Ανήλικοι εγκληματίες: Όσα πρέπει να γνωρίζουμε Το θεμα της ημέρας

Η νεανική παραβατικότητα, σε διεθνές επίπεδο, αποτελεί αντικείμενο επισταμένης μελέτης. Ορίζεται ως «συμμετοχή ενός ανήλικου ατόμου, κατά κανόνα μεταξύ 10 και 17 ετών σε έκνομες συμπεριφορές ή δραστηριότητες». Να σημειωθεί όμως ότι το νομικό σύστημα κάθε χώρας θέτει τα δικά του ηλικιακά όρια για τους ανήλικους παραβάτες και βέβαια έχουμε σε προηγούμενο άρθρο αναφερθεί αναλυτικά στο τι προβλέπεται για τη χώρα μας (Η εικόνα του «ανήλικου παραβάτη» – propago.gr). Η νεανική παραβατικότητα στο αγγλοσαξονικό δίκαιο αναφέρεται και ως «juvenile offending» και πρέπει να τονισθεί ότι κάθε κράτος εφαρμόζει το δικό του νομικό σύστημα για να την αντιμετωπίσει.[1]

To φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας απασχολεί εντόνως τις σύγχρονες κοινωνίες, καθώς καταγράφονται ποιοτικές αλλαγές, με το έγκλημα να αποκτά πιο σκληρές διαστάσεις. Εξίσου και στη χώρα μας ορισμένες πολύ σοβαρές υποθέσεις βίας μεταξύ ανηλίκων αλλά και υποθέσεις που φτάνουν στο σημείο να εξισωθούν με την εγκληματικότητα ενηλίκων έχουν αποτελέσει αντικείμενο διερεύνησης της επιστημονικής κοινότητας και έχουν απασχολήσει τα ΜΜΕ με εκτενή ρεπορτάζ. Αυτό που πρέπει ωστόσο να επισημανθεί εξαρχής είναι ότι το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας δεν εντοπίζεται μόνο στις σύγχρονες κοινωνίες, αλλά όπως σε όλες τις μορφές εγκληματικότητας οι ρίζες του είναι πολύ βαθιές, δεδομένου ότι έγκλημα και κοινωνία είναι έννοιες απολύτως συνυφασμένες μεταξύ τους. Πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τις ρίζες του στο 306 π.Χ., όπου μεταξύ των πρώτων νόμων των Ρωμαίων υπήρχαν ήδη ειδικές διατάξεις για τους ανήλικους που έκλεβαν. Ασφαλώς, οι Ρωμαίοι αναγνώριζαν ότι η ευθύνη των ανηλίκων για αυτά τα εγκλήματα ήταν περιορισμένη, ωστόσο διαπιστώνεται ότι πολύ νωρίς η παραβατικότητα ανηλίκων απασχόλησε το Δίκαιο. 

Το επιστημονικό ενδιαφέρον για τον ανήλικο στην Εγκληματολογία: Στα τέλη του 19ου αιώνα και περισσότερο στον 20ό αιώνα κέρδισε έδαφος μία πολύ σημαντική ιδέα που μεταξύ άλλων αποκαλύπτει τις ιδιαιτερότητες στην αντιμετώπιση του φαινομένου, σύμφωνα με την οποία τα παιδιά διαφέρουν θεμελιακά από τους ενήλικους και πρέπει να έχουν ανάλογη μεταχείριση που να διαφοροποιείται από την αντίστοιχη των ενηλίκων. Στην επικράτηση αυτής της ιδέας καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε κυρίως η επιστήμη της εξελικτικής ψυχολογίας. Ο ανήλικος συνεπώς δεν θεωρείται πλέον μικρογραφία του ενηλίκου και κρίνεται ότι έχει ανάγκη από ιδιαίτερη μεταχείριση από τον νομοθέτη και τον δικαστή. Ως απόρροια αυτών των αντιλήψεων οδηγηθήκαμε σε μία πολύ σημαντική εξέλιξη, στη δημιουργία εναλλακτικών ποινικών-σωφρονιστικών δυνατοτήτων για την ανηλικότητα, όπως και σε άσυλα και ορφανοτροφεία για παιδιά, ενώ θεσπίστηκε η υπαγωγή των ανήλικων δραστών σε ειδικό δικονομικό καθεστώς μεταχείρισης. Σημείο τομής υπήρξε και η ίδρυση του πρώτου, σε παγκόσμιο επίπεδο, Δικαστηρίου Ανηλίκων, του ονομαζόμενου “Chicago JuvenileCourt” το έτος 1899 στο Ιλινόι των ΗΠΑ[2]. Η ύπαρξη του Δικαστηρίου Ανηλίκων, ήδη από το 1899, καθιστά απολύτως σαφές ότι οι ανήλικοι παραβάτες χρήζουν μίας διαφορετικής προσέγγισης και αντιμετώπισης, τόσο σε νομοθετικό, όσο όμως και σε ποινικό επίπεδο. 

Σύμφωνα άλλωστε με τις σύγχρονες αντιλήψεις της εγκληματολογίας, ο ανήλικος χαρακτηρίζεται από έλλειψη ωριμότητας, καθώς αυτή συντελείται συνήθως κατά το 20ό έτος της ηλικίας. Βάσει αυτής της επιστημονικής άποψης, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο ανήλικος δεν έχει την απόλυτη ωριμότητα να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο της πράξης του, άρα η διαφορετική μεταχείρισή του από τον Νόμο είναι αναγκαία και παράλληλα θεμελιώνεται σε στέρεες βάσεις. Εξίσου η κοινωνική προσέγγιση του φαινομένου πρέπει να είναι ουσιαστική και να έχει απτά, θετικά αποτελέσματα για τη μετέπειτα πορεία ζωής του ανηλίκου αλλά και για την πρόληψη της νεανικής παραβατικότητας. Στην Ελλάδα ειδικές ρυθμίσεις για ανήλικα άτομα περιλαμβάνονταν ήδη στον Ποινικό Νόμο του 1833, ο οποίος αναγνώριζε απόλυτη ποινική ανηλικότητα έως το δέκατο έτος της ηλικίας (άρθρο 82 ΠΝ). Αξίζει να σημειωθεί ότι η ηλικιακή ομάδα των ανηλίκων παραβατών έχει καταστεί πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη αντικείμενο εγκληματολογικής διερεύνησης διεθνώς,[3] στοιχείο που επιβεβαιώνει το πόσο σημαντική είναι η απόφαση για την ηλικία κατά την οποία ένας ανήλικος θα υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του, είτε με τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα που βεβαίως προκρίνονται για την ανηλικότητα, είτε με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, ο οποίος σύμφωνα με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα στη χώρα μας επιβάλλεται μόνο σε ανηλίκους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας τους, εφόσον η πράξη τους, αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα και εμπεριέχει στοιχεία βίας ή στρέφεται κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας.  

Η νεανική παραβατικότητα και οι λεκτικές μας επιλογές: Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι και μέσω της γλώσσας, που λειτουργεί ταυτόχρονα σε συμβολικό επίπεδο, ως φορέας σκέψεων, ιδεών και συναισθημάτων, γίνεται προσπάθεια να χαρακτηριστούν με έναν διαφορετικό τρόπο (μέσω της γλώσσας) οι νέοι εκείνοι που διαφοροποιούνται ως προς τη συμπεριφορά που υιοθετούν και τις προτιμήσεις τους από τους υπόλοιπους. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα με έναν στιγματιστικό τρόπο για την ανηλικότητα και τις προτιμήσεις της. Είναι, για παράδειγμα, οι «teddy boys» στην Αγγλία, οι «nozem» στις Κάτω Χώρες, οι «ragarre» στη Σουηδία, οι «blousons noirs» στην Γαλλία, οι «tsotsis» στη Ν. Αφρική, οι «bodgies» στην Αυστραλία, οι «halbstarken» στην Αυστρία και Γερμανία, οι «tau-pau» στο Ταιβάν, οι «mambo boys» ή «taiyozuku» στην Ιαπωνία, οι «tapkaroschi» στη Γιουγκοσλαβία, οι «vitelloni» στην Ιταλία, οι «hooligans» στην Πολωνία κ.λπ. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρήσουμε, νομοτελειακά και με τρόπο απόλυτο, ότι κάθε «teddy boy» ή κάθε «blouson noir» θα οδηγηθεί στο έγκλημα. Αυτός είναι ένας πρωταρχικός  άξονας στον οποίο είναι σκόπιμο να στηρίζεται και το επιστημονικό μας ενδιαφέρον για την ανηλικότητα, ότι παρά τις σοβαρές ποιοτικές διαφοροποιήσεις στο έγκλημα και το εγκληματικό φαινόμενο τα περιθώρια έγκαιρης παρέμβασης για ανήλικους/ νέους είναι σημαντικά και η ενίσχυση της πρόληψης είναι απολύτως αναγκαία με στόχο την προστασία της ανηλικότητας και της νεότητας. 

Συνεπώς, δεν αποδεχόμαστε ακραίες απόψεις και αβίαστα συμπεράσματα σύμφωνα με τα οποία ένας νέος που υιοθετεί μία διαφορετική συμπεριφορά από τους συνομήλικους του, την οποία εκφράζει μέσα από το ντύσιμο, τη μουσική, την απόμακρη στάση του κ.λπ. μπορεί να οδηγηθεί στην παραβατική δράση, ή να ακολουθήσει «εγκληματική καριέρα» στο μέλλον. Σε αυτές τις περιπτώσεις -κατάχρησης του όρου- υποκρύπτεται η αμηχανία ή/ και αγανάκτηση και οργή που δημιουργούν ορισμένες προτιμήσεις και μορφές συμπεριφορών εφήβων και νέων, οι οποίες δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές από τον κόσμο των ενήλικων, ή δεν μπορούν να ελεγχθούν πλήρως από τους ενήλικους, γεγονός που τους προκαλεί αναστάτωση. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δύο σημαντικές συστάσεις των Ηνωμένων Εθνών πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν μας, πρώτον να περιορίζεται ο όρος «νεανική παραβατικότητα» (juvenile delinquency) μόνο στις παραβάσεις του ποινικού δικαίου και δεύτερον, ότι ακόμη κι αν πρόκειται για θέμα προστασίας της ανηλικότητας και νεότητας, είναι σκόπιμο να μην ποινικοποιούνται με τη δημιουργία νέων αδικημάτων (offences) ασήμαντες παρατυπίες ή συμπεριφορές ανήλικων που χαρακτηρίζονται «δυσπροσαρμοστικές», αλλά για τις οποίες δενθα διώκονταν οι ενήλικοι. 

Ποια είναι, όμως, τα εγκλήματα και ποιες οι ποινές που προβλέπονται για τη νεανική παραβατικότητα; 

Οι έντονες διαφοροποιήσεις που καταγράφονται από χώρα σε χώρα (και βέβαια από εποχή σε εποχή) σχετικά με το ποιος είναι «παραβάτης», ποιος δεν είναι και πώς πρέπει να, τελικά, να αντιμετωπιστεί η νεανική παραβατικότητα, ρίχνουν φως στις διαφορετικές αντιλήψεις που επικρατούν για το θέμα από κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή. Για να καταστούν ακόμα πιο κατανοητές αυτές οι διαφοροποιήσεις, είναι σκόπιμο να δοθούν τα ακόλουθα ενδεικτικά παραδείγματα: Μία διαδεδομένη μορφή παραβατικότητας στο Cairo είναι η συλλογή των αποτσίγαρων από τον δρόμο, ένα αδίκημα που ασφαλώς είναι άγνωστο σε άλλα μέρη του κόσμου. Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη στην Ινδία, η οποία έλαβε χώρα σε δύο αστικές περιοχές, το Lucknow και το Kampur, το δεύτερο πιο κοινό αδίκημα ανήλικων ήταν η αλητεία (vagrancy). Συνεπώς παρατηρούμε τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των αδικημάτων από χώρα σε χώρα αλλά και από εποχή σε εποχή. Στις περισσότερες, ωστόσο, χώρες η ιστορική αναδρομή δείχνει ότι το ανώτατο όριο ηλικίας για τους ανήλικους παραβάτες, βάσει νόμου, ποικίλλει από τα 16 έως και τα 19 έτη τους.[4]

Επιπροσθέτως διαπιστώνεται ότι από την εποχή των αρχαίων πολιτισμών το ερώτημα σχετικά με το πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν παιδιά που υιοθετούν μη κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές ή βρίσκονται εκτεθειμένα σε πολλαπλούς κινδύνους απασχόλησε εντόνως τις κοινωνίες και απαντήθηκε, κάθε φορά, ανάλογα με  τις πολιτισμικές νόρμες/ τους πολιτισμικούς κανόνες κάθε εποχής. Ορισμοί της «αποδεκτής συμπεριφοράς των ανήλικων» ποικίλουν από εποχή σε εποχή και εάν τους εξετάσουμε διαχρονικά συμπεραίνουμε ότι διαφοροποιούνται σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας: από την εποχή των ακρωτηριασμών των ανυπάκουων γιων στη Βαβυλώνα μέχρι την πολύ σκληρή πατριαρχία στη μεσαιωνική Αγγλία και τη θανατική ποινή για τα «αδιόρθωτα παιδιά (incorrigible children) στα πουριτανικά καθεστώτα, στην κωδικοποίηση τελικά των δικαιωμάτων των ανηλίκων στα νεότερα χρόνια. Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα οι ΗΠΑ άρχισαν να αντιμετωπίζουν με τρόπο πιο συστηματικά τα προβλήματα των νέων και της νεανικής παραβατικότητας. Οι σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες ανέπτυξαν καινούργιες θεωρίες σχετικά με τις αιτίες της νεανικής παραβατικότητας. Αυτή ακριβώς η παρέμβαση αντανακλούσε πολιτισμικές αξίες της εποχής. Τα Δικαστήρια Ανηλίκων (Juvenile Courts ) καθιερώθηκαν και οι μεταρρυθμιστικές ιδεολογίες έγιναν μέρος του συστήματος δικαιοσύνης των ανήλικων. Οι μεταρρυθμιστές της Προοδευτικής Περιόδου (Progressive Era) καθιέρωσαν προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, τα οποία άσκησαν ισχυρές επιδράσεις στη χάραξη της πολιτικής για το υπόλοιπο του αιώνα.[5]

Νεανική παραβατικότητα & κοινωνιολογικές θεωρίες: Η ανάλυση του φαινομένου της νεανικής παραβατικότητας αποτελεί, αναμφίβολα, ένα πολύ μεγάλο «κεφάλαιο» για την επιστημονική κοινότητα. Το μείζον ζήτημα της νεανικής παραβατικότητας συνιστά έναν γόνιμο χώρο για την οικοδόμηση της κοινωνιολογικής θεωρίας. Να τονίσουμε, ωστόσο, στο σημείο αυτό ότι η προσπάθεια «ερμηνείας» του φαινομένου πρέπει να είναι πολυδιάστατη και να λαμβάνει υπ’ όψιν της όλες τις κρίσιμες παραμέτρους που ασκούν τις δικές τους ισχυρές επιδράσεις στην ανηλικότητα. Τρεις σημαντικές κοινωνιολογικές παραδόσεις, συμπεριλαμβανομένων της δομικής λειτουργικότητας (structural functionalism), της συμβολικής αλληλεπίδρασης (symbolic interactionism) και της θεωρίας της σύγκρουσης (conflict theory) έχουν συμβάλλουν στην ερμηνεία της παραβατικότητας. 

Συνοπτικά και ενδεικτικά, θα αναφερθούμε ακολούθως σε κάποιες από τις θεωρίες που επιχείρησαν να εμβαθύνουν στο φαινόμενο, αναδεικνύοντας καίριες πτυχές και διαστάσεις του[6].  

Οι δoμικές-λειτουργικές θεωρίες εστιάζουν το ερευνητικό τους ενδιαφέρον σε δύο κρίσιμης σημασίας ερωτήματα που μπορούν να συνοψιστούν στα εξής σημεία: «γιατί πολλοί έφηβοι παραβιάζουν συμπεριφορικές νόρμες οι οποίες για έναν υψηλό αριθμό ατόμων θεωρούνται κοινωνικά αποδεκτές;» και «γιατί οι νέοι αυτοί υιοθετούν συμπεριφορές που έρχονται σε σύγκρουση με την ‘κοινωνική συμμόρφωση’»;.  Οι εν λόγω θεωρίες εκλαμβάνουν την παραβατική συμπεριφορά ως συνέπεια των εντάσεων ή των βλαβών στις κοινωνικές διεργασίες/ διαδικασίες που παράγουν συμμόρφωση. Αυτές οι θεωρίες επικεντρώνονται σε θεσμούς  όπως η οικογένεια και το σχολείο οι οποίοι κοινωνικοποιούν τα άτομα, θέτοντας ως στόχο τη συμμόρφωση με τις αξίες της ευρύτερης κοινωνίας, και προσπαθούν να ερμηνεύσουν τους τρόπους με τους οποίους οι εν λόγω θεσμοί δύναται να αποτύχουν στην επιτέλεση του παραπάνω έργου, οδηγώντας έναν νέο/ μία νέα σε εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς. 

Οι ρίζες της λειτουργικής θεωρίας βρίσκονται στη θεωρία του Durkheim περί ανομίας. Σύμφωνα με τον Durkheim, ο συγκεκριμένος όρος συνεπάγεται την απουσία κοινωνικής ρύθμισης ή κανονικότητας.  Ο Mertonβασιζόμενος στην έννοια της «ανομίας» που περιέγραψε ο Durkheim, προέκτεινε το περιεχόμενό της και υποστήριξε ότι η «ανομία» αναπτύσσεται όταν ανατραπεί σε κάποια κοινωνία η ισορροπία μεταξύ των στόχων και των κοινωνικών μέσων προς επίτευξη αυτών των στόχων. Η θεωρία του Merton χρησιμοποιείται για να εξηγήσει όχι μόνο γιατί οι έφηβοι γίνονται παραβάτες, αλλά και γιατί κάποιες τάξεις χαρακτηρίζονται από περισσότερη παραβατικότητα σε σχέση με άλλες.  Βάσει της θεωρίας του, δεδομένου ότι τα μέλη της χαρακτηριζόμενης «underclass» επηρεάζονται περισσότερο από την «ψαλίδα» που δημιουργείται μεταξύ των στόχων και των μέσων επίτευξης της επιτυχίας, αναμένεται να υιοθετήσουν σε υψηλότερο ποσοστό παραβατικές συμπεριφορές.

Οι θεωρίες συμβολικής αλληλεπίδρασης της παραβατικότητας (symbolic-interactionist theories ofdelinquency) εστιάζουν λιγότερο το ενδιαφέρον τους στις αξίες και περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο εκλαμβάνουν οι νέοι τις κοινωνικές έννοιες, καθώς και στο πώς αυτή η αντίληψη που διαμορφώνουν μπορεί να τους οδηγήσει σε παραβατική συμπεριφορά. Η συγκεκριμένη οπτική βασίζεται στο συμβολικό νόημα που οι άνθρωποι αναπτύσσουν και στο οποίο στηρίζονται κατά τη διαδικασία της κοινωνικής τους διάδρασης. Οι πρώιμες εκδοχές των θεωριών συμβολικής αλληλεπίδρασης επικεντρώθηκαν στον τρόπο με τον οποίο οι έφηβοι αντιλαμβάνονται αυτές τις έννοιες σε σχέση με άλλους, ιδίως σε σχέση με τους συνομήλικούς τους. Πιο πρόσφατα, οι μελετητές επικεντρώθηκαν στον ρόλο των επίσημων υπηρεσιών ελέγχου, ιδίως της αστυνομίας και των δικαστηρίων, ως προς την επιβολή των κοινωνικών εννοιών και ορισμών στους εφήβους.  

θεωρία της συναναστροφής με διάφορες κοινωνικές ομάδες (differential association theory) διατυπώθηκε από τον Edwin Sutherland ως ακολούθως:

  • Η εγκληματική συμπεριφορά μαθαίνεται.
  • Η εγκληματική συμπεριφορά μαθαίνεται κατά τη συναναστροφή με άλλα πρόσωπα, μέσα από τη διαδικασία της επικοινωνίας. 
  • Το κύριο μέρος της εκμάθησης της εγκληματικής συμπεριφοράς λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο κλειστών ομάδων, τα μέλη των οποίων συνδέονται με προσωπικούς δεσμούς.
  •  Στην εκμάθηση της εγκληματικής συμπεριφοράς περιλαμβάνονται η εκμάθηση «τεχνικών» για τη διάπραξη εγκλημάτων, που μπορεί να είναι άλλοτε περίπλοκες και άλλοτε απλές, καθώς και η συγκεκριμένη κατεύθυνση των κινήτρων, των κατευθυντηρίων αναγκών, των λογικών επεξηγήσεων και των μέσων που έχει στη διάθεσή του το άτομο για να παραβεί τον νόμο. 
  • Σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες το άτομο περιστοιχίζεται από πρόσωπα που θεωρούν ότι οι ποινικοί νόμοι πρέπει να είναι σεβαστοί, ενώ τα μέλη άλλων κοινωνικών ομάδων δεν το θεωρούν αυτό αναγκαίο. 
  • Το άτομο γίνεται εγκληματίας, καθώς οι αντιλήψεις για μη εφαρμογή του νόμου επικρατούν των αντιθέτων για σεβασμό του νόμου. 
  • Η συναναστροφή με διάφορες προσωπικές ομάδες μπορεί να διαφέρει κατά περίπτωση σε συχνότητα, διάρκεια, προτεραιότητα και ένταση. 
  • Η διαδικασία της εκμάθησης της εγκληματικής συμπεριφοράς κατά τη συναναστροφή με εγκληματικά και αντι-εγκληματικά πρότυπα περιλαμβάνει όλους τους μηχανισμούς που απαντούν σε οποιουδήποτε άλλου είδους «μάθηση».
  • Αν και η εγκληματική συμπεριφορά είναι μία έκφραση γενικών αναγκών και αξιών, δεν μπορεί να εξηγηθεί με αυτές τις γενικές ανάγκες και αξίες, δεδομένου ότι και η μη εγκληματική συμπεριφορά είναι μία έκφραση των ίδιων αναγκών και αξιών.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η θεωρία της εξουδετέρωσης (neutralization theory). Ειδικότερα, ενώ οι περισσότερες από τις παραπάνω θεωρίες απεικονίζουν τον παραβατικό, ιδιαίτερα τον προερχόμενο από την underclass, ως αξιοσημείωτα διαφορετικό από τους «υπόλοιπους από εμάς», ο Sykes και ο Matzaακολουθούν τον Sutherland τονίζοντας ότι οι ομοιότητες ξεπερνούν πραγματικά τις διαφορές. Αναφέρονται επίσης στις λεγόμενες «τεχνικές εξουδετέρωσης», βάσει των οποίων το ίδιο το άτομο επιχειρεί δικαιολογήσει την αποκλίνουσα συμπεριφορά του. 

Οι τεχνικές εξουδετέρωσης κατατάσσονται από τους δύο εισηγητές τους σε πέντε βασικές κατηγορίες, που είναι οι ακόλουθες:

  • Η άρνηση της ευθύνης, με άρνηση της εγκληματικής πρόθεσης. 
  • Η άρνηση της βλάβης σε περιπτώσεις όπου η πράξη είναι «παράνομη» αλλά όχι «ανήθικη» και εκφράζεται λεκτικά με εκφράσεις τύπου «δεν έβλαψα κανέναν». 
  • Η άρνηση της ύπαρξης θύματος, όταν ο δράστης εμφανίζει τον εαυτό του σαν να ήταν ο ίδιος θύμα ή το θύμα του σαν τον «κακό».  
  •  Η κατηγορία από τον δράστη εναντίον εκείνου που τον κατηγορεί (π.χ. του εισαγγελέα) ότι είναι υποκριτής, ότι υποκινείται από προσωπική έχθρα κ.λπ. Ο δράστης συχνά δικαιολογείται: «Όλοι εμένα κατηγορούν». Αυτή την τεχνική εξουδετέρωσης βλέπουμε έντονα και μεταξύ των δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων, τη μετάθεση δηλαδή της ευθύνης τους σε άλλα πρόσωπα, ακόμα και στο θύμα, στην οικογένεια του θύματος, στον Δικαστή, στον εισαγγελέα κλπ. 
  • Η επίκληση ανώτερης αξίας, ότι π.χ. παραβιάστηκε ένας κανόνας της ευρύτερης κοινωνίας για να διασφαλιστούν τα δικαιώματα της στενότερης κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει ο δράστης, όπως η οικογένειά του, η παρέα του κ.λπ. Συχνά ο δράστης δικαιολογείται: «Πρέπει να βοηθάς τους φίλους σου» ή «Δεν το έκανα για τον εαυτό μου».

Οι «τεχνικές εξουδετέρωσης» παρουσιάζουν μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον, διότι μας αποκαλύπτουν το πώς μπορεί να σκέπτεται και ακολούθως να αντιδρά ο δράστης μίας αξιόποινης πράξης, αλλά και γιατί να μην αποδέχεται την ποινική και κοινωνική απαξία της εγκληματικής του πράξης. 

Σύμφωνα με την ευρέως διαδεδομένη θεωρία της ετικέτας (labeling theory), η «εγκληματική καριέρα» αναπτύσσεται και διαμορφώνεται μέσα από μία διαδικασία αλληλεπιδράσεων μεταξύ του ανήλικου παραβάτη και των φορέων άσκησης κοινωνικού ελέγχου και ειδικότερα των φορέων του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Το υπόβαθρο της εγκληματολογικής σκέψης σχετικά με τη θεωρία της ετικέτας βρίσκεται στη θεωρία της συμβολικής διάδρασης (symbolic interactionism) αλλά και στη θεωρία της σύγκρουσης.

Στην εξέλιξή της, η θεωρία της συμβολικής αλληλεπίδρασης δεν επιμένει ότι η παραβατική συμπεριφορά προκαλείται από επισήμως επιβληθείσες ετικέτες, αλλά καταλήγει στη διαπίστωση ότι η «ετικέτα του παραβάτη» δημιουργεί προβλήματα στους εμπλεκόμενους εφήβους, αυξάνοντας συχνά την πιθανότητα να επαναλάβουν την παραβατική τους συμπεριφορά. Επίσης, σημειώνεται ότι οι φτωχοί είναι πιο πιθανό να συλληφθούν σε σχέση με τους πλούσιους και αυτό το σημείο τονίζεται περαιτέρω στις θεωρίες σύγκρουσης. Ολοκληρώνοντας με τις θεωρίες σύγκρουσης (conflict theory), να τονίσουμε ότι για την ερμηνεία της παραβατικότητας δίνουν κυρίως έμφαση στον ρόλο των σχέσεων εξουσίας και των οικονομικών ανισοτήτων και επικεντρώνονται στον ρόλο των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων στην επιβολή επίσημων -από τον Νόμο- ετικετών σε μέλη κοινωνικών ομάδων που θεωρούνται «υποδεέστερες».  

Αναμφίβολα, στη σύγχρονη εποχή, με τους ισχυρούς κλυδωνισμούς σε οικογενειακό και κοινωνικό ιστό, αντιμέτωποι με την οικονομική, αξιακή, πλέον και υγειονομική κρίση, οι συμπεριφορές των νέων πρέπει να μελετηθούν με τρόπο ολιστικό, σε συνάρτηση με το πώς όλες αυτές οι ισχυρές κοινωνικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών έχουν επιδράσει στην καθημερινότητά τους και σε νευραλγικούς τομείς της ζωής και δράσης τους. Επίσης, καθίσταται σαφές ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της νεανικής παραβατικότητας χρήζει ολοκληρωμένων απαντήσεων, έγκαιρων παρεμβάσεων και ενίσχυση των μέτρων πρόληψης. 

Ως προς το προφίλ του ανήλικου παραβάτη στη χώρα μας, όπως καταγράφηκε και στην πρόσφατη μελέτη μου για τη νεανική παραβατικότητα[7], η συντριπτική πλειονοψηφία των ανηλίκων αποτελείται από αγόρια, ηλικίας κυρίως 14 έως 18 ετών, τα οποία σε μεγάλο ποσοστό προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα, όπου ενδεχομένως βιώνουν αισθήματα κοινωνικού αποκλεισμού. Ωστόσο, στο γενικό προφίλ των ανηλίκων παραβατών καταγράφονται και κάποιες περιπτώσεις ανηλίκων που το αναιρούν, προερχόμενοι από μεσαία και ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, από οικογένειες χωρίς (φαινομενικά τουλάχιστον) ορατές δυσλειτουργίες, με καλό εκπαιδευτικό υπόβαθρο, που μπορεί να φτάσουν στις Υπηρεσίες Ανηλίκων κατηγορούμενοι για κλοπές, χρήση ναρκωτικών, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, ή ακόμα για ληστεία ή και βιασμό. Συνεπώς, ειδικά στη σύγχρονη εποχή, μπορεί να διαπιστωθούν και διαφοροποιήσεις στο φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας, ως εκ τούτου οφείλουμε να παρακολουθούμε στενά την εξέλιξη του φαινομένου.  

Συχνά εντοπίζονται δυσλειτουργίες -ορατές αλλά και μη ορατές- στο οικογενειακό περιβάλλον, που το καθιστά όχι μόνο μη υποστηρικτικό αλλά και ενίοτε κακοποιητικό (τεταμένες γονεϊκές σχέσεις, απουσία κάποιου γονέα, παραβατικοί ή με σοβαρά ζητήματα ψυχικής υγείας γονείς, πολύ αυστηρές ή πολύ ελαστικές μέθοδοι ανατροφής, παραμέληση, έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας, απουσία ορίων, πρότυπα επιθετικής συμπεριφοράς / βία στο σπίτι). Η πλειοψηφία των ανηλίκων φέρεται να έχει ολοκληρώσει με χαμηλές επιδόσεις τη βασική εκπαίδευση. Ωστόσο, μεγάλο είναι και το ποσοστό εκείνων που έχουν διακόψει τη βασική τους εκπαίδευση προτού την ολοκληρώσουν, λόγω μαθησιακών δυσκολιών, αδικαιολόγητων απουσιών, ή ακόμα εξαιτίας ανταγωνιστικού σχολικού περιβάλλοντος. Δεν πρέπει ακόμα να παραβλέψουμε ότι ένας αριθμός ανηλίκων υποχρεώνεται να εγκαταλείψει τις σχολικές του σπουδές για να αναζητήσει εργασίας εξαιτίας πολλαπλών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν ενδοοικογενειακά και στο σημείο αυτό θα τονίσουμε για μία ακόμα φορά τον σημαίνοντα ρόλο της πρόνοιας για αυτά τα παιδιά που βιώνουν μία πολύ σκληρή καθημερινότητα, η οποία όχι μόνο δεν συνάδει με την ηλικία τους αλλά τα καθιστά ευάλωτα και τα εκθέτει σε πολύ σοβαρούς κινδύνους. 

Ένας αξιοσημείωτος αριθμός ανήλικων παραβατών εμφανίζει εμπλοκή με εξαρτησιογόνες ουσίες, πολύ σοβαρό στοιχείο επίσης που πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσω κοινωνικής μέριμνας και έμπρακτης υποστήριξης της οργανωμένης Πολιτείας με τους αρμόδιους φορείς της. Επιπροσθέτως, σε κάποιο ποσοστό εκδηλώνουν συναισθηματικές διαταραχές, διαταραχές διαγωγής ή προβλήματα ψυχικής υγείας. Ένα κοινό χαρακτηριστικό των ανηλίκων που εκδηλώνουν παραβατικότητα είναι η έλλειψη στόχων, κινήτρων και προσδοκιών  για προσωπική, εκπαιδευτική ή επαγγελματική ανέλιξη, γεγονός που οφείλει να μας αφυπνίσει και να μας ευαισθητοποιήσει. Ως ενεργά μέλη της κοινωνίας είναι αναγκαίο να προβληματιστούμε σχετικά με το ποιο είναι το μέλλον των παιδιών μας, πώς ονειρεύονται το αύριο και ταυτόχρονα με ποια εφόδια καλούνται να το χτίσουν… 

Αναφορικά με την εθνικότητα, σημειώνεται μία σταθερή εμπλοκή ανηλίκων ROMA σε πράξεις κυρίως κλοπών. Επίσης, ενώ στον Πειραιά η συμμετοχή Ελλήνων και αλλοδαπών παραβατών προκύπτει ότι είναι σχεδόν ισοδύναμη, και σε κάποιες περιπτώσεις η συμμετοχή των Ελλήνων δραστών είναι υψηλότερη, στο Δικαστήριο Ανηλίκων της Αθήνας η συμμετοχή των αλλοδαπών παραβατών είναι εμφανώς μεγαλύτερη. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται όμως και η μεγαλύτερη ευαλωτότητα του αλλοδαπού πληθυσμού στους μηχανισμούς του τυπικού κοινωνικού ελέγχου, που ίσως είναι εντονότερος στο κέντρο της Αθήνας, όπως εξάλλου μαζικότερη είναι και η συγκέντρωση μεταναστών σε συγκεκριμένες περιοχές της πρωτεύουσας. Τα αστικά κέντρα φαίνεται να είναι καταφύγιο για ανθρώπους που αντιμετωπίζουν θέματα εμπλοκής με τον νόμο, εκεί όμως λαμβάνουν χώρα οι περισσότερες συλλήψεις. 

Από τα προαναφερθέντα αναδεικνύεται ο πολύτιμος ρόλος του σχολείου που πρέπει να κρατήσει στους κόλπους του όλα τα παιδιά και να τα «αγκαλιάσει». Ειδικά τα παιδιά που δεν έχουν υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον και των οποίων οι οικογένειες δεν αντιλαμβάνονται την αξία της παιδείας και το πώς αυτή μπορεί να τα «θωρακίσει» προσφέροντάς τους ισχυρές αξίες ζωής για το μέλλον και μία ουσιαστική ευκαιρία για αλλαγή στην καθημερινότητά τους. 

Συμπερασματικά, η πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών καθιστά εμφανές ότι το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας δεν μένει ανεπηρέαστο. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση της πρόληψης και στην αντιμετώπιση των κρίσιμων ζητημάτων που αφορούν τους ισχυρούς κλυδωνισμούς τους οποίους υφίσταται ο οικογενειακός ιστός. Εξίσου σημαντικό να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις στον χώρο της εκπαίδευσης και να δημιουργήσουμε το «σχολείο του μέλλοντος», καθώς όπως διαπιστώνουμε οικογένεια και σχολείο διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη και στην πορεία ζωής των ανηλίκων. Είναι τέλος αναγκαία η ενίσχυση της κοινωνικής μέριμνας και πρόνοιας για ανηλίκους που στερούνται ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος και βρίσκονται εκτεθειμένοι σε πολλαπλούς κινδύνους και αυτή η σοβαρή παράμετρος του φαινομένου δεν πρέπει να μας διαφεύγει, αλλά οφείλουμε να την αναδεικνύουμε σε τακτική βάση, προκειμένου τα κοινωνικά προβλήματα που δύναται να οδηγήσουν σε υιοθέτηση παραβατικών συμπεριφορών να αντιμετωπιστούν στη ρίζα τους. Αν δεν αντιμετωπιστούν τα οξύτατα ζητήματα που ταλανίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες, η νεανική παραβατικότητα -δυστυχώς- δύναται να εκδηλώνεται με πιο βίαιες μορφές και εκφάνσεις. 


[1] Ο ορισμός αντλείται από το Legal Dictionary διαδικτυακά URL: https://legaldictionary.net/juvenile-delinquency/ στις 23-8-2015. Η διαδικτυακή πηγή ανακτήθηκε στις 12-11-2019. 

[2] Κυριακοπούλου, Ο. (2018) «Ανήλικος» στο Σπινέλλη, Κ.Δ. Κουράκης, Ν. Κρανιδιώτη, Μ.Π. επ. ΛΕΞΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ.Αθήνα: Τόπος, σ.48.

[3] Ό.π.

[4] Kvaraseus, W.C. (1964) Juvenile delinquency: a problem for the modern world. France: UNESCO, σσ.11-24. Διαθέσιμο και διαδικτυακά URL: https://unesdoc.unesco.org/ark:/48223/pf0000133429 Η διαδικτυακή πηγή ανακτήθηκε στις 4-12-2019. 

[5] Martin, G. (2005) Juvenile System: Process and Systems. Thousand Oaks, London, New Delhi: Sage Publications, σσ. 51-54.

[6] Τα στοιχεία που ακολουθούν για τις κοινωνιολογικές θεωρίες και την ερμηνεία του φαινομένου της νεανικής παραβατικότητας αντλούνται από τα ενδιαφέρονται άρθρα από τις ακόλουθες διαδικτυακές πηγές, URLhttp://crime-in-crisis.com/ο-ποινικός-στιγματισμός-του-ανηλίκου/

https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/ekke/article/viewFile/7351/7072.pdf

https://www.encyclopedia.com/social-sciences/encyclopedias-almanacs-transcripts-and-maps/juvenile-delinquency-theories

https://theartofcrime.gr/old/oldartofcrime/old.theartofcrime.gr/index36c5.html?pgtp=1&aid=1278333587

Οι διαδικτυακές πηγές ανακτήθηκαν στις 17-12-2019. 

[7] Βλ. αναλυτικά «Ο ρόλος των επιμελητών ανηλίκων στην Ελλάδα & το προφίλ του ανήλικου παραβάτη» στο Καρδαρά, Α. (2021) Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους. Αθήνα: Παπαζήσης, σσ. 337-355. 


Η Αγγελική Καρδαρά είναι Διδάκτωρ Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ ΕΚΠΑ, Φιλόλογος, Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) & Επιστημονικά Υπεύθυνη του «Crime & Media Lab» ΚΕ.Μ.Ε.

Το θεμα της ημέρας
Διαβάστε περισσότερα:

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας