Ενδοσχολική βία: Παιδικές ψυχές μεταξύ μίσους και απάθειας
Η μελέτη του φαινομένου της ενδοσχολικής βίας στη σύγχρονη εποχή: κατάθεση σκέψεων και προτάσεων για τη διαχείριση περιστατικών βίας στα σχολεία

Οι εντάσεις, οι συγκρούσεις, οι επιθετικές και εκφοβιστικές συμπεριφορές που εκδηλώνονται στον χώρο του σχολείου αποτελούν ένα διαχρονικό φαινόμενο. Τα τελευταία χρόνια όμως διαπιστώνεται μία ποιοτική διαφοροποίηση του φαινομένου της ενδοσχολικής βίας. Τα στοιχεία που κυρίως μας προβληματίζουν μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:

  • Η μεγαλύτερη σκληρότητα και βιαιότητα στην εκδήλωση συμπεριφορών με δράστες και θύματα ανήλικα άτομα τα οποία ενεργούν περισσότερο σε ομάδες πλέον και λιγότερο κατά μόνας, με περιστατικά ενδοσχολικής βίας να δημιουργούν ανασφάλεια σε μαθητές/τριες, εκπαιδευτικούς και γονείς, όπως υποθέσεις μαχαιρωμάτων, άγριων ξυλοδαρμών, ακόμα και κάψιμο ματιού με τσιγάρο έχει καταγραφεί στο σχολικό προαύλιο. Πρόκειται για υποθέσεις, που απασχολούν τα τελευταία χρόνια με εκτενή ρεπορτάζ και τα ΜΜΕ. Θεμελιώδη χαρακτηριστικά τους, όπως βλέπουμε, είναι το έντονο στοιχείο της βίας και οι δυσμενέστατες επιπτώσεις που ενέχουν για τον ανήλικο παθόντα/την ανήλικη παθούσα, τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχικό επίπεδο.  
  • Η έκφραση συναισθηματικής απάθειας στον πόνο και τον εξευτελισμό του θύματος τόσο από τους μαθητές/τις μαθήτριες που εκδηλώνουν αυτές τις βίαιες συμπεριφορές, όσο όμως και από μαθητές/μαθήτριες που είναι παρόντες/παρούσες, ως αυτόπτες μάρτυρες αυτών των περιστατικών και σε πολλές περιπτώσεις, όχι μόνο δεν αντιδρούν για να προστατεύσουν το άτομο που θυματοποιείται, αλλά «ενισχύουν» τις εν λόγω συμπεριφορές, με τον λόγο τους και με τις πράξεις τους (π.χ. καταγραφή με κινητά των περιστατικών). 
  • Η εκτεταμένη χρήση της τεχνολογίας για την καταγραφή βίαιων περιστατικών στον χώρο του σχολείου και στη συνέχεια η διαπόμπευση του παθόντος/της παθούσας (μαθητών/τριών αλλά και εκπαιδευτικών που επίσης δύναται να θυματοποιηθούν στο σχολικό περιβάλλον), με το να «ανεβαίνουν» αυτά τα βίντεο σε διάφορες διαδικτυακές πλατφόρμες. Με αποτέλεσμα, οι εικόνες της βίας να αναπαράγονται πολύ γρήγορα στον διαδικτυακό κόσμο. Το γεγονός αυτό είναι πολύ σοβαρό, γιατί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ασκούν ισχυρές επιδράσεις στους νέους/τις νέες, ένα μέρος των οποίων φτάνει στο σημείο να «επικροτήσει» τις εν λόγω βίαιες συμπεριφορές, ειδικά εάν «ανέβουν» διαδικτυακά. 
  • Η οργάνωση των μαθητών/μαθητριών που εκδηλώνουν βίαιες συμπεριφορές μέσα στο σχολείο, σε ομάδες, όπως εξαρχής άλλωστε τονίσαμε. Αυτές οι ομάδες παράλληλα μπορεί να δρουν και εκτός σχολείου, υιοθετώντας ακόμα και παραβατικές συμπεριφορές.
  • Η απαξίωση του σχολείου και του εκπαιδευτικού ρόλου τόσο από μέρος της μαθητικής κοινότητας, όσο και από έναν αριθμό γονέων. Αυτή όμως η απαξιωτική στάση, που εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους, αποτελεί κατά την άποψή μας έναν ισχυρό, επιβαρυντικό παράγοντα στην όξυνση του φαινομένου. 
  • Η πολύ κακή σχέση με το σχολείο ενός αριθμού μαθητών/μαθητριών που υιοθετούν επιθετικές, εκφοβιστικές ακόμα και παραβατικές συμπεριφορές στον χώρο του σχολείου, οι παρατεταμένες και αδικαιολόγητες απουσίες τους και οι πολύ χαμηλές σχολικές επιδόσεις τους. Αυτά τα παιδιά βιώνουν μία διαρκή «σχολική αποτυχία», με αποτέλεσμα να ματαιώνονται οι προσδοκίες τους, να νιώθουν ότι δεν έχουν χώρο στο σχολείο και να αναζητούν την αναγνώριση σε ομάδες που υιοθετούν εκφοβιστικές, αποκλίνουσες και παραβατικές συμπεριφορές σε βάρος συμμαθητών/τριών τους αρχικά και αργότερα σε περιβάλλοντα εκτός σχολείου. Είναι παιδιά που φαίνεται να μην έχουν στόχους, όνειρα, όραμα και επιδιώξεις για πρόοδο και ανέλιξή τους και να «κερδίζουν» την επιβεβαίωση που κάθε ανήλικος/η χρειάζεται για να τονωθεί η αυτοπεποίθησή του μέσω της άσκησης βίας. 

Ας εξετάσουμε όμως τον ορισμό της έννοιας της «ενδοσχολικής βίας», ώστε να έχουμε μία ολοκληρωμένη εικόνα για το φαινόμενο, τις σύνθετες πτυχές και διαστάσεις του. Η έννοια γίνεται κατά κανόνα αντιληπτή ως «μία μορφή εχθρικής συμπεριφοράς που στόχο έχει τη θυματοποίηση ενός αδύναμου παιδιού». Ο όρος βέβαια «αδύναμο παιδί» είναι, κατά την κρίση μας, σχετικός και δύναται να διαφοροποιηθεί, ειδικά στη σημερινή εποχή. Άλλωστε, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι ρόλοι «δράστη-θύματος» εναλλάσσονται (σε ορισμένες τουλάχιστον υποθέσεις) θεωρούμε αναγκαίο να εξετάζεται κάθε περίπτωση ξεχωριστά και με βάση τα δικά της ειδικά χαρακτηριστικά, ώστε να μπορέσουμε να εξάγουμε πιο ασφαλή συμπεράσματα. 

Όπως υπογραμμίζει ο Rigby, «δεν υπάρχει δράστης εκφοβισμού (bully), αν δεν υπάρχει θύμα». Η θυματοποίηση και ο σκόπιμος στιγματισμός αναδύονται συνεπώς σε ένα πλαίσιο δυναμικών αλληλεπιδράσεων, όπως είναι ο χώρος του σχολείου με τις καθημερινές και δυναμικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ μαθητών, μαθητών-εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικών μεταξύ τους, εκπαιδευτικών με τη Διεύθυνση του σχολείου. Από την άλλη πλευρά πρέπει να τονίσουμε ότι δεν συνιστά εκφοβιστική πράξη κάθε ενδοσχολική μορφή επιθετικότητας, καθώς υπάρχουν και ατυχή μεμονωμένα περιστατικά, επομένως είναι σκόπιμο να αποφεύγονται οι γενικεύσεις και τα αβίαστα συμπεράσματα, προκειμένου να μην καλλιεργείται «ηθικός πανικός», ούτε εννοιολογικές συγχύσεις. 

Η έννοια του εκφοβισμού εμπεριέχει σαφώς την «ανισότητα δύναμης», διότι όταν ένα παιδί συστηματικά θυματοποιείται από κάποιον δυνατότερο (πάλι μία έννοια που μπορεί να λάβει διαφορετικές νοηματικές «αποχρώσεις», όπως δυνατότερος σωματικά, ή ως προς τη δημοφιλία του/τη, ή ως προς την επιβολή του στον περίγυρό του κ.λπ.), καταλήγει να αισθάνεται περισσότερο αβοήθητο. Σε άλλες μελέτες γίνεται μία σημαντική, αναλυτική διάκριση ανάμεσα σε μορφές άμεσου και έμμεσου εκφοβισμού. Ο άμεσος εκφοβισμός χαρακτηρίζεται από ανοιχτές επιθέσεις και ο έμμεσος αφορά περισσότερο σε συγκεκαλυμμένες συμπεριφορές, στις οποίες πρέπει να τονίσουμε ότι δεν δίνεται πάντα η δέουσα προσοχή, όπως μπορεί να είναι η περιθωριοποίηση, η αναπαραγωγή και διάδοση σχολίων με σκοπό τον διασυρμό και την κοινωνική απομόνωση κάποιου μαθητή/κάποιας μαθήτριας και ο αποκλεισμός του/της από παρέες, ακόμα και από σχολικές δραστηριότητες που προϋποθέτουν συνεργασία μεταξύ μαθητών. Ασφαλώς και οι δύο μορφές εκφοβισμού είναι πολύ σοβαρές και ασκούν αρνητικές επιδράσεις στην καθημερινή ζωή του παιδιού που θυματοποιείται. Παράλληλα, είναι αναγκαίο να αναφερθούμε και στο σύγχρονο «πρόσωπο» θυματοποίησης, που ασκείται διαδικτυακά, ή μέσω κινητών τηλεφώνων. Ο εκφοβισμός με τη χρήση της τεχνολογίας (cyber bullying), ευνοείται από την ανωνυμία[1] και έτσι δύναται εύκολα να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα. Δεδομένου ότι η χρήση της τεχνολογίας (πρωτίστως των κινητών) έχει περάσει πλέον και στους κόλπους του σχολείου, με τους μαθητές/τριες να χρησιμοποιούν εντός σχολικού περιβάλλοντος (στην τάξη, στις τουαλέτες του σχολείου, στο προαύλιο) κινητά τηλέφωνα, παρά τη σχετική νομοθεσία, αντιλαμβανόμαστε ότι ο διαδικτυακός εκφοβισμός είναι σε αρκετές υποθέσεις μέρος -και μάλιστα αναπόσπαστο- του σχολικού εκφοβισμού, καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις βλέπουμε να ξεκινά από το σχολείο, με την καταγραφή για παράδειγμα του βίαιου περιστατικού σε κάποιον χώρο του σχολείου και εν συνεχεία με τον διασυρμό του παθόντος/της παθούσας σε κοινές διαδικτυακές ομάδες που έχουν δημιουργηθεί από μαθητές/τριες, με σκοπό την επικοινωνία τους.  

Σύμφωνα με την Καθηγήτρια Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Βασιλική Αρτινοπούλου, «ο ορισμός της σχολικής βίας είναι σχετικός και εξαρτάται από το ισχύον κάθε φορά κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Ωστόσο, στοιχεία του ορισμού της σχολικής βίας είναι η επιβολή της βούλησης, η πρόκληση ζημίας ή βλάβης, κακομεταχείρισης ή κακοποίησης. Η σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική, λεκτική, κακοποίηση καθώς και ο βανδαλισμός αποτελούν τις κύριες μορφές της σχολικής βίας. Με κριτήριο τα άτομα ή τις ομάδες που εμπλέκονται στη σχολική βία, διακρίνουμε τη: 

-βία μεταξύ των μαθητών, 

-βία από τους μαθητές προς τους δασκάλους,

 -βία από τους δασκάλους προς τους μαθητές 

-βία μεταξύ των δασκάλων 

-βία μεταξύ δασκάλων και διευθυντών ή της διοίκησης του σχολείου»[2].

Αξιοσημείωτο ωστόσο είναι ότι σύμφωνα με μελετητές σαφή εικόνα για τη σχολική βία στην Ελλάδα δεν έχουμε, παρά το μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον για το φαινόμενο[3]. Αυτό οφείλεται τόσο σε μεθοδολογικά προβλήματα που προκύπτουν κατά τη μελέτη του φαινομένου, όσο και σε ζητήματα προσδιορισμού όρων και εννοιών, αλλά και στο ότι υπάρχει ένας αριθμός περιστατικών που δεν καταγράφεται και είναι γνωστός ως «σκοτεινός αριθμός». Ως εκ τούτου δεν γνωρίζουμε εάν είναι μικρό, ή μεγάλο, το μέγεθος του «σκοτεινού αριθμού». Για να αντιμετωπιστεί και αυτή η σοβαρή πτυχή του φαινομένου οφείλουμε να εξετάσουμε τους παράγοντες που συμβάλλουν στην αποσιώπηση των εν λόγω περιστατικών και να προσπαθήσουμε να τους περιορίσουμε. Ειδικότερα: 

  • Μαθητές/μαθήτριες και εκπαιδευτικοί δεν αντιλαμβάνονται όλα τα περιστατικά. Συνεπώς, ένας αριθμός αυτών διαφεύγει από την προσοχή τους και αποσιωπάται. 
  • Οι εμπλεκόμενοι/ες δεν αναφέρουν όλα τα περιστατικά βίας για μία σειρά λόγων, όπως φόβο, ντροπή, για να μην τιμωρηθούν συμμαθητές/συμμαθήτριες, να μην κατηγορηθούν οι ίδιοι/ες ως «καρφιά». Ακόμα και εκπαιδευτικοί που έχουν θυματοποιηθεί μπορεί να μην το αναφέρουν, γιατί δέχονται απειλές, ή γιατί γενικότερα φοβούνται τις συνέπειες του να μιλήσουν ανοιχτά. Εδώ διαπιστώνουμε ότι παραμένει και στη σημερινή κοινωνία ένα θέμα «ταμπού» το να μιλήσουμε ελεύθερα και ανοιχτά για εκφοβιστικές συμπεριφορές σε σχολικά περιβάλλοντα και γι’ αυτό είναι σημαντικό τόσο η επιστημονική κοινότητα, όσο και τα ΜΜΕ να διαδραματίσουν έναν θετικό ρόλο στο να αναδειχθούν όλα αυτά τα ζητήματα εκτενέστερα, σε μεγαλύτερο βάθος αλλά και με διάθεση να δοθούν συγκεκριμένες λύσεις που θα μπορέσουν να εφαρμοστούν από τα σχολεία της χώρας μας. 
  • Τρίτον, εκπαιδευτικοί, ή η Διεύθυνση του σχολείου, ενδέχεται να αποφύγουν να καταγράψουν περιστατικά βίας που τους αναφέρονται, για διάφορους πάλι λόγους, όπως για να μη στιγματιστεί το σχολείο, γιατί φοβούνται ότι θα κατηγορηθούν από γονείς, ή/και γιατί εκλαμβάνουν ως δική τους αδυναμία τη μη αποτελεσματική διαχείριση των εν λόγω περιστατικών.[4]  

Βάσει των προαναφερθέντων, κρίνουμε σημαντικό να μελετηθεί το φαινόμενο λαμβάνοντας υπ’ όψιν, μεταξύ άλλων, τις εξής παραμέτρους:

  • Κάθε σχολείο είναι ένας «ζωντανός οργανισμός», με διαφορετικό μαθητικό και εκπαιδευτικό πληθυσμό, με διαφορετική Διεύθυνση, ευρισκόμενο σε διαφορετικές περιοχές, επομένως με διαφορετική αλληλεπίδραση μεταξύ μαθητών και μεταξύ μαθητικής-εκπαιδευτικής κοινότητας, με διαφορετικά προβλήματα, ζητούμενα κλπ. Δεν μπορούμε επομένως να μιλήσουμε για τη σχολική βία ως «ενιαίο φαινόμενο», καθώς διαφορετικές εκφάνσεις μπορεί να λαμβάνει από σχολείο σε σχολείο. Σε κάποια σχολεία ενδέχεται να λαμβάνει πιο σκληρές διαστάσεις, σε κάποια άλλα να είναι πιο έντονη η άσκηση ψυχολογικής βίας, σε άλλα οι σχέσεις μεταξύ μαθητών και μαθητών-εκπαιδευτικών να είναι αρμονικές. Άρα, για να μελετηθεί σε βάθος πρέπει να γίνεται πιο συστηματικά μία «χαρτογράφηση» των σχολείων τόσο ανά περιοχές, όσο και με βάση ορισμένα καίριας σημασίας χαρακτηριστικά, π.χ. διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία, ενώ και η διεξαγωγή επαναληπτικών ερευνών, σε μία κατά το δυνατόν σταθερή βάση, κρίνεται απαραίτητη για την πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση του φαινομένου.  
  • Οι εκφοβιστικές συμπεριφορές που υιοθετούν ανήλικες μαθήτριες πρέπει να μελετηθούν επισταμένως και σε ξεχωριστές έρευνες σε σχέση με τη βία με δράστες ανήλικους μαθητές, καθώς διαπιστώνουμε ότι διαχρονικά η εγκληματολογική έρευνα εστιάζει κυρίως στους άνδρες και στα αγόρια, με συνέπεια να μη φωτίζονται επαρκώς τα ζητήματα που σχετίζονται με τις γυναίκες και τα κορίτσια, που εγκληματούν, που βρίσκονται στις φυλακές, που εκδηλώνουν επιθετικές και βίαιες συμπεριφορές, με τους ειδικούς μάλιστα να κρούουν καμπανάκι κινδύνου για την αύξηση αυτών των συμπεριφορών. Η Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Έφη Λαμπροπούλου, επισημαίνει στη συνέντευξη που παραχώρησε στη γράφουσα και δημοσιεύεται στο σχετικό βιβλίο της για εγκλήματα με δράστες και θύματα νέους[5]«Στην Ελλάδα εάν δεν αλλάξει κάτι στο δημόσιο σκηνικό, θα έχουμε περισσότερα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, περισσότερο οργανωμένη επιθετική συμπεριφορά, παράνομες πράξεις που έχουν σχέση με ναρκωτικές ουσίες και εξάπλωση της βίας στα κορίτσια». 
  • Εξίσου σημαντικό να μελετηθούν εκτενέστερα οι εκφοβιστικές συμπεριφορές που αναπτύσσονται σε σχολικά περιβάλλονται και μεταφέρονται εκτός αυτού ανάμεσα σε αγόρια-κορίτσια στο πλαίσιο των συντροφικών τους σχέσεων στη διάρκεια της εφηβείας.   
  • Τα σοβαρότατα κοινωνικά ζητήματα που σχετίζονται με το φαινόμενο πρέπει να αναδειχθούν στην ολότητά τους και να δοθούν ολοκληρωμένες απαντήσεις για την πιο αποτελεσματική διαχείριση αυτών. 
  • Πιο συγκεκριμένα, όπως καθιστούν εμφανή τα πορίσματα ερευνών, παιδιά που υιοθετούν εκφοβιστικές και βίαιες συμπεριφορές αλλά και παιδιά που θυματοποιούνται δύναται να έχουν αποτελέσει και τα ίδια θύματα βίαιων συμπεριφορών στην οικογένειά τους. Συνεπώς, η προσέγγιση του φαινομένου απαιτεί τη σε βάθος διερεύνησή του και -όπου χρειάζεται- την επέκταση της κοινωνικής μέριμνας και πρόνοιας για παιδιά που μεγαλώνουν σε «ακατάλληλα» και επικίνδυνα για τη σωματική και την ψυχική υγεία τους περιβάλλοντα. Το να «κουνάμε το δάχτυλο» εκ των υστέρων, υιοθετώντας επικριτικές συμπεριφορές σε βάρος των ανηλίκων, όχι μόνο δεν λύνει το πρόβλημα, αλλά μάλλον το επιδεινώνει, γιατί οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερη αντίδραση. Το να φωτίσουμε όμως τα κοινωνικά προβλήματα που οδηγούν σε όξυνση των επιθετικών και βίαιων συμπεριφορών είναι ένα ουσιαστικό βήμα για την πιο αποτελεσματική διαχείριση και αντιμετώπιση του φαινομένου. 
  • Η απαξίωση του σύγχρονου σχολείου και του εκπαιδευτικού ρόλου και έργου συνιστά, κατά την άποψή μας, έναν επιβαρυντικό παράγοντα στην όξυνση του φαινομένου της σχολικής βίας που πρέπει αναμφίβολα να ληφθεί υπ’ όψιν, στο πλαίσιο μίας κοινωνίας που βιώνει τις επιπτώσεις τόσο της οικονομικής και αξιακής κρίσης, όσο και της πρόσφατης σφοδρής υγειονομικής κρίσης. Συνεπώς, κατά την κρίση μας -και αυτό αποτελεί θα λέγαμε και μία «έκκληση» προς το Υπουργείο Παιδείας- απαραίτητο να εστιάσουμε στην ποιοτική αναβάθμιση του σχολείου, με συγκεκριμένες και στοχευμένες  επιστημονικές δράσεις. Να αναβαθμιστεί και στα μάτια μαθητών και γονέων η εικόνα του σχολείου και το εκπαιδευτικό έργο να αποκτήσει για την ευρύτερη κοινωνία τη σπουδαιότητα που του αρμόζει. 
  • Η χαρακτηριζόμενη ως «σχολική αποτυχία» συνιστά, επίσης, όπως προαναφέρθηκε έναν επιβαρυντικό παράγοντα στην επιδείνωση του φαινομένου. Άρα είναι αναγκαίο να εξετάσουμε έμπρακτα πώς  θα ενταχθούν πιο ομαλά σε όλες τις σχολικές δραστηριότητες τα παιδιά που βιώνουν αυτό το «ανυπόφορο» -θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε- συναίσθημα της συνεχούς «αποτυχίας», ακριβώς επειδή αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις ενός εκπαιδευτικού συστήματος, όπως του ελληνικού, που διαχρονικά είναι προσανατολισμένο στον τυπικά καλό μαθητή. Άρα, στο σημείο αυτό να εξετάσουμε πώς θα δοθούν πολύ πιο δημιουργικές διέξοδοι σε μαθητές και μαθήτριες με σοβαρές διαγνωσμένες μαθησιακές δυσκολίες, αλλά και μαθητές/τριες που έχουν διαφορετικές δεξιότητες και κλίσεις από όσες ζητά το τυπικό εκπαιδευτικό σύστημα. Αξιοσημείωτο μάλιστα ότι έρευνες τονίζουν τη στενή σχέση μεταξύ «σχολικής αποτυχίας» και παραβατικότητας[6] (δηλαδή προχωρούν και πέρα από τη σχολική βία), όπως άλλωστε έχει δείξει και η σκιαγράφηση του προφίλ των ανήλικων παραβατών στη χώρα μας (βλ.ενδεικτικά θέματά μας: Η εικόνα του «ανήλικου παραβάτη» – propago.grΑνήλικοι εγκληματίες: Όσα πρέπει να γνωρίζουμε – propago.gr & Παιδιά θύτες και θύματα – Μπερδεύοντας την διασκέδαση με το έγκλημα – propago.gr). Συνεπώς, διαπιστώνουμε ότι το ζήτημα είναι πολύ πιο σύνθετο από όσο ενδεχομένως φαίνεται. 

Δική μας αφετηρία για την προσέγγιση του φαινομένου είναι η μεγαλύτερη εστίαση στο πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα, δηλαδή το σχολικό περιβάλλον και στις αναγκαίες αλλαγές που πρέπει να γίνουν, προκειμένου το σύγχρονο σχολείο να αποκτήσει νέα, δημιουργική «πνοή», να αναβαθμιστεί η εικόνα του και να δοθεί από το εκπαιδευτικό σύστημα μεγαλύτερη βαρύτητα στην καλλιέργεια «ομαδικού πνεύματος» και στην εμπέδωση -στην πράξη- αξιών όπως ο σεβασμός στους συμμαθητές/στις συμμαθήτριες, στους/στις εκπαιδευτικούς, καθώς και στην αντιμετώπιση πρακτικών ζητημάτων για έναν αριθμό μαθητών/τριών, όπως η διαχείριση του θυμού και η ανάπτυξη των κοινωνικών τους δεξιοτήτων. Προς αυτή την κατεύθυνση, καταθέτουμε στο παρόν άρθρο τις ακόλουθες προτάσεις που πιστεύουμε ότι μπορούν να συμβάλλουν στην πιο αποτελεσματική διαχείριση και αντιμετώπιση του φαινομένου:

  • Αντιμετώπιση από το Υπουργείο Παιδείας του πολύ σοβαρού ζητήματος της «σχολικής αποτυχίας» που βιώνεται από έναν αριθμό μαθητών/τριών με δυσμενέστατες επιπτώσεις τόσο για τη δική τους πορεία, όσο και για την εύρυθμη λειτουργία του σχολείου. Εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας επομένως το να νιώσει το κάθε παιδί ότι έχει αξία και ότι η μοναδικότητά του γίνεται αποδεκτή, σεβαστή και αναδεικνύεται στο σχολικό περιβάλλον, ακόμα κι αν οι σχολικές επιδόσεις του στα μαθήματα είναι χαμηλές. Με άλλα λόγια, να δοθούν ισχυρά κίνητρα σε κάθε μαθητή και μαθήτρια να αποτελέσει ενεργό μέλος του σχολικού περιβάλλοντος, να μπορέσει να ανακαλύψει τις θετικές πλευρές της προσωπικότητάς του και να εκφράσει με δημιουργικούς τρόπους τους προβληματισμούς του. Αυτό όμως συνεπάγεται σημαντικές, κατά την άποψή μας, αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του σχολείου. Αλλαγές που απαιτούν τόλμη, διάθεση, δημιουργικότητα. Είμαστε ασφαλώς στη διάθεση των αρμόδιων φορέων της Πολιτείας για έναν εποικοδομητικό διάλογο. 
  • Ανάδειξη των «καλών πρακτικών» που εφαρμόζονται σε σχολεία με θετικά αποτελέσματα για την  αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας. Με θλίψη μας διαπιστώνουμε ότι οι αναφορές για την ανηλικότητα -και στον επιστημονικό και στον μιντιακό λόγο- είναι κυρίως με αρνητικό πρόσημο. Υπάρχει όμως και η άλλη όψη, η θετική και ελπιδοφόρα που μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση. 
  • Αντιμετώπιση των κοινωνικών ζητημάτων που σχετίζονται άμεσα με το φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας. Το να «κρύβουμε κάτω από το χαλί» τα κοινωνικά προβλήματα, ή να φέρνουμε στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης μόνο τους συγκεκριμένους μαθητές/μαθήτριες χωρίς παράλληλα να αναζητάμε τα βαθύτερα αίτια για την εκδήλωση αυτών των ακραίων συμπεριφορών, αποτελεί κατά την άποψή μας μία λανθασμένη προσέγγιση που οδηγεί σε αδιέξοδους δρόμους. 
  • Οφείλουμε να εξετάσουμε, μεταξύ άλλων πολύ σοβαρών στοιχείων, το οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν οι μαθητές/τριες που υιοθετούν ακραίες συμπεριφορές στον χώρο του σχολείου, το πώς οι γονείς τους αντιμετωπίζουν το σχολείο και τον/την εκπαιδευτικό, το εάν υπάρχουν πολύ σοβαρές δυσλειτουργίες στον πυρήνα της οικογένειάς τους που πρέπει να αντιμετωπιστούν από τους αρμόδιους φορείς της Πολιτείας, το εάν οι συγκεκριμένοι/ες μαθητές/τριες κάνουν χρήση ουσιών, κατάχρηση αλκοόλ, εάν αντιμετωπίζουν διαδικτυακό εθισμό, ή/και άλλες εξαρτήσεις, ποια είναι γενικότερα η σχέση τους με τους εκπαιδευτικούς τους, το σχολείο κλπ. Το να μιλάμε αβίαστα στα ΜΜΕ για «κακά παιδιά» χωρίς να καταβάλλουμε προσπάθεια να περιορίσουμε τους επιβαρυντικούς παράγοντες για την εκδήλωση αυτών των συμπεριφορών, είναι σαν να γυρίζει την πλάτη η κοινωνία στην ανηλικότητα. Γιατί, ναι, το ιδανικό θα ήταν να ζούσαμε σε μία «αγγελική κοινωνία». Αυτό όμως είναι ουτοπία και οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε στη ρίζα το πρόβλημα. Και η ρίζα είναι βαθιά! 
  • Τα ΜΜΕ πρέπει να αναδείξουν, όπως πολλές φορές έχουμε τονίσει, καίριας σημασίας ζητήματα για την ανηλικότητα και κυρίως για την εφηβεία, όπως είναι η χρήση ουσιών, γενικότερα οι εξαρτήσεις, ο ρόλος της κοινωνικής μέριμνας για ανήλικα άτομα που μεγαλώνουν σε δυσλειτουργικά οικογενειακά περιβάλλοντα, ή σε ιδρυματικά περιβάλλοντα κλπ. 
  • Ένα σημείο στο οποίο επίσης πρέπει να δοθεί μεγάλη βαρύτητα είναι η ενημέρωση της μαθητικής κοινότητας για τη σοβαρότητα του να καταγράφει με τα κινητά τηλέφωνα και να ανεβάζει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης περιστατικά ενδοσχολικής βίας και να «συμμετέχει» σε αυτά με το να «μη συμμετέχει», δηλαδή δείχνοντας αδιαφορία, απάθεια και μη βοηθώντας το παιδί που θυματοποιείται. Καταθέτοντας εδώ την προσωπική εμπειρία από συζητήσεις με μαθητές/μαθήτριες, δυστυχώς βλέπουμε ότι ένας αριθμός μαθητών/τριών όχι μόνο δεν αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα του θέματος, αλλά χαρακτηρίζει «πλάκα» τη βία σε βάρος συγκεκριμένων μαθητών. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει και την κρίση αξιών που ταλανίζει τις κοινωνίες, με μεγαλύτερη ένταση στη σημερινή εποχή. 
  • Τέλος, αφού μελετηθεί σε βάθος και υπό μία σύγχρονη -θα λέγαμε- κριτική προσέγγιση το φαινόμενο, να γνωρίζει με ακρίβεια και σαφήνεια η εκπαιδευτική κοινότητα και η Διεύθυνση κάθε σχολικής μονάδας ποια είναι τα βήματα που πρέπει να γίνονται σε τρία επίπεδα: στο επίπεδο της πρόληψης, της έγκαιρης παρέμβασης και της αντιμετώπισης περιστατικών ενδοσχολικής βίας.

Ο Ομ. Καθηγητής Εγκληματογίας ΕΚΠΑ, Γιάννης Πανούσης έχει προβεί σε μία σημαντική επισήμανση για τη βία, στην οποία κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε ολοκληρώνοντας το παρόν άρθρο: «Η βία έχει μπει στον πολιτισμό, αυτό είναι το πρόβλημά μας, και είναι υποδόρια η λειτουργία της»[7]. Ως εκ τούτου και η βία μεταξύ ανηλίκων στο σχολικό περιβάλλον είναι αναγκαίο να προσεγγιστεί και μέσα από αυτό το πρίσμα, του «τρόπου ζωής»/ του “lifestyle”, αλλά και ως «τρόπου έκφρασης» για έναν αριθμό ανηλίκων, ο οποίος φαίνεται να δυσκολεύεται να εκφράσει τα συναισθήματά του -και την κλιμάκωση αυτών- με «υγιείς» τρόπους. Όπως μέσω της ουσιαστικής επικοινωνίας, το βαθύτερο περιεχόμενο και την αξία της οποίας φαίνεται να μη γνωρίζουν, ή/και να μην έχουν κατανοήσει ορισμένοι μαθητές/ορισμένες μαθήτριες. Συνεπώς, οι απαντήσεις μας στη βία και κυρίως στη βία ανηλίκων είναι σημαντικό να θεμελιωθούν σε ολοκληρωμένες προτάσεις που θα στοχεύουν, μεταξύ άλλων, σε ενίσχυση της παιδείας και του εκπαιδευτικού συστήματος, σε προαγωγή πολιτισμικών αξιών, σε ποιοτική αναβάθμιση των ΜΜΕ, αλλά και σε πολύπλευρη υποστήριξη των οικογενειών, ειδικά των οικογενειών που αντιμετωπίζουν σοβαρά και πολλαπλά προβλήματα, με δυσμενέστατες επιπτώσεις για την καθημερινότητα και για το μέλλον των ανήλικων μελών. 

Συνοψίζοντας, το φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας είναι πολυσύνθετο και πολυδιάστατο. Το τελικό μας συμπέρασμα έγκειται στην επιτακτική ανάγκη να αναδειχθούν τα σοβαρά κοινωνικά ζητήματα που σχετίζονται με το εν λόγω φαινόμενο και οδηγούν σε όξυνσή του στη σημερινή εποχή, με απώτερο στόχο την πιο αποτελεσματική διαχείριση -από την πλευρά της οργανωμένης Πολιτείας- αυτών των προβλημάτων, γεγονός που κρίνουμε ότι θα συμβάλλει στον περιορισμό των περιστατικών ενδοσχολικής βίας. 

Ήρθε η στιγμή να κοιτάξουμε στα μάτια τους ανήλικους/τις ανήλικες και να «ακούσουμε» τις σιωπές τους προτού γίνουν κραυγές! Οι υπέροχοι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, ερμηνευμένοι από τον Παύλο Σιδηρόπουλο, μας δείχνουν τον δρόμο…..

«Υπερασπίσου το παιδί
γιατί αν γλυτώσει το παιδί
υπάρχει ελπίδα
»


[1][1] Παναγιωτάκη Μ. (2016) «Σχολική Βία και Εκφοβισμός: Ο ρόλος της ενσυναίσθησης» σε Τιμητικό Τόμο για τον Καθηγητή Νέστορα Κουράκη ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΣΕ ΕΠΟΧΗ ΚΡΙΣΗΣΑθήνα: Αντ.Ν. Σάκκουλας, διαθέσιμο και διαδικτυακά: Τιμητικός Τόμος Νέστορα Κουράκη – Crime in Crisis (crime-in-crisis.com). Για το συγκεκριμένο άρθρο, URL: Σχολική Βία και Εκφοβισμός: Ο ρόλος της ενσυναίσθησης – Crime in Crisis (crime-in-crisis.com). Η διαδικτυακή πηγή ανακτήθηκε στις 22-3-2023.   

[2] Αρτινοπούλου Β. (2001). Βία στο σχολείο: Έρευνες και πολιτικές στην Ευρώπη. Αθήνα: Μεταίχμιο, σ.13.

[3] Θάνος Θ. (2020). «Μεθοδολογικά Ζητήματα στη Μελέτη της Σχολικής Βίας» σε Εγκληματολογία: Περίβλεπτον Αλεξίφωτον; Τιμητικός Τόμος για τον Ομότιμο Καθηγητή Γιάννη Πανούση, Αθήνα: Ι. Σιδέρης, σελ. 179.

[4] Ό.π. σελ. 187.

[5] Καρδαρά Α. (2021). Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους. Αθήνα: Παπαζήσης, σελ. 598. 

[6] Ντάβου Μ. (2020). «Σχολική Αποτυχία και Παραβατικότητα: Αναζητώντας το κοινό αίτημα δύο εμφανώς ασύνδετων φαινομένων» σε Εγκληματολογία: Περίβλεπτον Αλεξίφωτον; Τιμητικός Τόμος για τον Ομότιμο Καθηγητή Γιάννη Πανούση. Ό.π. σσ. 265-275.

[7] Συνέντευξη Γ. Πανούση στην Άντα Κουγιά, στις 04/03/2022. URL: Γιάννης Πανούσης | Η βία έχει μπει στον πολιτισμό, αυτό είναι το πρόβλημά μας, και είναι υποδόρια η λειτουργία της – Η Πόλη Ζει (ipolizei.gr). Η διαδικτυακή πηγή ανακτήθηκε στις 22-3-2023.   

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας