Οι συνθηματικοί γλωσσικοί κώδικες επικοινωνίας σε ιδρυματικά περιβάλλοντα και η διερεύνηση της «γλώσσας της φυλακής»
Η Αγγελική Καρδαρά για τους συνθηματικούς γλωσσικούς κώδικες που διαμορφώνονται και χρησιμοποιούνται εκτενώς σε απομονωμένα περιβάλλοντα

Oι συνθηματικοί γλωσσικοί κώδικες, που μελέτησα στο πλαίσιο της διδακτορικής μου διατριβής με τίτλο «Φυλακή & Γλώσσα: ο γλωσσικός κώδικας επικοινωνίας των κρατουμένων ως κρίσιμο και αναπόσπαστο στοιχείο της δομής των φυλακών», διαμορφώνονται και χρησιμοποιούνται εκτενώς σε απομονωμένα περιβάλλοντα, όπου τα άτομα μοιράζονται μία κοινή ζωή. Τέτοια περιβάλλοντα είναι σαφώς και τα ιδρυματικά, όπως οι φυλακές και τα άσυλα. Η ανάπτυξη των συνθηματικών κωδίκων στα ανωτέρω περιβάλλοντα οφείλεται σε δύο σημαντικούς λόγους. Πρώτον, στο ότι η «κλειστή»/ περιορισμένη ζωή της ομάδας ευνοεί τη δημιουργία και διάδοσή τους, δεδομένου ότι όσο πιο ισχυρός είναι ο δεσμός που ενώνει τα μέλη μίας ομάδας, τόσο πιο επιτακτική καθίσταται η ανάγκη δημιουργίας ξεχωριστών κωδίκων επικοινωνίας, ώστε να μη «σπάσει» ο δεσμός από εξωτερικούς παράγοντες. Η πιο σοβαρή απειλή είναι η παρείσφρηση «εχθρών» που θα επιδιώξουν να καταστρέψουν τη συνεκτικότητά της. Η απειλή εντείνεται στην περίπτωση ομάδων που έχουν αναπτύξει παραβατική δραστηριότητα και πρέπει απαραιτήτως να προστατευθούν αλλά και να διαφυλάξουν τα μυστικά σχέδια δράσης τους. Δεύτερον, στο ότι κάθε ομάδα –και πρωτίστως οι κοινωνικά καταπιεσμένες και περιθωριοποιημένες- έχει ανάγκη μίας μυστικής γλώσσας ώστε να εξασφαλίσει τη συνοχή μεταξύ των μελών της.

Ο εξέχων ρόλος της «κλειστής» ομάδας στη δημιουργία των συνθηματικών ιδιωμάτων επιβεβαιώνεται από τη θεωρία των «κοινωνικών δικτύων». Να αναφέρω στο σημείο αυτό ότι η γλωσσική έρευνα στα κοινωνικά δίκτυα ξεκίνησε από τις μελέτες της Milroy τη δεκαετία του 1970. Η Milroy εξέτασε τη γλωσσική συμπεριφορά ορισμένων γειτονιών του Belfast της Ιρλανδίας και απέδειξε ότι αυτή επηρεάζεται από το είδος του δικτύου στο οποίο ανήκουν τα άτομα. Ειδικότερα, όσοι ανήκουν σε πολύπλοκα, «κλειστά» δίκτυα εμφανίζουν μεγαλύτερη συμμόρφωση προς τις γλωσσικές νόρμες του δικτύου τους, σε αντίθεση με όσους συμμετέχουν σε «ανοιχτά» δίκτυα. Αυτό που κατ’ ουσίαν συμβαίνει είναι ότι τα «κλειστά» δίκτυα ενώνουν τα μέλη με στενούς δεσμούς αλληλεγγύης και με αυτό τον τρόπο τα καθιστούν λιγότερο δεκτικά σε εξωτερικές επιδράσεις. Ωστόσο, παρατήρησε ότι και εντός ενός δικτύου δεν παρατηρείται απόλυτα ομοιόμορφη γλωσσική συμπεριφορά, καθώς διεπιδρούν και άλλοι κοινωνικοί παράγοντες, όπως η κοινωνική τάξη, η ηλικία ή/ και το φύλο.

Συνοψίζοντας, σύμφωνα με τη Milroy όσο πυκνότερο και με περισσότερα νήματα είναι ένα δίκτυο, τόσο αποτελεσματικότερα λειτουργεί ως μηχανισμός επιβολής στο άτομο του κοινωνικού συστήματος αξιών. Τα ισχυρά δίκτυα, όπως επεσήμανε, εντοπίζονται κυρίως στις κοινότητες της εργατικής τάξης, γιατί η διατήρηση ισχυρών σχέσεων αλληλεγγύης είναι προϋπόθεση επιβίωσης για τους φτωχότερους κοινωνικούς σχηματισμούς. Κατ’ αναλογία, είναι εύκολο να επικρατήσει και να διαδοθεί η αργκό μεταξύ των μελών μίας ομάδας «κλειστού» χαρακτήρα, όπως συμβαίνει στον χώρο των φυλακών και αποδείχθηκε και από τη μελέτη μου.

Ομοιότητες με τη θεωρία των «κοινωνικών δικτύων» εμφανίζει η θεωρία των «communities of practice» (κοινοτήτων δράσης). Πρόκειται για μία διευρυμένη θεωρία των κοινωνιολόγων P. Eckert και S. McConnell-Ginet, η οποία αναφέρεται σε συνάθροιση ανθρώπων ενός οργανισμού/ φορέα κ.λπ. στο πλαίσιο του οποίου αναπτύσσουν και μοιράζονται κοινές πεποιθήσεις, αξίες, τρόπους να πραγματοποιούν διάφορες δραστηριότητες, π.χ. να μιλάνε, να περπατάνε κ.λπ. Με λίγα λόγια τα άτομα εφαρμόζουν πρακτικές που απορρέουν από τις δραστηριότητες τις οποίες τελούν από κοινού (ως μία κοινότητα) και οι οποίες τελικά τους δένουν.

Για τη διερεύνηση της γλώσσας της φυλακής στηρίχτηκα στις παραπάνω θεωρίες. Ειδικότερα, εξέλαβα τη φυλακή ως ένα ισχυρό κοινωνικό δίκτυο, κατά τη θεωρία «των κοινωνικών δικτύων». Παρόλο που η προαναφερθείσα θεωρία εστιάζει το ενδιαφέρον της σε γλωσσολογικό επίπεδο, μπορεί σαφώς να εφαρμοστεί και σε κοινωνιολογικές έρευνες, ιδιαίτερα κατά την εξέταση ολοκληρωτικού τύπου ιδρυμάτων, όπου συμβιώνει υψηλός αριθμός ατόμων υπό την επίβλεψη μίας αρχής. Εντόπισα ωστόσο μία σημαντική διαφορά μεταξύ των κοινωνικών δικτύων που δημιουργούνται εκτός φυλακής και του κοινωνικού δικτύου που δημιουργείται εντός, η οποία συνίσταται στο ότι η φυλακή δεν είναι ένα δίκτυο που έχει δημιουργηθεί αυθόρμητα, όπως κατά κανόνα συμβαίνει με τα δίκτυα στην ελεύθερη κοινωνία, άλλα τεχνητά, γιατί τα μέλη της εξαναγκάζονται να συνυπάρχουν στο κλειστό και σκληρό περιβάλλον της και να δημιουργούν μεταξύ τους δεσμούς. Αυτό ακριβώς το στοιχείο διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο και στη διαμόρφωση και εξέλιξη των σχέσεων μέσα στη φυλακή, καθιστώντας τις ακόμα πιο σύνθετες. Τις σχέσεις όμως που αναπτύσσονται μέσα στη φυλακή θα εξετάσουμε σε άλλο άρθρο.

Η κατάσταση δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι σε κάθε σωφρονιστικό κατάστημα συμβιώνουν και αλληλεπιδρούν αναγκαστικά άτομα που συχνά διαφέρουν ως προς τον χαρακτήρα και την εν γένει προσωπικότητά τους, την ηλικία, τις κοινωνικές εμπειρίες εντός και εκτός φυλακής, τη βαρύτητα του διαπραττομένου αδικήματος κ.λπ.. Πρέπει επίσης να υπογραμμισθεί ότι, στη σύγχρονη εποχή, πέρα από την ομάδα των κρατουμένων και την ομάδα του σωφρονιστικού προσωπικού, εντοπίζονται πολλές υπο-ομάδες, που διαμορφώνονται βάσει της εθνικής καταγωγής, του διαπραχθέντος εγκλήματος, του χρόνου παραμονής στη φυλακή και πολλών άλλων διακριτών στοιχείων. Άμεση συνέπεια του παραπάνω είναι να καθίσταται η επικοινωνία δυσχερής, ακόμα και ανέφικτη σε κάποιες περιπτώσεις, διότι, όταν μέλη διαφορετικών ομάδων έρχονται σε επαφή, οι όροι και οι συνθήκες αλληλεπίδρασης δυσχεραίνουν σε μεγάλο βαθμό. Αυτό οφείλεται, σύμφωνα με τη θεωρία της αλληλεπίδρασης, στο ότι ορισμένα πρόσωπα αδυνατούν να συμμετέχουν στη διαδικασία ανάπτυξης σχέσεων, γιατί κάποια στοιχεία στη συμπεριφορά των υπολοίπων έρχονται σε αντίθεση με τις δικές τους αρχές και τα δικά τους «πιστεύω», με αποτέλεσμα οι δεσμοί που δημιουργούνται να είναι βεβιασμένοι και εξαναγκαστικοί.

Επιστρέφοντας τώρα στη μελέτη των συνθηματικών γλωσσών, ένα ακόμα σημαντικό χαρακτηριστικό τους έγκειται στο ότι συνιστούν ένα περιορισμένο σύνολο λέξεων που περιλαμβάνει ως επί το πλείστον ουσιαστικά και ρήματα, επίθετα και σε μικρότερο βαθμό επιρρήματα και αριθμητικά. Το λεξιλόγιο τους είναι ελλιπές σε πολλά θέματα αλλά πλουσιότατο σε άλλα. Στην παραδοσιακή κοινωνία τα θέματα που πραγματεύονταν ήταν το χρήμα, το γλέντι, το φαγητό, τα ανθρώπινα συναισθήματα όπως η αγάπη, και κυρίως η αστυνομία η οποία απειλούσε τη συνοχή της ομάδας. Όπως δηλαδή διαπιστώνει κανείς, οι συνθηματικές γλώσσες αναφέρονται σε ζητήματα που σχετίζονται άμεσα με την καθημερινότητα των ανθρώπων και τα οποία τους απασχολούν εντόνως, αφού σκοπός τους είναι να αποτυπώσουν πρόσωπα και καταστάσεις που βιώνουν οι ομιλητές τους.

Επίσης, θεμελιώδες χαρακτηριστικό των συνθηματικών γλωσσών είναι ότι ανανεώνουν συνεχώς το λεξιλόγιο τους. Η τάση ανανέωσης, άλλωστε, συνιστά κοινό χαρακτηριστικό όλων των γλωσσικών κωδίκων. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση αποκτά ιδιαίτερη βαρύτατα που δεν την συναντάμε στις άλλες γλωσσικές μορφές και η οποία ερμηνεύεται από το γεγονός ότι ο κύριος σκοπός που εξυπηρετούν τα συνθηματικά ιδιώματα είναι η απόκρυψη. Έτσι, μόνο μέσω της διαρκούς ανανέωσης καθίσταται ακατανόητο για τους αμύητους το νόημα των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιούν οι ομιλητές τους.

Ένα εξίσου καίριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι, όσο κι αν διαφοροποιούνται από τη θεσμικά καθιερωμένη γλώσσα, θεμελιώνονται σε αυτήν ως προς τη γραμματική, τη σύνταξη, τη φωνητική και το παραγωγικό, αφού ουσιαστικά πηγάζουν από αυτήν. Τόσο σε εθνική όσο και σε διεθνής κλίμακα σχηματίζονται από την ανάμειξη εγχώριων με ξένα λεξιλογικά στοιχεία, έχοντας όμως ως βάση τη φωνητική και το τυπικό της εκάστοτε ομιλουμένης. Με άλλα λόγια, χρησιμοποιούν τις ήδη υπάρχουσες λέξεις αλλά με τρόπο που είναι ακατανόητες στους αμύητους. Γι’ αυτό η Françoise Gadet παρατήρησε ότι πολύ δύσκολα διαχωρίζονται οι συνθηματικές γλώσσες από την ομιλουμένη, καθώς και οι δύο καταφεύγουν στους ίδιους τρόπους παραγωγής των λέξεων.

Τέλος, ένα εξέχουσας σημασίας χαρακτηριστικό είναι τα αποκρυπτικά μέσα που χρησιμοποιούν σε μεγάλη έκταση οι ομιλητές τους, για να μην τους καταλαβαίνουν οι μη ανήκοντες στην ομάδα τους. Αυτά τα μέσα, τα οποία αναζήτησα και κατά τη μελέτη της γλώσσας της φυλακής, πηγάζουν από την καθομιλουμένη και συνίστανται στα ακόλουθα:

α) φωνητικός μετασχηματισμός
Ο φωνητικός μετασχηματισμός πραγματοποιείται με τους εξής τρεις τρόπους: αναγραμματισμό, προσθήκη συλλαβής και βράχυνση λέξης. Ειδικότερα, ο αναγραμματισμός συντελείται στα σύμφωνα της λέξης, ενώ συχνά αναγραμματίζονται οι συλλαβές κάθε λέξης, π.χ. κατσώνω αντί τσακώνω. Ο δεύτερος τρόπος φωνητικού μετασχηματισμού είναι η προσθήκη σε κάθε συλλαβή ολόκληρης συλλαβής, π.χ. τίκι κακά νείςκει; = «τι κάνεις;», φέκρε-ρέκρε μαςκρα = «φέρε-μας». Ακόμα, μπορεί να προστίθεται και λέξη ολόκληρη, π.χ. φεφεγγάρι-ρεφεγγάρι-μας = «το φεγγάρι». Τέλος, προστίθεται στην αρχή ή στο τέλος της λέξης συλλαβή που δεν σχετίζεται άμεσα με τη λέξη, π.χ. οχτώγια = «οχτώ», νίδιο = «δύο», νίτρια = «τρία». Από την άλλη πλευρά έχουμε αφαίρεση συλλαβής, π.χ. φόλι = «το πορτοφόλι», κόνια = «η κοκαΐνη», μάνος = «το μοναστήρι».

β) νεολογισμός
Στη γλωσσολογία με τον όρο «νεολογία» εννοούμε τη διαδικασία με την οποία εισάγεται στο λεξιλόγιο μίας γλώσσας μία νέα έννοια είτε με καινούργια λέξη (από σύνθεση, παραγωγή, αυτούσια μεταφορά ξένης λέξης ή προσαρμογή της στη γλώσσα υποδοχής) είτε με τη χρήση μίας λέξης που έχει ήδη συγκεκριμένο περιεχόμενο, για να αποδοθεί η νέα έννοια. Το αξιοσημείωτο ότι οι νεολογισμοί απαντώνται όχι μόνο στα συνθηματικά ιδιώματα αλλά και στην καθομιλουμένη.

Οι πηγές των νεολογισμών είναι τα βιώματα και οι εμπειρίες της καθημερινής ζωής. Επομένως, ο ερευνητής δύναται να αναλύσει τις δημιουργούμενες εκφράσεις στηριζόμενος στις εικόνες της καθημερινότητας και όχι ανατρέχοντας σε σύνθετα σχήματα και μηχανισμούς. Επίσης, οι νεολογισμοί συχνά βασίζονται σε μεταφορές (οπτικές και ακουστικές). Δίνουμε μεγάλη έμφαση στη χρήση των μεταφορών στις συνθηματικές γλώσσες, γιατί, πρώτον αποκαλύπτουν τη ζωηρή φαντασία και δημιουργικότητα των γλωσσοπλαστών και, δεύτερον μέσω αυτών ο ομιλητής πετυχαίνει κάτι πολύ σημαντικό, να εκφράσει πολυσύνθετες έννοιες και να μεταδώσει στους συνομιλητές του πλήθος συμβολικών μηνυμάτων. Κατ’ αντιστοιχία με τις ελληνικές συνθηματικές γλώσσες, και στη γαλλική αργκό βρίσκουμε πολυάριθμες μεταφορές. Σαφώς, παρουσιάζει ενδιαφέρον ότι οι μεταφορές απαντώνται σε μεγάλη έκταση στη γλώσσα της φυλακής και γενικά του θεωρούμενου υποκόσμου, αποτελώντας όπως διαπιστώθηκε μία διέξοδο από την «ασκήμια» της μίζερης ζωής τους.

γ) δανεισμός
Το τρίτο αποκρυπτικό μέσο που χρησιμοποιούν συχνά οι συνθηματικές γλώσσες είναι ο δανεισμός λέξεων και φράσεων από άλλες γλώσσες. Αναλυτικότερα, οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται προέρχονται από γλώσσες γειτονικών χωρών και από ξενόγλωσσα κρυπτικά ιδιώματα. Επιπλέον, οι ομιλητές τους έχουν τη δυνατότητα να δανείζονται όρους όχι μόνο από ξένες γλώσσες αλλά και από διαλέκτους. Πολλές φορές τα δάνεια υφίστανται παραμορφώσεις για να καθίστανται ακόμα πιο δυσνόητες οι δημιουργούμενες εκφράσεις στους μη μυημένους.

Ο δανεισμός μάλιστα θεωρείται προσφιλές μέσο, γιατί δίνει τη δυνατότητα στους ομιλητές να χρησιμοποιήσουν τις λέξεις ως έχουν. Σημαντική πάντως προϋπόθεση για να μπορέσουν οι ομιλητές ενός γλωσσικού κώδικα να αντλήσουν ξένες λέξεις είναι να έρχονται σε επαφή με λαούς ώστε να γνωρίζουν το λεξιλόγιο τους. Γι’ αυτό τα ελληνικά μάγκικα είχαν στο παρελθόν λίγες ξένες λέξεις λόγω περιορισμένων επαφών, σε αντίθεση με άλλες συνθηματικές γλώσσες που είχαν πολλά ξένα στοιχεία, όπως η γερμανική Rotwelsch (η συνθηματική γλώσσα των παρανόμων στη Γερμανία) που σχηματίσθηκε από συνδυασμό γερμανικών-εβραϊκών λέξεων και η αγγλική cant που περιλαμβάνει πολλές ιρλανδικές λέξεις, όπως ο όρος twig = «καταλαβαίνω».

Εν κατακλείδι, τα τρία μέσα (φωνητικοί μετασχηματισμοί, νεολογισμοί, δανεισμοί), είτε χρησιμοποιούνται όλα μαζί (σε σπανιότερες περιστάσεις) είτε ξεχωριστά, οδηγούν στη δημιουργία του ιδιαίτερου λεξιλογίου των συνθηματικών ιδιωμάτων, μέσω του οποίου διαδίδονται μηνύματα με βαθύτερο/ συμβολικό νόημα.

Θα ολοκληρώσω το παρόν άρθρο με τα βασικά πορίσματα της έρευνας που πραγματοποίησα στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού και στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Αυλώνα για τον ιδιαίτερο γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας ο οποίος χρησιμοποιείται από τον έγκλειστο πληθυσμό. Στηριζόμενη σε έναν συνδυασμό μεθόδων και τεχνικών (ερωτηματολόγια, δομημένη συνέντευξη και επιτόπια παρατήρηση) επιχείρησα να καταγράψω την εικόνα που συνθέτει τη «μικροκοινωνία» της φυλακής. Το θεμελιακό συμπέρασμα που εξάγεται από την ανάλυση των δεδομένων συνίσταται στο ότι η γλώσσα της φυλακής ή φυλακίστικη διάλεκτος ή αλλιώς φυλακίστικες λέξεις, όπως οι ίδιοι οι φυλακισμένοι χαρακτηρίζουν τον γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας τους, είναι μία πολυσύνθετη έννοια, με έντονες διαστάσεις και προεκτάσεις. Γι’ αυτό πολύ δύσκολα θα μπορούσαμε να την ορίσουμε με ακρίβεια και σαφήνεια.

Διακρίνεται σε δύο «παρακλάδια»: πρώτον, την αργκό που χρησιμοποιείται σε καθημερινή βάση και σε μεγάλο βαθμό ελεύθερα μεταξύ των τροφίμων ακόμα και ενώπιον των σωφρονιστικών υπαλλήλων προς τους οποίους νιώθουν μεγαλύτερη οικειότητα, σε σημείο που οι τελευταίοι «δανείζονται» ορισμένες από τις εκφράσεις αυτής της γλώσσας, είτε για να επικοινωνήσουν πιο αποτελεσματικά με τους εγκλείστους είτε από συνήθεια γιατί τις ακούνε συνέχεια. Το δεύτερο «παρακλάδι» της γλώσσας της φυλακής αφορά τη σκληρά κρυπτική γλώσσα που χρησιμοποιείται στα στενά όρια της ομάδας, γιατί εξυπηρετεί καθαρά και μόνο συνθηματικούς σκοπούς. Στηρίζω όμως τη θέση ότι η αμιγώς κρυπτική γλώσσα αλλάζει μορφή. Περισσότερο βασίζεται σε φαινομενικά αθώες/ παραπλανητικές εκφράσεις, σε λέξεις και φράσεις δανεισμένες από ξένες γλώσσες (προτιμώνται οι «άγνωστες» στο ευρύ κοινό γλώσσες, π.χ. αραβικά) και σήματα μορς. Άλλωστε, αποτελεί πραγματικότητα ότι στις μέρες μας όλα αποκαλύπτονται πιο εύκολα και διαδίδονται με ταχύτατους ρυθμούς από τα Μ.Μ.Ε. και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στα οποία έχει άμεση πρόσβαση ο καθένας από εμάς. Επομένως, πολύ πιο δύσκολα μπορεί να διατηρήσει τον κρυπτικό της χαρακτήρα κάθε κώδικας επικοινωνίας, έστω κι αν δημιουργείται στο πλαίσιο «κλειστών» ομάδων. Γι’ αυτό συνεχώς ανανεώνεται και αποκτά νέες μορφές και περιεχόμενο.

Ο ιδιαίτερος γλωσσικός κώδικας επικοινωνίας του έγκλειστου πληθυσμού απαρτίζεται από ένα σύνολο λέξεων και φράσεων, εκ των οποίων άλλες δημιουργούν οι έγκλειστοι και άλλες δανείζονται από διαφορετικούς γλωσσικούς κώδικες, κυρίως από τη γλώσσα των νέων και τη γλώσσα του στρατού, καθώς και από ξένες γλώσσες. Οι κρατούμενοι χρησιμοποιούν σε μεγάλη έκταση αυτές τις εκφράσεις για να περιγράψουν πρόσωπα και καταστάσεις, εντός και εκτός σωφρονιστικού καταστήματος, που επιδρούν στην καθημερινότητά τους άμεσα και έμμεσα. Πρέπει ακόμα να τονίσω ότι στη χαρακτηριζόμενη γλώσσα της φυλακής συμπεριλαμβάνουμε όχι μόνο αργκοτικές εκφράσεις, αλλά και ιδιωματικές εκφράσεις που χρησιμοποιούνται εκτός φυλακής καθώς επίσης το σύνολο των λέξεων και φράσεων της κοινής που έχει υιοθετηθεί στο λεξιλόγιο των εγκλείστων και έχει αποκτήσει ένα ιδιαίτερο νόημα και περιεχόμενο λόγω των ιδιόμορφων συνθηκών διαβίωσης, π.χ. είναι κότα, είναι παντελονάτος, είναι αρσενικός κ.λπ.
Σταδιακά, αναπτύσσεται ένα κοινό πλαίσιο επικοινωνίας στον χώρο της φυλακής, το οποίο αντλεί τη δύναμή του από τον εν λόγω κώδικα. Υπό αυτή την έννοια, η γλώσσα της φυλακής αποτελεί το απαραίτητο μέσο για να ενταχθεί κάθε τρόφιμος τόσο στη μεγάλη ομάδα των κρατουμένων όσο και στις υπο-ομάδες των οποίων είναι μέλος. Ταυτόχρονα είναι το μέσο για να «δειχτεί» στο περιοριστικό πλαίσιο της φυλακής, να επιδείξει δηλαδή την ισχύ του, από φόβο μήπως δώσει την εντύπωση του «αδύναμου» και πέσει θύμα εκμετάλλευσης ή/ και χλευασμού των υπολοίπων. Σε ένα δεύτερο αλλά εξίσου σημαντικό επίπεδο, του παρέχει τη δυνατότητα να αποκτήσει μία συγκεκριμένη ταυτότητα, ώστε να επαναπροσδιορίσει την ύπαρξή του και να ανακτήσει την αξιοπρέπειά του, η οποία έχει καταρρακωθεί.

Εάν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι με την είσοδό του στο σωφρονιστικό κατάστημα το άτομο υποχρεούται να εγκαταλείψει τις δραστηριότητες και τους δεσμούς που είχε στην ελεύθερη κοινωνία και να αποδεχτεί τον ρόλο του «κατώτερου» στην ιεραρχία της φυλακής, αντιλαμβανόμαστε τη βαρύνουσα σημασία της γλώσσας ως προς τη διαμόρφωση της «ψυχολογίας των εγκλείστων». Μέσω αυτής οι κρατούμενοι, αν και «στιγματίζονται» ακόμα περισσότερο, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα «δεινά» του εγκλεισμού. Συνεπώς, επιβεβαιώνεται η πρωταρχική θέση της παρούσας μελέτης, σύμφωνα με την οποία η γλώσσα των εγκλείστων είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δομής των φυλακών, στην οποία θεμελιώνονται οι αξίες του «υποπολιτισμού» τους.

Η γλώσσα των τροφίμων δεν είναι στατική αλλά ανανεώνεται συνεχώς και εμπλουτίζεται με καινούργιες λέξεις και φράσεις. Η γλωσσική αλλαγή, δηλαδή, είναι έντονη. Οι διαρκείς διαφοροποιήσεις που υφίσταται απορρέουν από την ανάγκη των ομιλητών να αποτυπώσουν τις σημαντικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα εντός και εκτός σωφρονιστικού καταστήματος και οι οποίες επιδρούν καταλυτικά στην ψυχοσύνθεση τους. Εδώ εντοπίζεται η αιτία για την οποία λέξεις και φράσεις που είχαν γνωρίσει διάδοση στο παρελθόν έχουν αντικατασταθεί από νέες. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα αποτελούν οι λέξεις μπουζού, μπουζουριάζω και ψειρού = «η φυλακή». Ειδικά με την τελευταία, η οποία αντικαθίσταται από τη λέξη κολλέγιο, οι τρόφιμοι συνήθιζαν να περιγράφουν «τον ρυπαρό χώρο της φυλακής». Το κολλέγιο δείχνει την αλλαγή στις συνθήκες διαβίωσης ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, αν και χρησιμοποιείται με έντονα ειρωνική διάθεση.

Επίσης, δεν χρησιμοποιούνται όλες εκείνες οι εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν ευρέως οι «μάγκες» της παραδοσιακής κοινωνίας και αποτύπωναν γλαφυρά το πνεύμα της εποχής, όπως μαγγαφάς = «ο ανεπιτυχώς μιμούμενος το μάγγα», που έρχεται σε αντίθεση με τον αληθινό μάγγα = «ο μόρτης/«ο έξυπνος», «ο πεπειραμένος», «ο καπάτσος», «ο άνθρωπος της ύποπτης και ασύδοτης ζωής», μάγγικα = «πολύ ωραία»/«πολύ έξυπνα», μαγγώνω = «πιάνω», «αρπάζω», «ζορίζω», «συλλαμβάνω», μακαντάσης = «ο αδελφικός φίλος», ξαφρίζω = «υποκλέπτω», «υπεξαιρώ», ξερνάω = «ομολογώ», «προδίδω», «αποκαλύπτω», ξευτίλα = ο εξευτελισμός, ξηγιέμαι = «εξηγούμαι», «ανταποκρίνομαι», «έρχομαι σε συμφωνία», «κάνω αυτό που πρέπει» κ.λπ. Ούτε χρησιμοποιούνται τόσες πολλές λέξεις για την κλοπή που ήταν το πιο «διαδεδομένο» αδίκημα, όπως μανιτάρι ( = «κλοπή με ειδικό τρόπο με τη γνωστή και στην αστυνομία «μέθοδο του μανιταριού»), μανιταρτζής ( = αυτός που κλέβει εφαρμόζοντας την παραπάνω μέθοδο), αλλά διαπιστώθηκε ότι η γλώσσα της φυλακής έχει ένα πολύ πλούσιο λεξιλόγιο για τη χρήση ουσιών.

Ένα άλλο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της γλώσσας της φυλακής που προέκυψε από την έρευνα είναι ότι οι ομιλητές της, κατ’ αντιστοιχία με τους ομιλητές άλλων γλωσσικών κωδίκων επικοινωνίας, έχουν επίγνωση των περιστάσεων χρήσης της. Αυτό σημαίνει ότι οι κρατούμενοι γνωρίζουν σε ποιες περιστάσεις και με ποια πρόσωπα «επιτρέπεται» και σε ποιες περιστάσεις και με ποια πρόσωπα «δεν επιτρέπεται», υπό τους άτυπους νόμους της επικοινωνίας, να χρησιμοποιήσουν αργκό. Πιο συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι την χρησιμοποιούν μέν σε καθημερινή βάση αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό με άτομα με τα οποία κάνουν περισσότερη παρέα στον χώρο της φυλακής και όταν οι συνθήκες επικοινωνίας είναι πιο «χαλαρές», όπως οι ίδιοι αναφέρουν. Είναι χαρακτηριστική η φράση ενός εγκλείστου ότι την χρησιμοποιούν «με όσους νιώθουν κάποια συναισθηματική αλληλοκάλυψη».

Συμπερασματικά, τα κύρια χαρακτηριστικά της γλώσσας της φυλακής συνίστανται στα εξής:
• αποτελεί μέσο επικοινωνίας αλλά και έκφρασης συναισθημάτων, απόψεων, ιδεών και στάσεων απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις
• είναι ένα ισχυρό σύμβολο που διασφαλίζει τη συμμετοχή στην ομάδα των κρατουμένων και κατ’ επέκταση την αρμονική συμβίωση και επιβίωση τους στο σκληρό περιβάλλον της φυλακής
• ανανεώνεται συνεχώς και εμπλουτίζεται με νέες λέξεις και φράσεις, αποτυπώνοντας το πνεύμα κάθε εποχής και κοινωνίας
• είναι ένας κώδικας που χρησιμοποιείται από τους εγκλείστους, εκτενώς, σε συγκεκριμένες περιστάσεις και με συγκεκριμένα πρόσωπα προς τα οποία νιώθουν μεγαλύτερη οικειότητα, ακολουθώντας τις άτυπες συνθήκες της επικοινωνίας

Η Αγγελική Καρδαρά είναι Δρ. του Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Φιλόλογος και Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.)

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας