγκες μας. Απλώς, δεν θα προστεθούν σ’ αυτό το μαγικό σπιτικό των παιδικών μου χρόνων. Το κοντέρ μηδένισε. Συνεχίζουμε, ναι. Και ελπίζουμε στο μέλλον να καταφέρουμε να πλάσουμε ένα σύμπαν εξίσου ζωντανό και όμορφο για τους ανθρώπους που θα έχουμε δίπλα μας, όπως αυτό στο οποίο είχαμε την ευτυχία να μεγαλώσουμε. 


Η Eva Frances Coules είναι Καθηγήτρια φυσικής αγωγής, MSc

Διαβάστε περισσότερα:

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας