Οι άνθρωποι δεν μετακινούνται εύκολα από τις παγιωμένες πεποιθήσεις τους. Έχουν πορευτεί με αυτές ως βάσεις κατανόησης του κόσμου για πολύ καιρό. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας είναι ο τρόπος που επιλέγουν οι άνθρωποι να επιλύουν τις διαφορές τους. Στην ελληνική έννομη τάξη δεν προβλέπεται ένας τρόπος να επιλύονται οι διαφορές των πολιτών. Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι άνθρωποι, βάσει της εμπειρικής πραγματικότητας της συναλλακτικής αγοράς, επιλέγουν συνήθως τον έναν από τους αρκετούς διαθέσιμους τρόπους επίλυσης των διαφορών τους. Η αντιδικία δεν υφίσταται εγγενώς στο «ελληνικό DNA», αλλά καλλιεργείται ως νοοτροπία διαβίωσης, ως στάση ζωής. Κι όμως, οι σχετικές έρευνες δείχνουν ότι στην ανθρώπινη φύση ενυπάρχουν η διαπραγμάτευση, η ορθή επικοινωνία, η συμφιλίωση.
Η αντιδικία είναι το βασικό εκπαιδευτικό αντικείμενο της πλειοψηφίας των νομικών επιστημόνων στη χώρα. Με απλά λόγια, οι σημερινοί δικηγόροι, δικαστές, εισαγγελείς, καθηγητές του δικαίου κ.ο.κ. έχουν προγραμματιστεί να ασχολούνται μόνο με την αντιδικία στον επαγγελματικό τους βίο και κατ’ επέκταση στον προσωπικό. Οποιοσδήποτε άλλος τρόπος επίλυσης συγκρούσεων κατά κανόνα δεν τους είναι οικείος, απαιτεί να ξεβολευτούν από την έτοιμη γνώση και τις συσσωρευμένες εμπειρίες τους, απαιτεί να καλλιεργήσουν με επένδυση χρόνου και κόπου νέες δεξιότητες και καινούριες προσλαμβάνουσες δομές αντίληψης του επαγγέλματός τους. Για να μη γνωρίζουν και να μην εφαρμόζουν μόνο την αντιδικία, χρειάζεται γενναία αλλαγή στην πνευματική τους συγκρότηση και ανοιχτή διάθεση στον εμπλουτισμό της εργασιακής τους φαρέτρας και με άλλα ωφέλιμα εργαλεία, επί σκοπώ χρήσης κάθε φορά του καταλληλότερου και πιο ταιριαστού στην εκάστοτε διαφορά. Αν οι απασχολούμενοι στα νομικά επαγγέλματα κάνουν αισθητά βήματα σ’ αυτή την κατεύθυνση, οι πολίτες σταδιακά θ’ ακολουθήσουν.
Ποιες είναι οι βασικές επιλογές που έχει ένας άνθρωπος στην ελληνική έννομη τάξη για να επιλύσει τις διαφορές του; Η γνωστή τοις πάσι αντιδικία νοείται συνήθως στο πλαίσιο της επιλογής της ενδοδικαστικής διαδικασίας, κατά την οποία δημοσίως οι αντίδικοι ασκούν τα νόμιμα δικαιώματά τους, αιτούμενοι από το δικαστήριο έννομη προστασία με βάση τους νόμους και τους κανόνες που ισχύουν ως προς τη διαφορά τους. Ο εξώδικος ή και ο δικαστικός συμβιβασμός, ανεξάρτητα από τις τυπικές διαφορές τους, ουσιαστικά προϋποθέτουν ότι οι εμπλεκόμενοι στη διαφορά εκουσίως καταφέρνουν να βρουν μία ή περισσότερες κοινά αποδεκτές λύσεις μέσω των άτυπων διαπραγματεύσεών τους. Η διαιτησία, ως ιδιωτική διαδικασία επίλυσης διαφορών, έχει μεν εκούσιο χαρακτήρα, αλλά οι εμπλεκόμενοι αιτούνται την έκδοση δεσμευτικής απόφασης για τη διαφορά τους από το διαιτητή ή τους διαιτητές. Η δικαστική μεσολάβηση είναι επίσης εκούσια διαδικασία, κατά την οποία ο δικαστικός μεσολαβητής, που είναι δικαστικός λειτουργός, μπορεί να προτείνει τρόπους επίλυσης της διαφοράς στα μέρη, διενεργώντας κοινές ή ξεχωριστές συνεδρίες μαζί τους και με τους δικηγόρους τους. Και φυσικά, η διαμεσολάβηση είναι εξωδικαστικός θεσμός επίλυσης των διαφορών με εκούσιο χαρακτήρα, κατά την οποία ο ειδικά εκπαιδευμένος και διαπιστευμένος διαμεσολαβητής, ως ουδέτερος και ανεξάρτητος και αμερόληπτος τρίτος αναλαμβάνει να βοηθήσει τα εμπλεκόμενα μέρη να επικοινωνήσουν ορθά και να διαπραγματευτούν, είτε με κοινές είτε με ιδιωτικές συνεδρίες του ιδίου με τα μέρη και τους νομικούς τους παραστάτες, υπό πλήρη εμπιστευτικότητα και με τη δυνατότητα υπογραφής συμφωνίας με έννομη εκτελεστότητα.
Με τί νέες σκέψεις οι απασχολούμενοι στον κλάδο του Δικαίου μπορούμε να καλλιεργήσουμε την ανάλογη νοοτροπία αλλά και με ποιες νέες σκέψεις μπορούμε να τροφοδοτήσουμε τους ανθρώπους με σκοπό την προσθήκη νέων οπτικών των συγκρούσεων, αντί της ενδοδικαστικής αντιδικίας και μόνο; Κατ’ αρχάς, οι διαφορές και οι συγκρούσεις είναι μέρος του βίου σχεδόν όλων των ανθρώπων, εκτός εκείνων οι οποίοι διαβιούν μακριά απ’ το κοινωνικό σύνολο. Άρα, ουδέν διαταρακτικό ή προβληματικό συντρέχει, όταν τυχαίνει να αποτελούμε μέρος μιας σύγκρουσης στην οικογένεια, στη δουλειά, στο σχολείο, στις κοινωνικές μας δραστηριότητες κ.ο.κ. Ταυτόχρονα, το δεδομένο αυτό συνεπάγεται πως όλοι ανεξαιρέτως χρειάζεται να διαχειριστούμε με κάποιον τρόπο τη συμμετοχή μας σε μία διαφορά.
Στο σημείο αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν την πρώτη έντονη πρόκληση, καθώς η αυτόματη σκέψη τους είναι κατά βάση αρνητική, δηλαδή αντικρίζουν τη σύγκρουση μόνο από την οπτική της διαμάχης, εστιάζοντας στο θυμό, στο φόβο, στους κινδύνους, στις απώλειες κεκτημένων που ενδεχομένως θα έχουν, στην τάση υπεράσπισης της θέσης τους, στις δυσκολίες που θα έρθουν μέχρι να κλείσει η διαφορά κ.ο.κ. Είναι η οπτική του «κόστους» συμμετοχής σε μια σύγκρουση. Ανάμεσα σε άλλες, δεν υφίσταται όμως κι η οπτική της «ευκαιρίας»; Σε πολλές διαφορές υπάρχει υπόστρωμα γνωστικού και εμπειρικού «θησαυρού». Υπάρχει και πρόοδος, έξοδος από δυσλειτουργικές καταστάσεις, νέες δίοδοι βελτίωσης της ζωής. Συχνά, οι διαμάχες ξεμπλοκάρουν τους ανθρώπους από αντιπαραγωγικά μοτίβα συμπεριφοράς και από φαύλους κύκλους ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων. Ανάλογα με την οπτική που προσεγγίζουμε τη συμμετοχή μας σε μια διαφορά, επηρεάζεται και ο τρόπος που επιλέγουμε να την επιλύσουμε. Εάν σε μια διαφορά βλέπουμε μόνο το αρνητικό της σκέλος, το οποίο παρορμητικά τις περισσότερες φορές προηγείται, ενδέχεται να μας κατακλύσουν τα πολυποίκιλα και διαφορετικής έντασης αρνητικά συναισθήματα και να αποφασίσουμε να λύσουμε τη διαφορά βάσει της εν λόγω οπτικής, επιλέγοντας έναν από τους διαθέσιμους τρόπους, ο οποίος να υπηρετεί αυτή την οπτική και μόνο. Διατηρώντας, εντούτοις, ανοιχτή διάθεση ως προς τη συμμετοχή μας σε μια σύγκρουση, μπορεί να καταστεί εφικτό να δούμε κατάματα την ευκαιρία που υποκρύπτεται στη διαφορά και να επιλέξουμε έναν τρόπο επίλυσής της, ο οποίος ανταποκρίνεται στην οπτική της βελτίωσης μιας κατάστασης, της εξέλιξής μας, της θετικής αλλαγής. Πολλές φορές δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα στη ζωή και η εν λόγω επιλογή είναι μια τέτοια περίπτωση – για παράδειγμα, η επιλογή της διαμεσολάβησης ως τρόπου επίλυσης μιας διαφοράς εξασφαλίζει ότι κανένα από τα εμπλεκόμενα μέρη δεν θα πάρει εκδίκηση από το άλλο ούτε θα υπάρξουν νικητές και ηττημένοι και συνεπώς, αν αυτό είναι ζητούμενο, χρειάζεται να στραφούμε σε άλλες δυνατότητες.
Επειδή η συμμετοχή μας σε διαφορές και συγκρούσεις δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, αλλά σχεδόν αυτονόητη συνθήκη ύπαρξης εντός της κοινωνίας, γίνεται αντιληπτό πόσο υπεύθυνη απόφαση χρειάζεται να λαμβάνουμε ως προς τον τρόπο επίλυσής τους, ανάλογα με το είδος και με το βαθμό έντασης της εμφάνισής τους. Φανταστείτε την ποιότητα ζωής ενός ανθρώπου, ο οποίος επιλέγει παγίως να επιλύει όλες τις διαφορές του υπό το πρίσμα της «προσωπικής δικαίωσης», ο οποίος αγωνίζεται ν’ αποδεικνύει ότι τα δικά του συμφέροντα πάντα υπερτερούν των συμφερόντων των άλλων και ότι οι δικές του πεποιθήσεις είναι μονίμως οι απόλυτα σωστές, τις οποίες πρέπει όλοι να τις ασπάζονται! Αν δεν είστε ένας τέτοιος άνθρωπος, αυτοστιγμεί συνειδητοποιείτε τις επιπτώσεις μιας τέτοιας στάσης ζωής.
Δεν χρειάζεται πάντα να υπάρχει κάποιο μέρος που κέρδισε και κάποιο άλλο που έχασε στην επίλυση μιας σύγκρουσης. Αυτή η θέση είναι και ειδοποιός διαφορά της διαμεσολάβησης, συγκριτικά με τις λοιπές επιλογές επίλυσης. Δεν μπορεί να ηττηθεί κάποιο μέρος της διαφοράς, επειδή το ίδιο διατηρεί το δικαίωμα ν’ απορρίψει οποιαδήποτε λύση δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά του. Αντιστρόφως, συμφωνία καταρτίζεται εφόσον όλα τα μέρη της διαφοράς έχουν εμπεριστατωμένα κατανοήσει και έχουν αποφασίσει ελεύθερα τις εφαρμοστέες λύσεις. Με τη διαμεσολάβηση πόρρω απέχουμε από τον εξαναγκασμό του άλλου να συμμορφωθεί με αυτά που διέταξε ένας τρίτος ή με αυτά που εξυπηρετούν μόνο το ένα μέρος. Η διαμεσολαβητική διαδικασία εστιάζει στο πώς τα μέρη θα συμπεριφερθούν το ένα στο άλλο με τέτοιο τρόπο, ώστε η τυχόν συμφωνία τους να είναι βιώσιμη και αποτέλεσμα πειθούς και αμοιβαίου οφέλους ή κόστους. Όλα τα βήματα της διαμεσολάβησης διέπονται από την αρχή της εμπιστευτικότητας, η οποία εξασφαλίζει στα μέρη ένα ασφαλές περιβάλλον μοιράσματος των πιο μύχιων σκέψεών τους και των πολλών εναλλακτικών προτάσεων που μπορούν να σκεφτούν για να λύσουν τη διαφορά τους γρήγορα, οικονομικά, από κοινού με το έτερο μέρος της διαφοράς, χωρίς να φοβούνται ότι οι παραδοχές ή οι παραχωρήσεις που ενδεχομένως κάνουν θα τους φέρουν σε δυσμενέστερη θέση. Είναι μια διαδικασία, κατά την οποία μπορούν οι συμμετέχοντες να επιλύσουν ακόμα και μια σφοδρή σύγκρουσή τους χωρίς να υποχρεούνται να βρίσκονται στο ίδιο δωμάτιο με το άλλο εμπλεκόμενο μέρος της διαφοράς, καθώς ο τρόπος διεξαγωγής της διαμεσολάβησης είναι ευέλικτος και ρυθμίζεται κατά βούληση των μερών και σε συνεργασία με το διαμεσολαβητή.
Ανάλογα με τις αρχές μας επιλέγουμε τα κριτήρια με βάση τα οποία θα ιεραρχήσουμε τι είναι πιο σημαντικό για εμάς ως προς τη συμμετοχή μας σε μια διαφορά, απόφαση που εν τέλει δείχνει αρκετά στοιχεία για τον χαρακτήρα μας και το τι άνθρωποι θέλουμε να είμαστε ή να γινόμαστε. Δεν ακούγεται ωραία, όταν το λένε ορισμένοι δικηγόροι στους εντολείς τους, αλλά ας σκεφτόμαστε πως η απόφασή μας, ως προς το πώς θα επιδιώξουμε να επιλύσουμε τη διαφορά μας, μαρτυρεί εν μέρει το αναπτυξιακό στάδιο, στο οποίο βρίσκεται η προσωπικότητά μας. Φυσικά, οι εν λόγω αναφορές αφορούν στις περιπτώσεις, στις οποίες ένα εμπλεκόμενο σε διαφορά μέρος έχει τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στους διαφορετικούς τρόπους επίλυσης, καθώς δεν προβλέπονται από το δίκαιο και το κανονιστικό πλαίσιο της έννομης τάξης όλες οι επιλογές για όλες τις διαφορές – υπάρχουν διαφορές που επιλύονται μόνο με δικαστικές διαδικασίες, όπως υπάρχουν συγκρούσεις που επιλύονται μόνο με αξιοποίηση της διαμεσολάβησης, επειδή μπορεί να μη ρυθμίζονται από συγκεκριμένους κανόνες δικαίου. Η διαμεσολάβηση προωθεί και προασπίζει, πολύ περισσότερο σε σύγκριση με τις λοιπές δυνατότητες, την αρχή της ελευθερίας, η οποία δεν είναι απλώς ένα συνταγματικό δικαίωμα. Τα εμπλεκόμενα σε διαφορά μέρη στη διαμεσολάβηση μπορούν να «θεσπίσουν», δηλαδή να συμφωνήσουν ή να φτιάξουν, κανόνα ρύθμισης μιας κατάστασης κομμένο και ραμμένο αποκλειστικά στις προσωπικές τους ανάγκες και στα προσωπικά τους μέτρα και σταθμά – δεν ενδιαφέρει ο νόμος ως βάση διαπραγμάτευσης, αρκεί ο ρυθμιστικός «κανόνας» των μερών να μην παραβιάζει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα ή να μην καταργεί βασικές έννομες υποχρεώσεις. Η ευθύνη είναι προσωπική στη διαμεσολάβηση, δεν διαχέεται στην τύχη, στο δικαστή «που θα πέσεις», στο δικηγόρο που θα έχεις, σε εξωτερικές συνθήκες ανωτέρας βίας κ.ο.κ.
Βασικό μέλημα κάθε ανθρώπου, όταν εμπλέκεται σε μια σύγκρουση, χρειάζεται να είναι ποια οπτική θα υπερισχύσει ως προς την αντίληψη και κατανόηση της διαφοράς. Κι αυτό, επειδή η συγκεκριμένη αρχή οδηγεί στο να συλλογιστεί κάποιος περισσότερες της μίας οπτικές της σύγκρουσης. Είναι το πρώτο βήμα για την καλλιέργεια κουλτούρας διαμεσολάβησης, ανεξάρτητα από το αν θα επιλέξει κάποιος αυτή τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς. Σε κάθε περίπτωση, το εμπλεκόμενο μέρος ενδυναμώνεται και έρχεται σε θέση, η οποία ευρίσκεται πλησιέστερα των πραγματικών του αναγκών και συμφερόντων, συγκριτικά με την τυφλή εμπιστοσύνη στο ένα και μόνο πράγμα, στην εύκολη και συχνά επιπόλαιη επιλογή της αντιδικίας. Η επιλογή τρόπου επίλυσης μιας διαφοράς μας είναι και ζήτημα δημοκρατικής κουλτούρας συμβίωσης με τους άλλους, επειδή δοκιμάζονται αρκετές αρχές της δημοκρατίας κατά τη λήψη της σχετικής απόφασης.
Κατά μία έννοια, όλα τα παραπάνω, όσο του επιτρέπεται και κυρίως όσο του επιτρέπουν τα μέρη μιας διαφοράς, είναι μέρος της δουλειάς και του ρόλου του διαμεσολαβητή. Με ειδικές τεχνικές ο διαμεσολαβητής βοηθάει να εξετάσετε τι ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στα συμφέροντά σας από τις διαθέσιμες λύσεις στα ζητήματα που έχετε να διαπραγματευτείτε για την επίλυση μιας σύγκρουσης. Σας βοηθάει να δείτε τα πράγματα κι από άλλες οπτικές. Μεταξύ άλλων, αυτό αποτελεί συστατικό και της ουσιαστικής ελευθερίας.
Ο Φοίβος Ξενάκης είναι Δικηγόρος & Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής του Υπ. Δικ.