Ανεξάρτητα από την ποσότητα και την ποιότητα ειλικρίνειας που αντέχουμε, ορισμένες διαπιστώσεις, αν και πηγάζουν απ’ τον ατομικό υποκειμενισμό, διεκδικούν δάφνες αντικειμενικότητας. Επί παραδείγματι, ο κόσμος, στον οποίο φιλοξενούμαστε με δεδομένη την προσωρινότητα του περάσματός μας, τείνει να εκτοπίζει την πραγματική υπόσταση των αξιών της ανθρωπιάς, της βιωσιμότητας του συλλογικού υπάρχειν, της αλληλεγγύης. Η αρνητική πορεία των πραγμάτων εκτυλίσσεται ως προαναγγελθείσα προφητεία εις το διηνεκές μέσω των σκέψεων και των πράξεών μας, γεγονός αντιληπτό απ’ τον τρόπο στάσης των ίδιων των ανθρώπων απέναντι στα προβλήματα, τα παγκόσμια αλλά και τα επί μέρους τοπικά.
Τα «θαύματα» της ανθρωπότητας, που συμβολικά και σκοπίμως καταπραΰνουν τις συνειδήσεις των κοινωνιών, όπως αυτά εκδηλώνονται σε οποιαδήποτε συνθήκη χαρακτηρίζεται «πρόοδος», έχουν καταντήσει οπιούχα πυροτεχνήματα για τη συντήρηση του αφηγήματος της «ανάπτυξης». Η «πρόοδος» και η «ανάπτυξη» για το συμφέρον του 1% της ανθρωπότητας δεν σχετίζονται με την ουσιαστική πρόοδο και ανάπτυξη. Οι ίδιες οι λέξεις εξωτερικεύουν την κακοποίηση σε βάρος της αληθινής πραγματικότητας, καθώς έχουν χάσει το νόημά τους. Η δημοκρατία, το θύμα, αφέθηκε στο νεοφιλελευθερισμό, τον θύτη, ώσπου εγκαταλείφθηκε τελικά λιπόθυμη, χωρίς τις αισθήσεις της. Σήμερα, το κατακρεουργημένο και ανήμπορο θύμα καλείται ν’ αντιμετωπίσει πολλαπλές και αλλεπάλληλες κρίσεις, τις οποίες προξένησε ο θύτης. Το παρανοϊκό είναι πως το θύμα, για ν’ ανταποκριθεί στο κοινωνικό κάλεσμα λειτουργικής αφύπνισης και εύρεσης των αισθήσεών του, έχει εμπιστευθεί τον θύτη! Οι δημοκρατίες που ποδοπατήθηκαν απ’ το νεοφιλελευθερισμό εξακολουθούν να εμπιστεύονται ή να εγκρίνουν τις πολιτικές του για την αλλαγή πορείας του κόσμου.
Εστιάζοντας στην εγχώρια πραγματικότητα, θεμελιώδες σύμπτωμα της κακοποίησης και τελικά της λιποθυμίας της δημοκρατίας αποτελεί ο εντοπισμός της αλλοτρίωσης σε κάθε πτυχή του κράτους και σχεδόν μαζικά στους κόλπους της ίδιας της κοινωνίας, στις συναλλακτικές και στις διαπροσωπικές σχέσεις, στα εργασιακά περιβάλλοντα, στον τρόπο κατανόησης ή ερμηνείας της πραγματικότητας απ’ τους ανθρώπους. Την ιστορική περίοδο, κατά την οποία αρκετά κράτη αρχίζουν ν’ ασχολούνται στοιχειωδώς με την κλιματική κρίση, τα οικολογικά εγκλήματα της ανθρωπότητας, την τεχνητή νοημοσύνη, στο Ελλαδαντές η δημοκρατία πρέπει ν’ αρχίσει να επουλώνει τις πληγές των μαζικών κοινωνικών καταστροφών, όπως αυτές υφίστανται και επιδεινώνονται υπό τη μορφή διαρκούς και γενικευμένης επισφάλειας ως προς την υγεία, την παιδεία, την εργασία, το εισόδημα, τον πολιτισμό, το παρόν και το μέλλον των πολιτών. Στο σημείο αυτό, ο νεοφιλελευθερισμός, ο ανεγκέφαλος θύτης, κάνει λόγο για «άκρατο λαϊκισμό» τέτοιων τοποθετήσεων κι η ζωή συνεχίζεται.
Οι εχθροί του πολίτη είναι αμέτρητοι και ελάχιστοι εξ αυτών φανεροί. Ένας ολοκληρωτικός μηχανισμός χυδαίας προπαγάνδας και εξευτελιστικής χειραγώγησης έχει στηθεί, προκειμένου η δυστοπική βιοτική πραγματικότητα των πολιτών να ωραιοποιείται και να παρουσιάζεται ως αναγκαστική κανονικότητα, μη επιδεχόμενη αλλαγή, ανατροπή, κατάργηση. Αυτός ο μηχανισμός βάλλει κατά της ελεύθερης σκέψης και δράσης των ανθρώπων και κατά του συλλογικού συμφέροντος. Διαχρονικά, ο νεοφιλελευθερισμός πολεμάει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την αυτονομία της κοινωνίας και των ατόμων, ενώ ομνύει στ’ αντίθετα για τη συστημική του υπόσταση.
Μπορούν ν’ αντιληφθούν οι πολίτες την κατάσταση, στην οποία έχουν περιέλθει; Η ελευθερία αξιοποίησης αυτής της δυνατότητας έχει καταργηθεί πρακτικά. Οι πυλώνες που δυνητικά εξασφαλίζουν τη δυνατότητα των πολιτών ν’ αντιλαμβάνονται τα τεκταινόμενα στο πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό γίγνεσθαι δεν έχουν υποχωρήσει απλώς, αλλά συντελείται η επιταχυνόμενη τελειωτική τους κατεδάφιση. Δύο εκ των πυλώνων αυτών στη δημοκρατία του Ελλαδαντές είναι η Δικαστική Εξουσία και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Αμφότεροι οι εν λόγω πυλώνες ανέκαθεν ήταν επιεικώς προβληματικοί, αλλά παραμένουν ουσιαστικά είτε δυσλειτουργικοί είτε συνένοχοι του μηχανισμού εμπέδωσης της ανελευθερίας αντίληψης της ζώσας κατάστασης απ’ τους πολίτες. Τα μέσα ενημέρωσης καθημερινά αποσιωπούν την αλήθεια και εγκληματούν κατά της πραγματικότητας, η δε δικαστική εξουσία απονέμει ασφαλή και βολική για τον εν λόγω μηχανισμό δικαιοσύνη.
Το κυρίαρχο σύστημα μάχεται μεθοδικά και αδιαλείπτως, για να σκοτώνει τη σκέψη των ανθρώπων. Χρειάζεται λαό απροστάτευτο, πολωμένο, μπερδεμένο μεταξύ ψευδοδιλημμάτων, δεν επιθυμεί την ύπαρξη πολιτών, θέλει ανθρώπους χωρίς δυνατότητα έλλογης κρίσης, χωρίς ηθικά ή δημοκρατικά ανακλαστικά, χωρίς αισθητήριο αντίδρασης στα κακώς κείμενα, εξαρτημένους απ’ το κυνήγι του ατομικού οφέλους, επιδιώκει την πολτοποίηση της κοινωνικής δράσης, την εξαφάνιση της μαζικής συμμετοχής σε όποια δημοκρατική διαδικασία έχει απομείνει, εθίζει τους ανθρώπους στην υστερική κατανάλωση εύπεπτων αφηγημάτων, για να ελέγχεται οποιαδήποτε προσπάθεια διαμαρτυρίας. Αρκετοί πολίτες του Ελλαδαντές είναι ικανοί, ακόμα και σήμερα, να εμπιστεύονται τα πολιτικά κόμματα. Παραμένουν ικανοί να φανατίζονται για το κόμμα που υποστηρίζουν και να εχθρεύονται τους αντιφρονούντες. Η επαρκέστερη ένδειξη ενός ακαλλιέργητου πολίτη είναι ο εγκλωβισμός της σκέψης και της απόφασής του μεταξύ των κυρίαρχων κομμάτων, ιδίως των παρουσιαζόμενων ως δήθεν μοναδικών επιλογών για την επίτευξη κυβερνητικής σταθερότητας.
Το Ελλαδαντές, στη συγκεκριμένη καμπή της Ιστορίας, διαθέτει κυβέρνηση, η οποία είναι ανάλογου, με τις προηγούμενες μεταπολιτευτικά κυβερνήσεις, πολιτικού μεγέθους ως προς την ανικανότητα διαχείρισης των εγγενών προβλημάτων του κράτους και της κοινωνίας. Η ειδοποιός διαφορά της σημερινής κυβέρνησης είναι ότι απροκάλυπτα απεκδύεται του δημοκρατικού μανδύα, ο οποίος, τύποις και μόνο, κάλυπτε την όμοια γύμνια των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Πρόκειται για την κυβέρνηση δεκάδων σκανδάλων κατά του Δημοσίου, σκανδάλων κατά συγκεκριμένων ιδιωτών από στελέχη της ή προσκείμενους σε αυτήν, για τα οποία υπάρχουν νόμιμες επαρκείς ενδείξεις ή και αποδείξεις, αλλά κλιμακωτά αποσιωπούνται εντελώς, ακολουθεί άρνηση ευθύνης, αραδιάζεται το ψέμα της έλλειψης γνώσης, απενοχοποιείται ο πρωθυπουργός μέσω εξιλαστήριων θυμάτων, κατασκευάζεται αντίστοιχο δήθεν σκάνδαλο προηγούμενων κυβερνήσεων επί σκοπώ πολιτικού «συμψηφισμού», θάβονται τα ενοχοποιητικά στοιχεία και το σκάνδαλο, τελικά ουδέποτε λογοδοτεί κάποιος, διαφορετικά η ευθύνη καταλήγει «αδιευκρίνιστη», παραγεγραμμένη ή τεχνηέντως θολώνει τόσο, ώστε να παρουσιαστεί ως προϊόν σκευωρίας. Από τις παράνομες υποκλοπές μέχρι τα αποκαλυπτόμενα αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου από στελέχη της σημερινής κυβέρνησης ή από σχετιζόμενους με τον κομματικό της μηχανισμό, από την «εξαγορά» σχεδόν του συνόλου των μέσων ενημέρωσης διά της διανομής εκατομμυρίων μέχρι την αποκαλυπτόμενη εμπλοκή μαφίας σε κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, από την κατάργηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας μέχρι την αδικαιολόγητη υποβάθμιση επαγγελματικών κλάδων που απειλούν την ευόδωση των αφηγημάτων της στην κοινωνία, από την αδιαφορία για τις επιπτώσεις της ενεργειακής και πληθωριστικής πίεσης στα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα μέχρι την εξωτερική πολιτική, ιδίως έναντι της Τουρκίας, η σημερινή κυβέρνηση επ’ ουδενί λογοδοτεί για οτιδήποτε σε οποιονδήποτε, εμπορεύεται χονδροειδή ψεύδη, αναμασά πολιτικές απ’ τα σκοτεινά χρονοντούλαπα της μακάβριας ιστορίας της χώρας, προχωρεί ακάθεκτη αντιστρέφοντας την πραγματικότητα, διασύροντας κάθε κοινωνική ομάδα και κάθε μεμονωμένο άτομο που αντιστέκονται ή αποκαλύπτουν τα εγκλήματά της, επιβάλλοντας τη στρεβλή νομιμοφάνεια και τη διεστραμμένη επίφαση κανονικότητας, που καλύπτουν τη συνολική της λειτουργία.
Ο μηχανισμός της σημερινής κυβέρνησης έχει υλοποιήσει και το βασικό ζητούμενο του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού, όπως εκπορεύτηκε από τις εφαρμοσμένες πολιτικές της ευρωπαϊκής ένωσης και του διεθνούς νομισματικού ταμείου κατά τα χρόνια των μνημονίων, δηλαδή την εξαφάνιση απ’ το πολιτικό σύστημα της αντιπολίτευσης. Μέχρι και την πρόσφατη ιστορία, έσχατο καταφύγιο του θύματος, της δημοκρατίας, ήταν η ύπαρξη αντιπολίτευσης έναντι του θύτη, του νεοφιλελευθερισμού. Στο Ελλαδαντές, το βασικό αυτό χαρακτηριστικό της δημοκρατίας τείνει στην οριστική εξάλειψή του. Ασφαλώς, υφίστανται και εσωτερικές ευθύνες στους φορείς που ενσάρκωσαν κατά το παρελθόν το ρόλο της αντιπολίτευσης. Η αντιπολίτευση στο Ελλαδαντές, νοούμενη ως σοβαρή εναλλακτική επιλογή διακυβέρνησης, είναι ισχυρή σε επίπεδο αρχών και ιδεών, αλλά πτωχή στην πρακτική εφαρμογή της. Ποιο κόμμα, απ’ αυτά της σημερινής αντιπολίτευσης, έχει καταφέρει να παρουσιάσει πρόγραμμα σοβαρό, αξιόπιστο, με άμεσες πρακτικές αλλαγές και μεσοπρόθεσμο ή και μακροπρόθεσμο δημοκρατικό όραμα, το οποίο να μπορεί να άρει τις συνέπειες της υπαγορευόμενης απ’ τις αγορές ανταγωνιστικότητας και της μοναδικής αποδεκτής συνταγής, της λιτότητας;
Εντός αυτού του πλαισίου βιοτικής πραγματικότητας, η παρατηρούμενη οργή, η απελπισία, η υπαρξιακή ματαίωση, η σιχασιά για όσα περιλαμβάνει η καθημερινότητα των ανθρώπων, όλα ταύτα καθιστούν επιεικώς ανυπόφορο να φιλοξενείσαι σ’ αυτό το μέρος του κόσμου, το Ελλαδαντές, αποδεχόμενος τ’ αφηγήματα ενός συστήματος κι ενός μηχανισμού, που υποτιμούν εξόφθαλμα τη νοημοσύνη σου, υπονομεύουν την επίτευξη, έστω μερικής, ευημερίας και κηδεύουν τον άθλο της διεκδίκησης ενός βιώσιμου συλλογικού και ατομικού μέλλοντος. Υπάρχει, σήμερα, πολίτης που πιστεύει ότι η κοινωνία, ο λαός κατά τη συνταγματική του υπόσταση, μπορεί να παρέμβει και να επηρεάσει την εξέλιξη της πορείας των πραγμάτων; Η πρόσφατη ιστορία φέρει ακόμα νωπό το γεγονός της «τύχης» του τελευταίου δημοψηφίσματος. Ζούμε στη χώρα, στην οποία πολιτικά κόμματα, ηγέτες, επικεφαλής στην τοπική αυτοδιοίκηση, επικεφαλής της Δικαστικής Εξουσίας και λοιποί υπεύθυνοι σε κρίσιμες θέσεις ή θώκους επηρεάζουν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, ενώ συχνά βρίσκονται στις θέσεις τους εκλεγόμενοι ή διοριζόμενοι ή τοποθετούμενοι από μειοψηφίες. Τούτο δε, επειδή δεν είναι λογικά ορθό να εκλέγεται ο δήμαρχος μιας πόλης εκατομμυρίων ανθρώπων μόλις από μερικές χιλιάδες ψηφοφόρους ή από το συνολικό πληθυσμό της χώρας να ψηφίζει μόνο το 20% ένα κυβερνών κόμμα ή το εκάστοτε υπουργικό συμβούλιο ν’ αποφασίζει για τους επικεφαλής της δικαστικής εξουσίας, παρ’ όλα δε ταύτα να βαυκαλιζόμαστε ότι η δημοκρατία λειτουργεί σωστά.
Ο συστημικός μηχανισμός που επικρατεί στη χώρα διαχρονικά, για να συμβαίνουν όλα αυτά, υποκρύπτεται σε πολλές διαμορφωθείσες καταστάσεις, ιδίως στην υποβάθμιση της παιδείας ως κοινωνικού αγαθού, στην παγίωση του θεσμικού κατήφορου και στη μαζική αποβλάκωση των ανθρώπων μέσω της «φθηνής» τηλεόρασης. Πώς να βρει νόημα ο πολίτης του Ελλαδαντές στις επερχόμενες ή σε μελλοντικές εκλογές; Ποιο το νόημα της ψήφου, όταν γνωρίζει την αδυναμία επίδρασης οποιουδήποτε αποτελέσματος στην πορεία των πραγμάτων; Η διαχείριση της πανδημίας επέφερε την καλλιέργεια περαιτέρω ανοχής αφ’ ενός στη βαθύτερη υποχώρηση του κράτους δικαίου και αφ’ ετέρου στην αποδοχή πολιτικών, οι οποίες απειλούν τα όρια συνταγματικών δικαιωμάτων. Το σύστημα φαίνεται ότι έγινε ικανό να βρίσκει τρόπους, ανεξαρτήτως συνθηκών, ώστε η τυπική ύπαρξη δημοκρατίας να είναι αρκετή για τη σημερινή κοινωνία, ακόμη κι αν λειτουργικά αγνοείται σε θεμελιώδεις αρμούς των εν γένει παραχωρούμενων απ’ το λαό δημοκρατικών εξουσιών.
Τοιουτοτρόπως, ζούμε σε κοινωνία, στην οποία εντοπίζονται μεν η δυσαρέσκεια, η κατακραυγή, η εναντίωση, η εν μέρει αντίληψη των κακώς κειμένων, αλλά ταυτόχρονα δεν εντοπίζονται οι μαζικές αντιστάσεις παρελθόντων ετών ή οι συνήθεις συλλογικές κινήσεις διαμαρτυρίας. Ο διεφθαρμένος συστημικός μηχανισμός έχει παρεισφρήσει σε αμέτρητες πτυχές του συλλογικού βίου κι έχει μολύνει γενικά παραδεδεγμένους κανόνες δημοκρατίας, εκλογικεύοντας, ωραιοποιώντας, αθωώνοντας τα εγκλήματα του νεοφιλελευθερισμού. Επομένως, στο διαπιστούμενο προβληματισμό σχετικά με τις αιτίες ανυπαρξίας κοινωνικής αντίδρασης, ει μη μόνον μικρών και παροδικών εστιών αντίστασης, ενώ λαμβάνουν χώρα τρομακτικά γεγονότα σε βάρος της δημοκρατίας, ορισμένες απαντήσεις δύναται ν’ αναζητηθούν στην ίδια τη λειτουργική υπόσταση του νεοφιλελευθερισμού. Περισσότερες απαντήσεις δύναται ν’ αναζητηθούν στην ιστορία της χώρας, στις σημερινές παγκόσμιες συγκυρίες και σε σχετική επιστημονική βιβλιογραφία.
Παρά τα ανωτέρω αναφερόμενα και παρ’ ότι πρόκειται για υποκειμενική εκτίμηση, οι εκλογές έχουν πάντα νόημα. Κάθε πολίτης με δικαίωμα του εκλέγειν στο Ελλαδαντές γνωρίζει ότι σε κάθε εκλογική αναμέτρηση θα εκχωρήσει τη σκέψη του σε παρακρατικά κέντρα ιδιωτικών συμφερόντων, σε υποψήφιους πολιτικούς συνήθως ματαιόδοξους τυχοδιώκτες, σε ανθρώπους που νομικά δεν κινδυνεύουν να υποστούν το παραμικρό ακόμη κι αν ζημιώσουν το Δημόσιο διαπράττοντας τερατώδη εγκλήματα. Η αποτίναξη του ζυγού της αρνητικής πορείας των πραγμάτων πρέπει να εκληφθεί απ’ την κοινωνία ως διαρκές ζητούμενο και πάγιο κοινωνικό αίτημα.
Η στρέβλωση, ο κατήφορος, οι εκτροπές δεν μπορεί να παρουσιάζονται ως στοιχεία κανονικότητας. Όσο οι πολίτες, η κοινωνία, ο λαός δεν ανακαλύπτουν τον προσήκοντα και γόνιμο τρόπο μετουσίωσης της οργής σε κάποια μαζική ωφέλιμη πράξη, πρέπει ν’ αξιοποιηθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό το δικαίωμα του εκλέγειν. Με άλλα λόγια, απλουστευτικά και λαϊκιστί, «πρέπει να πάμε να ψηφίσουμε». Φιλοξενούμαστε σ’ ένα μέρος του κόσμου, στο Ελλαδαντές, στο οποίο φαίνεται να έχει απομείνει μόνο η εκλογική διαδικασία για τη διεκδίκηση της πιθανότητας επίδρασης στην εξέλιξη των πραγμάτων.
Η αντιπροσώπευση πάσχει σοβαρά. Είναι αδήριτη ανάγκη να κινητοποιηθούν οι νέοι άνθρωποι, τα πολύ νέα παιδιά που έχουν το σχετικό δικαίωμα, ώστε να προσέλθουν στις επόμενες κάλπες. Διάφορες πηγές συμφερόντων διαχρονικά επιχειρούν να καλλιεργήσουν φοβικούς συνειρμούς σχετικά με την εκάστοτε νεολαία: «είμαστε σίγουροι ότι θέλουμε να τρέξουν μαζικά να ψηφίσουν οι σημερινοί δεκαοχτάχρονοι…;». Η Ιστορία κατά καιρούς έχει απαντήσει σε πολλά βλακώδη και σκοτεινά ερωτήματα, κυρίως δε έχει απαντήσει στο εξής: «ψηφίζουν καλύτερα οι μεσήλικες ή οι ηλικιωμένοι … ;».
Ο τρόπος μαζικής κοινωνικής αντίστασης θα γεννηθεί, προσαρμοσμένος στα αιτήματα και στις ανάγκες του 21ουαιώνα. Μέχρι τότε, αντίσταση είναι οτιδήποτε άλλο στέλνει το μήνυμα «θέλουμε διαφορετικό τρόπο ζωής». Προϋπόθεση είναι η επιθυμία για νέα πρόταση ζωής να τσακίζει το φασισμό και το νεοναζισμό, διαφορετικά ούτε νέα ούτε πρόταση και κυρίως ούτε ζωή αξιώνονται. Η ποιοτική σημασία της ύπαρξης κάθε ανθρώπου σε μια δημοκρατία καθορίζεται μεν απ’ το τι ψηφίζει αλλά και απ’ το αν ψηφίζει.
Γράφει ο Γεώργιος-Φοίβος Ξενάκης, Δικηγόρος