Η συγκλονιστική και πολυδιάστατη μορφή της «Φόνισσας», της εμβληματικής ηρωίδας του μεγάλου νεοέλληνα λογοτέχνη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αποτέλεσε το επίκεντρο διεπιστημονικής ανάλυσης στο νέο μου βιβλίο με τίτλο Εγκλήματα κατά της ζωής και η εγκληματική δράση της serial killer «Φόνισσας» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση (Ιούνιος, 2025). Το προλογικό σημείωμα υπογράφει ο Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας Γιάννης Πανούσης, ενώ το επίμετρο έχει γράψει ο Διονύσης Χιόνης, Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω και Πρόεδρος του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος. Και οι δύο, με τη διεισδυτική ματιά τους, συνεισφέρουν στην ανάλυση κρίσιμων εγκληματολογικών και κοινωνικών ζητημάτων, εξαιρετικά επίκαιρων και διαχρονικών. Το εξώφυλλο του βιβλίου σχεδίασε η ζωγράφος Σίσι Τζούμα, αποτυπώντας μέσα από την εικόνα τη δύναμη του συναισθήματος και την κομβική εκείνη στιγμή του «περάσματος στην εγκληματική πράξη» της «Φόνισσας» και κάθε γυναίκας που διαπράττει το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, το οποίο είναι το πιο «βαρύ» έγκλημα ως προς την ποινική αλλά και κοινωνική απαξία του.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα μεγάλο συγγραφικό μου όνειρο και είναι το επιστέγασμα πολύχρονης μελέτης. Μελετώ την εγκληματική μορφή της «Φόνισσας», με τις σύνθετες πτυχές της, από τα φοιτητικά μου χρόνια και με έχουν απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό τόσο τα κοινωνικά ζητήματα που αναδεικνύονται μέσα από την εξέλιξη της πλοκής, όσο και η σκιαγράφηση του ψυχο-εγκληματικού προφίλ της «Φόνισσας» από τον αριστοτέχνη Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Πρόκειται για μια εγκληματική μορφή που έχει πολλές ιδιαιτερότητες αλλά και ομοιότητες με γυναικείες εγκληματικές μορφές τόσο από παλαιότερες εποχές όσο όμως και από τη σύγχρονη εποχή και κοινωνία. Ο Παπαδιαμάντης επιτυγχάνει να αποτυπώσει τον «παλμό» της εποχής του, να καταγράψει με διορατικότητα διαχρονικά κοινωνικά προβλήματα και να εμβαθύνει στα άδυτα μιας γυναικείας ψυχής που φτάνει στο ακραίο σημείο της αφαίρεσης της ανθρώπινης ζωής -και μάλιστα αθώων κοριτσιών, με τα οποία δεν είχε καμία συγγενική σχέση, με εξαίρεση ασφαλώς το πρώτο έγκλημα που διαπράττει: της συνονόματης εγγονής της, την οποία πνίγει στην κούνια ενώ ξαγρυπνά στο πλευρό της και αγωνιά για την πορεία της υγείας της. Η στιγμή αυτή, με τον βαθύ ψυχικό διχασμό, την ακραία εσωτερική ένταση και το φρικτό της αποτέλεσμα, είναι πραγματικά σοκαριστική. Ο Παπαδιαμάντης την αποδίδει με λεπτομερή περιγραφή, καταγράφοντας τη σκοτεινή ψυχική διαδρομή που οδηγεί στο πέρασμα από τη φροντίδα στην εγκληματική πράξη και «κόβει» την ανάσα του αναγνώστη/της αναγνώστριας μέχρι την τελευταία λέξη.
Αναλύοντας διεπιστημονικά τη «Φόνισσα» διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για μια ακραία περίπτωση εγκληματικότητας. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά της δράσης και της σκέψης της, καθώς μεταβαίνει προς τις ειδεχθείς πράξεις της, διατηρούν ισχυρή διαχρονική αξία. Ειδικότερα, η συμπεριφορά της φαίνεται πώς αναδύεται μέσα από την πολύπλοκη αλληλεπίδραση ψυχολογικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και ατομικών παραγόντων, οι οποίοι, υπό την πίεση συγκεκριμένων συγκυριών και συνθηκών, εντείνουν την εσωτερική κρίση που βιώνει και την οδηγούν τελικά από την επίβλεψη και προστασία των κοριτσιών στην εκδήλωση ακραίας βίας εναντίον τους. Όλα αυτά τα σημεία εξετάζονται διεξοδικά στο νέο μου βιβλίο, στο οποίο επιχειρώ να καταγράψω κάθε σκέψη στο μυαλό της «Φόνισσας» και κάθε βήμα που ακολουθήθηκε μέχρι τη διάπραξη του πρώτου εγκλήματος και στη συνέχεια την εξέλιξή της σε κατ’ εξακολούθηση ανθρωποκτόνο (serial killer) με τις ανθρωποκτονίες των υπόλοιπων κοριτσιών.
Σε αυτήν την πορεία τίθεται ένα καίριο κατά την άποψή μου ερώτημα, που με απασχόλησε κατά την προσέγγιση της «Φόνισσας» και συνοψίζεται στο εξής: Τελικά αγαπά ή μισεί το γυναικείο φύλο η ηρωίδα; Η δική μου απάντηση, μέσα από σκέψη, είναι ότι η «Φόνισσα» φαίνεται να το αγαπά με την ίδια ένταση που επιθυμεί να το αφανίσει. Θα χαρακτήριζα ως «πάθος» το συναίσθημά της. Αγαπά τόσο πολύ τα κορίτσια ώστε θέλει να τα προστατεύσει από τα βάσανα της μελλοντικής τους ζωής και μισεί τόσο πολύ την μοίρα που προβλέπεται για εκείνα και για κάθε φτωχό θηλυκό, όπως ήταν και η ίδια, ώστε θέλει εν τέλει να «αφανίσει» το φύλο της ή να το «επιστρέψει» στη μήτρα, σε μια κατάσταση δηλαδή στην οποία αισθάνεται ότι η ζωή μπορεί να ξεκινήσει από την αρχή, με άλλες βάσεις. Αυτό το παράδοξο πάθος της, ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος, αποκαλύπτει τις αντιφάσεις μιας βαθιά και βαριά τραυματισμένης ψυχής, μέσα στην οποία συνυπάρχουν η φροντίδα και το «σκοτάδι» της βίας, άρρητα δεμένα μεταξύ τους. Τα «πρέπει» και τα «θέλω» συγκρούονται και από αυτήν τη σφοδρή σύγκρουση το αποτέλεσμα είναι τελικά ολέθριο πρωτίστως για τα αθώα κορίτσια που βρίσκουν ανυπεράσπιστα τον θάνατο από τα χέρια της «Φόνισσας», όσο και για τις οικογένειές τους και στο τέλος για την ίδια τη «Φόνισσα», ώστε «μετά τη διάπραξη της Ύβρεως να έλθει η Νέμεσις».
Είναι σαφές ότι η λογοτεχνική, λαογραφική, κοινωνιολογική και εγκληματολογική αξία της «Φόνισσας» είναι πολύ μεγάλη. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, με την αριστουργηματική του γραφή, μεταδίδει βαθιά κοινωνικά μηνύματα που αγγίζουν φλέγοντα ζητήματα όπως η ανηλικότητα σε κίνδυνο, οι συνθήκες ζωής ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, η θέση της γυναίκας, καθώς και η εσωτερίκευση κοινωνικών στερεοτύπων και η επικίνδυνη επίδρασή τους στην εγκληματογένεση. Επομένως, μια σύγχρονη εγκληματολογική και κοινωνιολογική ανάγνωση της «Φόνισσας» έχει πολλά να προσφέρει, όχι μόνο ως θεωρητική γνώση αλλά και ως αφορμή για προβληματισμό και δράση, με στόχο την ενίσχυση της πρόληψης και την αποτροπή φαινομένων που θυμίζουν «σύγχρονες Φόνισσες», οι οποίες αφαιρούν τη ζωή ανηλίκων εντός της ίδιας τους της οικογένειας αλλά και εκτός αυτής.
Στη σύγχρονη πραγματικότητα, δηλαδή, παρατηρείται πως υποθέσεις με χαρακτηριστικά παρόμοια με την εγκληματική δράση της «Φόνισσας» απασχολούν τα εγκληματολογικά χρονικά, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Παράλληλα, ανεξιχνίαστα εγκλήματα σε βάρος παιδιών, καθώς και περιπτώσεις όπου θάνατοι έχουν αποδοθεί σε φυσικά ή παθολογικά αίτια, συνεχίζουν να προβληματίζουν την επιστημονική κοινότητα, καθιστώντας εμφανή την ανάγκη για ενδελεχή μελέτη και διερεύνηση των υποθέσεων που αφορούν την ανηλικότητα.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η εγκληματική δράση σε βάρος κοριτσιών από την κεντρική ηρωίδα του Παπαδιαμάντη έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον ερευνητών από διάφορους επιστημονικούς κλάδους, όπως η φιλολογία, η εγκληματολογία, η ψυχολογία, η ψυχιατρική και η κοινωνιολογία. Στο νέο μου βιβλίο επιχειρώ να βάλω ένα λιθαράκι στη σκιαγράφηση του ψυχο-εγκληματικού προφίλ της «Φόνισσας» και στην ερμηνεία πτυχών της ιδιότυπης ψυχοσύνθεσής της. Παράλληλα, αναζητώ συσχετισμούς με πραγματικές υποθέσεις γυναικείας εγκληματικότητας, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, δίνοντας έμφαση σε πολύκροτες υποθέσεις που έχουν απασχολήσει εκτενώς τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τα ποινικά χρονικά, για να αποδείξω τη διαχρονικότητα αιτιών και παραγόντων εγκληματικής δράσης και ταυτόχρονα τη σπουδαιότητα ενίσχυσης της πρόληψης και της προστασίας της ανηλικότητας.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις γυναίκες serial killers που έδρασαν εναντίον παιδιών, σε μητέρες που δολοφόνησαν τα ίδια τους τα παιδιά ή άλλα αγαπημένα πρόσωπα, όπως εγγόνια, συχνά με την πρόθεση να τα «λυτρώσουν» από μια βασανισμένη ζωή (πραγματική ή εικονική, όπως την έπλασε ο διαταραγμένος τους νους ή διογκώνοντας την πραγματικότητα). Επίσης, αναλύονται περιπτώσεις γυναικών που προχώρησαν σε εγκληματικές πράξεις καθοδηγούμενες από ιδεοληψίες. Κεντρικό σημείο της μελέτης αποτελεί η μετάβαση από τη σκέψη στην εγκληματική πράξη, με ομαδοποίηση των αιτίων και παραγόντων που διαμόρφωσαν την ψυχοσύνθεση της «Φόνισσας» και οδήγησαν στη δράση της. Ταυτόχρονα, μελετάται σε βάθος το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δρα η ηρωίδα και δίνεται έμφαση στην αρνητική επίδραση των κοινωνικών στερεοτύπων στη διαμόρφωση της «εγκληματικής της ταυτότητας».
Επομένως, η παρούσα μελέτη επιδιώκει να επεκτείνει την ανάλυση της «Φόνισσας» στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, υπογραμμίζοντας τη διαχρονική ισχύ και θεματική επικαιρότητα των ζητημάτων που θέτει ο Παπαδιαμάντης. Ένα ακόμα κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι πώς θα κρινόταν η ηρωίδα -η Φραγκογιαννού- από το σύγχρονο ποινικό δίκαιο, εάν τα γεγονότα λάμβαναν χώρα σήμερα. Απώτερος στόχος του βιβλίου είναι μια διεπιστημονική προσέγγιση που συνδυάζει την εξέχουσα φιλολογική, λαογραφική και λογοτεχνική αξία του έργου με έναν σύγχρονο κοινωνικο-νομικό προβληματισμό. Με βάση τις σύγχρονες θεσμικές και ηθικές αξίες, εξετάζεται η έννοια του εγκλήματος, η ευθύνη απέναντι σε ευάλωτες ομάδες -ιδιαίτερα σε ανηλίκους- και οι τρόποι με τους οποίους ένα έργο 122 ετών μπορεί να προσφέρει ουσιαστικά μηνύματα στον σύγχρονο αναγνώστη/στη σύγχρονη αναγνώστρια. Μέσα από αυτήν την ανάλυση, το μυθιστόρημα λειτουργεί ως έναυσμα για κοινωνική ενδοσκόπηση και προβληματισμό, επιβεβαιώνοντας τη δύναμη της γραφής του Παπαδιαμάντη να αφυπνίζει και να κινητοποιεί για ζητήματα που έχουν βαθιές ρίζες και απαιτούν ολιστική αντιμετώπιση.
Αναμφίβολα, το έγκλημα αποτελεί διαχρονικά πηγή έμπνευσης για τους δημιουργούς στο πλαίσιο της μυθοπλασίας. Ωστόσο, η απεικόνιση του εγκλήματος και των εγκληματικών φαινομένων μέσα από μια συγκεκριμένη υπόθεση -είτε πραγματική είτε μυθοπλαστική- αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία, ειδικά όταν ο δημιουργός επιδιώκει μια βαθύτερη ανάλυση και ολοκληρωμένη σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Καίριο στοιχείο σε μια εγκληματολογικού ενδιαφέροντος αφήγηση είναι η διερεύνηση των κινήτρων της εγκληματικής δράσης, που επιτρέπει μια πιο ακριβή και σαφή διαμόρφωση του προφίλ του δράστη/της δράστιδος, εντείνοντας το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού.
Στο παρόν άρθρο εστιάζω στις ιδεοληψίες ως βασικό κίνητρο εγκληματικής δράσης, παρουσιάζοντας τη «Φόνισσα» ως «ιδεοληπτική πολυανθρωποκτόνο», όπως αναλύεται εκτενώς στο αντίστοιχο κεφάλαιο του βιβλίου μου με τίτλο: «Η απεικόνιση του εγκλήματος στη μυθοπλασία, οι ιδεοληψίες ως κίνητρο εγκληματικής δράσης και η ‘Φόνισσα’ ως ‘ιδεοληπτική πολυανθρωποκτόνος’».[1] Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ιδεοληψίες έχουν αποτελέσει κίνητρο εγκληματικής δράσης σε πολύκροτες υποθέσεις που έχουν απασχολήσει την εγκληματολογική έρευνα, αλλά και σε υποθέσεις που εκτυλίσσονται σε λογοτεχνικά έργα. Υπό αυτή την έννοια, η ιδεολοψία έχει οδηγήσει άτομα σε ακραίες πράξεις βίας και σε ειδεχθή εγκλήματα, όπως αυτά της «Φόνισσας», αλλά και σε άλλα εγκλήματα κατά της ζωής.
Ξεκινώντας με τον ορισμό της έννοιας, προκειμένου να την κατανοήσουμε καλύτερα, ως ιδεοληψία ορίζεται η «νοσηρή κατάσταση που εκδηλώνεται με την επίμονη εμφάνιση έμμονων ιδεών στη συνείδηση του πάσχοντος». Ένας δεύτερος ορισμός της έννοιας είναι «η υπερβολική εμμονή σε ιδεολογικά δόγματα».[2] Ειδικότερα, στο πεδίο της ψυχολογίας, ο όρος «ιδεοληψία» ή αλλιώς «έμμονη ιδέα» περιγράφει ιδέες, σκέψεις ή εικόνες με παρεισφρητικό και επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι, αν και συνήθως στερούνται βάσης, το άτομο εμμένει σε αυτές παρά τις ενδείξεις για το σφάλμα τους. Οι εν λόγω παρεισφρητικές σκέψεις προκαλούν μεγάλο άγχος και φόβο, καθώς το άτομο δυσκολεύεται να τις διαχειριστεί. Αναγνωρίζει ότι βρίσκονται έξω από τον συνειδητό έλεγχό του και εκλαμβάνει το περιεχόμενό τους ως απειλητικό και συνήθως ξένο.
Η δυσκολία έγκειται στο ότι αδυνατεί να τις ελέγξει, καθώς οι έμμονες σκέψεις δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο. Αρχικά, το άτομο βιώνει άγχος, το οποίο εντείνεται όσο οι σκέψεις γίνονται πιο «φορτικές». Στη συνέχεια η κατάσταση επιδεινώνεται, γιατί το άτομο αντιλαμβάνεται την αδυναμία ελέγχου των σκέψεων και, όταν συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτές, διογκώνει όσα αισθάνεται. Έτσι, οι σκέψεις καταλήγουν να γίνονται ακόμα πιο βασανιστικές. Μεταξύ αυτών των εμμονικών σκέψεων, εντοπίζονται και σκέψεις επιθετικότητας ή πρόκλησης βλάβης. Πρόκειται για παρεισφρητικές σκέψεις που σχετίζονται με τον φόβο ότι το άτομο είναι επικίνδυνο να διαπράξει επιθετικές πράξεις σε βάρος αγαπημένων προσώπων, όπως τα παιδιά του, ή ακόμα και εναντίον του ίδιου του εαυτού. Ως απόρροια, το άτομο καταλήγει να θεωρεί τον εαυτό του επικίνδυνο και για τους άλλους, αλλά και για τον ίδιο.[3]
Ο «ιδεοληπτικός εγκληματίας», συνεπώς, υποφέρει από επαναλαμβανόμενες σκέψεις που του προκαλούν ανυπόφορο άγχος και μεγάλη δυσφορία, την οποία δυσκολεύεται να διαχειριστεί. Το κίνητρο της εγκληματικής του δράσης είναι η «μεγάλη ιδέα» που τον βασανίζει και έχει γίνει εμμονή. Αυτή η έμμονη ιδέα μπορεί να πάρει διάφορες μορφές και εκφάνσεις. Για παράδειγμα, μπορεί να πιστεύει πως πρέπει να σώσει τον κόσμο από τον «εχθρό», που στη διαστρεβλωμένη κοσμοθεωρία του μπορεί να είναι οι μετανάστες να, οι εκδιδόμενες γυναίκες ή οποιαδήποτε άλλη ομάδα πληθυσμού θεωρεί εχθρική προς εκείνον και, τελικά, προς ολόκληρη την κοινωνία. Όπως έχουμε δει σε πολύκροτες υποθέσεις που απασχόλησαν την επικαιρότητα, τόσο στο εξωτερικό όσο και στη χώρα μας, δράστες ιδεοληπτικής φύσης έχουν προχωρήσει σε ανθρωποκτονίες. Για τον «ιδεοληπτικό εγκληματία», επομένως, η ιδέα να «εξαγνίσει» τον κόσμο από τον εχθρό κυριαρχεί στο μυαλό του και δεν τον αφήνει ήσυχο μέχρι να περάσει από τη σκέψη στην πράξη. Σταδιακά, μπορούμε να πούμε ότι διαμορφώνεται ένας «εγκληματικός νους» που τον οδηγεί στο έγκλημα. Μέσα από τη διάπραξη της εγκληματικής πράξης, το άτομο νιώθει ικανοποίηση, καθώς πιστεύει πως με το έγκλημα «λυτρώνεται» από τις έμμονες ιδέες του. Φτάνει να θεωρεί τον εαυτό του σωτήρα της κοινωνίας, έχοντας μάλιστα την πεποίθηση πως απαλλάσσει το κοινωνικό σύνολο από ανθρώπους ή ομάδες που, κατά την κοσμοθεωρία του, δεν αξίζουν να βρίσκονται στη ζωή.
Οι «ιδεοληπτικοί εγκληματίες», όπως προκύπτει από τα παραπάνω, δεν στοχεύουν σε συγκεκριμένο άτομο αλλά βλέπουν στο θύμα μια ολόκληρη ομάδα πληθυσμού. Για παράδειγμα, δολοφονώντας μια ιερόδουλη, θεωρούν ότι εξοντώνουν όλες τις εκδιδόμενες γυναίκες, ενώ δολοφονώντας έναν μετανάστη πιστεύουν πως σκοτώνουν όλους τους μετανάστες, τους οποίους αντιμετωπίζουν ως «μίασμα». Δυστυχώς, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, έχουν καταγραφεί πολλά εγκλήματα όπου η ιδεοληψία αποτελεί το κύριο κίνητρο, στοιχείο που μας προβληματίζει και πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν σε μια κοινωνία που έρχεται αντιμέτωπη με νέα δεδομένα.
Η «Φόνισσα» αναλύεται από τη γράφουσα ως «ιδεοληπτική πολυανθρωποκτόνος», αφού εξετάζοντας τον συμβολικό χαρακτήρα των εγκλημάτων της καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ένα καθοριστικό αίτιο που την οδήγησε στη διάπραξη των ανθρωποκτονιών ανήλικων κοριτσιών είναι η ιδεοληψία της.[4] Η ιδέα της, που βασίζεται σαφώς στις πραγματικές δυσκολίες της ζωής και στις σκληρές συνθήκες διαβίωσης για τις γυναίκες της εποχής, καταλήγει όμως να γίνει εμμονική, οδηγώντας την αρχικά σε ακραίες σκέψεις και στη συνέχεια σε ακραίες συμπεριφορές. Η διάπραξη των πολλαπλών εγκλημάτων της αποτελεί την κορύφωση αυτών των ακροτήτων.
Η έμμονη ιδέα της συνοψίζεται στην πεποίθηση ότι τα κορίτσια των φτωχών οικογενειών πρέπει να πεθάνουν, ώστε να μη βιώσουν μια βασανισμένη ζωή και παράλληλα να μη «φορτώσουν» τις οικογένειές τους με το βάρος της εξασφάλισης προίκας. Αξίζει να τονιστεί ότι η προίκα ήταν σημαντικός θεσμός της εποχής, καθώς εξασφάλιζε σε μια γυναίκα την προοπτική μιας καλύτερης ζωής. Οι φόνοι που διαπράττει, υποκινούμενοι από την έμμονη ιδέα της «λύτρωσης» των φτωχών θηλυκών, μπορούν να χαρακτηριστούν «ιδεο-συμβολικοί». Με αυτό εννοούμε πως η «Φόνισσα» δεν ενεργεί από τυφλό πάθος, ούτε για οικονομικό όφελος ή κάποιο ταπεινό συμφέρον. Αντιθέτως, διαπράττει τα ειδεχθή εγκλήματά της κινούμενη από τη συγκεκριμένη ιδέα της «λύτρωσης» των μικρών κοριτσιών και των οικογενειών τους και, σε ένα δεύτερο -εξίσου σημαντικό- επίπεδο, της «λύτρωσης» ολόκληρης της κοινωνίας από το βάρος των φτωχών θηλυκών, από τον πόνο και τη δυστυχία που, κατά τη δική της αντίληψη, προκαλούν με την ύπαρξή τους στις οικογένειές τους. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις της «Φόνισσας», τα εγκλήματά της είναι ανιδιοτελή. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι δεν διστάζει να θέσει ακόμα και τη δική της ζωή σε μεγάλο κίνδυνο, χωρίς κανένα προσωπικό όφελος.[5]
Κατά συνέπεια, συμπεραίνουμε πως η «Φόνισσα» προσεγγίζει την ανθρώπινη ζωή, όχι μόνο των κοριτσιών που σκοτώνει, αλλά και τη δική της, με έναν απαξιωτικό τρόπο. Είναι σαν να βλέπει τη ζωή ως το απόλυτο μηδέν, έχοντας εξαντληθεί ψυχικά από τις πολλές ταλαιπωρίες που έχει υποστεί. Αυτή η απαξιωτική, σχεδόν μηδενιστική αντίληψη για τη ζωή διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ψυχο-εγκληματικού προφίλ της κατά το πέρασμά της στην εγκληματική πράξη. Ωστόσο, μία ακόμα σημαντική διαπίστωση είναι ότι, παρά το ειδεχθές των εγκλημάτων της, η «Φόνισσα» δεν παρουσιάζεται με ένα σκληρό και άκαμπτο εγκληματικό προφίλ από τον δημιουργό της -τον Αλ. Παπαδιαμάντη- και γι’ αυτόν τον λόγο δεν γίνεται μισητή στο κοινό. Η δράση της υπηρετεί έναν διττό σκοπό, που, αν και δεν γίνεται αποδεκτός, γίνεται κατανοητός από το αναγνωστικό κοινό: επιδιώκει πρωτίστως να απαλλάξει τις φτωχές οικογένειες με θηλυκά τέκνα από μια ζωή βασανισμένη και δυστυχισμένη και, μέσω αυτού, να απαλλάξει σταδιακά την ευρύτερη κοινωνία από τα θηλυκά που, σύμφωνα με τη δική της κοσμοθεωρία, επιφέρουν προβλήματα με τη γέννησή τους. Έτσι, η «Φόνισσα» μοιάζει να επιδιώκει την «εξολόθρευση» του γυναικείου φύλου, κυρίως των φτωχών και κοινωνικά ευάλωτων γυναικών, προσφέροντας αυτό το «έργο» στο κοινωνικό σύνολο μέσα από τη διαστρεβλωμένη της οπτική. Η σκέψη της έχει μια «αγνή» βάση, καθώς από τη μία επιθυμεί να απαλλάξει τα θύματά της από τα μελλοντικά βάσανα που συνδέονται με τη γυναικεία ύπαρξη και από την άλλη να απαλλάξει την κοινωνία από το «βάρος» των φτωχών θηλυκών. Επιπλέον, η ίδια αντιλαμβάνεται τη δική της ύπαρξη ως «βάρος» για την κοινωνία, όπως και τη ζωή όλων των φτωχών γυναικών.
Συμπεραίνουμε ότι οι προθέσεις της έχουν μια «αγνότητα», καθώς αποσκοπούν στην προστασία των κοριτσιών από τα αδυσώπητα «χτυπήματα» της μοίρας. Αλλά δεν μπορούμε να παραβλέπουμε ότι για την επίτευξη του στόχου της η «Φόνισσα» μετατρέπεται σε μια στυγνή δολοφόνο αθώων ψυχών. Δεν καταφέρνει -και αυτό οφείλεται τόσο στην προχωρημένη της ηλικία όσο και στις κοινωνικές αντιλήψεις, τα στερεότυπα και τις συνθήκες ζωής- να αντιστρέψει τη σκέψη της. Αντί δηλαδή να στρέψει το βλέμμα στις συλλογικές ευθύνες μιας κοινωνίας που περιθωριοποιεί τις γυναίκες, ιδίως όσες δεν έχουν ευκαιρίες για μια καλύτερη ζωή, επιλέγει την ακρότητα, επιλέγει να εγκληματήσει για να «λυτρώσει». Η σκληρή αυτή κοινωνική πραγματικότητα, που η ίδια έχει βιώσει στο πετσί της και βλέπει καθαρά ως τη μοίρα της εγγονής της αλλά και των θυμάτων της, λειτουργεί ως τροχοπέδη στη διαχείριση των ακραίων σκέψεών της, που τελικά την οδηγούν στα εγκλήματα. Επομένως, μπορούμε να υποθέσουμε -χωρίς βέβαια να παραβλέπουμε την έννοια της «ατομικής ευθύνης»- ότι, αν οι κοινωνικές συνθήκες ήταν πιο ευνοϊκές για τις γυναίκες, η «Φόνισσα» πιθανώς να μην είχε οδηγηθεί σε αυτούς τους αποτρόπαιους φόνους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι λογοτεχνικοί συσχετισμοί με άλλες σημαντικές μυθιστορηματικές μορφές. Μελετητές έχουν εντοπίσει ομοιότητες μεταξύ της «Φόνισσας» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1903) και του φοιτητή Ρασκόλνικωφ, κεντρικού ήρωα του αριστουργήματος της παγκόσμιας λογοτεχνίας Έγκλημα και Τιμωρία (1866) του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι. Οι ομοιότητες αυτές έχουν απασχολήσει και τη γράφουσα στα πλαίσια αρθρογραφίας και ερευνητικών προσεγγίσεων. Συγκεκριμένα, όπως η «Φόνισσα» οδηγείται στα εγκλήματά της πιστεύοντας ότι τα φτωχά θηλυκά δεν αξίζουν να ζουν λόγω της βασανισμένης ζωής που τους επιφυλάσσεται, έτσι και ο Ρασκόλνικωφ διακρίνει δύο τύπους ανθρώπων: τους «εκλεκτούς», στους οποίους θεωρεί ότι ανήκει ο ίδιος, και τις «ψείρες», που κατά την κοσμοθεωρία του δεν αξίζει να υπάρχουν. Οι «εκλεκτοί» έχουν αποστολή να φέρουν σε πέρας σημαντικά έργα, ενώ οι «ψείρες» ζουν παρασιτικά, επιβαρύνοντας την κοινωνία.
Ο Ρασκόλνικωφ πιστεύει πως οι «ψείρες» πρέπει να πεθάνουν, ώστε να απαλλαγεί η κοινωνία από τη νοσηρότητα που προκαλούν. Αποφασίζει, λοιπόν, να δράσει και να εμποδίσει τις «ψείρες» να επιβαρύνουν άλλους αθώους. Έτσι φτάνει στο ακραίο σημείο του εγκλήματος: σκοτώνει μια ηλικιωμένη τοκογλύφο που καταπιέζει τους φτωχούς. Ωστόσο, το σχέδιό του ανατρέπεται, καθώς διαπράττει διπλή ανθρωποκτονία -της τοκογλύφου και της αδελφής της, που υπήρξε τυχαία αυτόπτης μάρτυρας- γεγονός που τον κλονίζει βαθιά. Αρχίζει να νιώθει έντονες τύψεις, που τον οδηγούν στην ομολογία και στην αμφισβήτηση της θεωρίας του. Συνεπώς, εντοπίζουμε πολλά σημεία σύνδεσης μεταξύ των δύο μυθιστορηματικών μορφών: τα «αγνά κίνητρα» πίσω από την εγκληματική πράξη, την πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό, την επιλογή του κακού ως έκφραση της προσωπικής ελευθερίας, το παγκόσμιο κακό που υπερβαίνει το άτομο και αφορά την ανθρώπινη κοινωνία συνολικά, το βάρος της ενοχής, το σκοτάδι που κυριαρχεί στην ψυχή, τον θάνατο και τη φρίκη της αφαίρεσης μιας ανθρώπινης ζωής. Αυτοί οι θεματικοί άξονες διατρέχουν και τα δύο έργα, εγείροντας μέχρι σήμερα γόνιμο προβληματισμό σχετικά με τον άνθρωπο και ειδικά τον «εγκληματία άνθρωπο».[6]
Συμπερασματικά, η «Φόνισσα» μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια «ιδεοληπτική serial killer», καθώς, όπως παρατηρείται και σε αντίστοιχες πραγματικές υποθέσεις γυναικών εγκληματιών, λειτουργεί υπό το βάρος μιας εμμονικής ιδέας που στρέφεται εναντίον συγκεκριμένης ομάδας πληθυσμού. Στην περίπτωση της αυτή η ομάδα είναι τα φτωχά θηλυκά, στα οποία η ίδια ανήκει και τα οποία στοχεύει να αφανίσει προκειμένου να τα προστατεύσει από τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες που η ίδια βίωσε σε όλη της τη ζωή. Επιπλέον, μέσω της θανάτωσης των θυμάτων της, επιχειρεί να απαλλάξει και τις οικογένειές τους από το «βάρος» της ύπαρξής τους. Η σύνθετη αυτή ψυχική διαδρομή που ακολουθεί η «Φόνισσα» αποδεικνύει πως τα εγκλήματά της δεν είναι τυχαία ή «τυφλά», αλλά προϊόν μιας βαθιά ριζωμένης ιδεοληψίας, η οποία επηρέασε καθοριστικά τη διαμόρφωση του ψυχο-εγκληματικού της προφίλ και οδήγησε στην εκτέλεση του εγκληματικού της σχεδίου.
Η περίπτωση της «Φόνισσας» εγείρει σοβαρούς προβληματισμούς σχετικά με το πώς η κοινωνία αντιμετωπίζει τις ευάλωτες ομάδες και τις βαθιές ανισότητες που επηρεάζουν την ψυχική υγεία και τη συμπεριφορά των ατόμων. Αναδεικνύεται η ανάγκη για μια πιο ολιστική προσέγγιση στην κατανόηση των εγκλημάτων που έχουν ως κίνητρο ιδεοληψίες, καθώς και για την πρόληψη που θα εστιάζει όχι μόνο στα ατομικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά, αλλά και στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που τα διαμορφώνουν. Επιπλέον, η σύνδεση της «Φόνισσας» με τον Ρασκόλνικωφ μας φέρνει αντιμέτωπους με το διαχρονικό δίλημμα της ηθικής ευθύνης και της κοινωνικής δικαιοσύνης, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τα όρια ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό καλό, καθώς και τη διαχείριση της ενοχής και της τιμωρίας. Τέτοιες ιστορίες μας υπενθυμίζουν πόσο περίπλοκη και πολυδιάστατη είναι η φύση του εγκλήματος και πόσο σημαντικό είναι να προσεγγίζεται με κριτικό βλέμμα και σίγουρα όχι μέσα από απλοϊκές και επιφανειακές ερμηνείες.
Ασφαλώς, όπως επισημάνθηκε, η ατομική ευθύνη για την εγκληματική πράξη τις «Φόνισσας» είναι αδιαμφισβήτητη, δεδομένου ότι τελικά εκείνη αποφάσισε να διαπράξει τα εγκλήματα και φέρει το βάρος των πράξεών τις. Ωστόσο, αυτή η ευθύνη δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένη από το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η ψυχοσύνθεσή τις και οι ιδεοληψίες τις. Οι κοινωνικές συνθήκες, οι οικονομικές δυσκολίες, τα στερεότυπα και η ανισότητα σε βάρος των φτωχών γυναικών λειτουργούν ως επιβαρυντικοί παράγοντες που όχι μόνο διευκολύνουν την ανάπτυξη τέτοιων ακραίων συμπεριφορών, αλλά και αποκαλύπτουν τις συλλογικές ευθύνες τις κοινωνίας. Η ατομική πράξη εγκληματικότητας, συνεπώς, αποτελεί το τελικό στάδιο μιας πολύπλοκης διαδικασίας όπου η προσωπική επιλογή και το κοινωνικό περιβάλλον αλληλοσυνδέονται με τρόπο καθοριστικό. Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για κοινωνική ευαισθητοποίηση και πολιτικές που θα αντιμετωπίζουν τις ρίζες των κοινωνικών προβλημάτων, δίνοντας ταυτόχρονα έμφαση στην ηθική και νομική υπευθυνότητα του ατόμου.
Τέλος, ένα σημαντικό ζήτημα που ανέκυψε στο βιβλίο κατά την ανάλυση πραγματικών υποθέσεων γυναικείας εγκληματικότητας, όπου διαπιστώθηκαν σαφείς συσχετισμοί με την περίπτωση της «Φόνισσας», αφορά την προστασία της ανηλικότητας. Συχνά οι δράστιδες ήταν γυναίκες που είχαν αναλάβει την επίβλεψη και φροντίδα ανήλικων παιδιών, ωστόσο, υπό την επίδραση πολύπλοκων παραγόντων, όπως ζητημάτων ψυχικής υγείας, οξύτατων κοινωνικών προβλημάτων, ψυχολογικής καταπόνησης, κοινωνικής απομόνωσης κ.ά. υπερέβησαν τα όρια της φροντίδας και κατέληξαν να βλάψουν εκείνους που είχαν υποχρέωση να προστατεύουν. Η παρατήρηση αυτή υπογραμμίζει την ανάγκη για μεγάλη προσοχή και τη συντονισμένη ενεργοποίηση όλων των εμπλεκομένων φορέων και επαγγελματιών, ιδίως σε περιβάλλοντα όπως νοσοκομεία, δομές και ιδρύματα, αλλά και κατασκηνώσεις, σχολεία, όπου η προστασία και η φροντίδα των παιδιών πρέπει να διασφαλίζεται με τον αυστηρότερο τρόπο. Η διαρκής επαγρύπνηση και η συστηματική υποστήριξη τόσο των ανηλίκων όσο και των φροντιστών αποτελούν κρίσιμες προϋποθέσεις για την αποτροπή παρόμοιων εγκληματικών περιστατικών.
Θα ήθελα να ολοκληρώσω το παρόν άρθρο με μια κεντρική διαπίστωση που αναδεικνύεται μέσα από τη μελέτη της «Φόνισσας» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, την οποία αναπτύσσω διεξοδικά στο βιβλίο μου. Η «Φόνισσα», πέρα από τη λογοτεχνική της αξία, συνιστά ένα πολυσήμαντο κείμενο που δύναται να αξιοποιηθεί ως αντικείμενο κριτικής ανάγνωσης, τόσο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στο πλαίσιο των ανθρωπιστικών μαθημάτων του Λυκείου, όσο και στην τριτοβάθμια, σε πανεπιστημιακά προγράμματα που εστιάζουν στη λογοτεχνία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία ή τις κοινωνικές επιστήμες. Η μελέτη του έργου προσφέρει γόνιμο έδαφος για την κατανόηση σύνθετων ζητημάτων, όπως η φύση της εγκληματικής συμπεριφοράς, η κοινωνική ευθύνη και οι ποικίλες εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχικής κατάστασης. Μέσα από την παρούσα έκδοση επιδιώκεται να ενισχυθεί αυτός ακριβώς ο διεπιστημονικός διάλογος για καίριας σημασίας ζητήματα, όπως η εγκληματικότητα με δράστιδες γυναίκες και η προστασία της ανηλικότητας και παράλληλα να αναδειχθεί η διαχρονική δυναμική της λογοτεχνίας ως εργαλείου κοινωνικής ανάλυσης και ερμηνείας της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Θα κλείσω με ένα μεγάλο «ευχαριστώ», από καρδιάς, στο κοινό που με τιμά όλα αυτά τα χρόνια με το αναγνωστικό του ενδιαφέρον και την εμπιστοσύνη του και αποτελεί τη δύναμή μου για τη συγγραφική συνέχεια.
[1] Καρδαρά, Α. (2025). Εγκλήματα κατά της Ζωής & η Εγκληματική Δράση της Serial Killer «Φόνισσας» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Αθήνα: Παπαζήσης, σσ. 69-75.
[2] Μπαμπινιώτης, Γ. (2018). Μικρό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. 4η έκδοση. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας, σ. 481.
[3] Για το θέμα, βλ. και Έμμονες ιδέες – Ιδεοληψίες Κεφάλαιο από το βιβλίο Μιλήστε με έναν ειδικό, των Γ. Ευσταθίου, Φ. Λέκκα, Χ. Βαρ βέρη, & Ε. Κονσουλίδου διαδικτυακά προσβάσιμο στο Ινστιτούτο Έρευνας και Θεραπείας της Συμπεριφοράς (ΙΕΘΣ) (ibrt.gr). URL; Έμμονες ιδέες – Ιδεοληψίες – Ινστιτούτο Έρευνας και Θεραπείας της Συμπεριφοράς (ΙΕΘΣ) (ibrt.gr) Η διαδικτυακή πηγή ανακτήθηκε στις 22-7-2024.
[4] Καρδαρά, Α. (2017). Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον Αστυνομικό και Δικαστικό Συντάκτη. Αθήνα: Παπαζήσης, σσ. 215-217.
[5] Ζουμπουλάκης Σ. (2002). «Μια ηθική ανάγνωση της Φόνισσας» στο: Πρακτικά Β Διεθνούς Συνεδρίου για Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Αθήνα: Δόμος, σ.163.
[6] Πολύ ενδιαφέρουσα η ανάλυση για τον εγκληματία στο έργο του Ντοστογιέφσκι, στο Πανούσης, Γ. (2012). Ο Εγκληματίας στο έργο του Ντοστογιέφσκι: Υπο-χθόνιος ή υπερ-άν θρωπος;, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.