Ιδεοληπτικοί εγκληματίες & η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Η Αγγελική Καρδαρά για τους παράγοντες εγκληματογένεσης που απασχολούν και προβληματίζουν εντόνως τις κοινωνίες

Οι παράγοντες εγκληματογένεσης απασχολούν και προβληματίζουν εντόνως τις κοινωνίες και αναμφίβολα τους ειδικούς επί του θέματος επιστήμονες. Στο παρόν άρθρο εξετάζονται οι ιδεοληψίες ως κίνητρο εγκληματικής δράσης, στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνιών που υφίστανται ισχυρούς κλυδωνισμούς. Παράλληλα, επιχειρείται η σύγκριση με τη λογοτεχνία και πιο συγκεκριμένα με το κεντρικό πρόσωπο ενός κορυφαίου μυθιστορήματος της ελληνικής λογοτεχνίας, την Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Να σημειωθεί εδώ ότι οι ιδεοληπτικοί εγκληματίες στη λογοτεχνία και οι συσχετισμοί τους με πραγματικές ψυχο-εγκληματικές μορφές μέσα από την ανάλυση συγκεκριμένων μελετών περίπτωσης (case studies) αποτέλεσε το αντικείμενο διερεύνησης ενός εκτεταμένου άρθρου μου που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2020 στον Τιμητικό Τόμο για τον Ομ. Καθηγητή Εγκληματολογίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Γιάννη Πανούση, υπό τον τίτλο ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ: ΠΕΡΙΒΛΕΠΤΟΝ ΑΛΕΞΙΦΩΤΟΝ;.

Είναι αξιοσημείωτο ότι μολονότι η έννοια του εγκλήματος είναι πανάρχαια, η επιστήμη της εγκληματολογίας είναι νεότερη.  Συμβατικά τοποθετείται στο έτος 1876, τη χρονιά δηλαδή που ο Cesare Lombroso, δημοσίευσε το έργο του Ο εγκληματίας άνθρωπος.[1] Ο πρώτος Καθηγητής της Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών,  Κωνσταντίνος Γαρδίκας (1864-1984), όρισε την εγκληματολογία ως την επιστήμη που σπουδάζει το έγκλημα ως πραγματικό, δηλαδή ως φυσικό και ψυχικό γεγονός, καθώς και τα μέσα καταπολέμησής του. Σύμφωνα με τον Léauté, η εγκληματολογία είναι η επιστημονική μελέτη του συνόλου του εγκληματικού φαινομένου.  

Από την άλλη μεριά,  άλλοι συγγραφείς έχουν καταφύγει σε περιγραφικούς ορισμούς,  όπως ο Αμερικανός Sutherland (1833-1950) και ο Γερμανός Kaiser. Ειδικότερα,  ο Sutherland όρισε την εγκληματολογία ως το σώμα των γνώσεων, οι οποίες αναφέρονται στην παράβαση και το έγκλημα ως κοινωνικά φαινόμενα. Ο Kaiserδιατύπωσε την άποψη ότι η εγκληματολογία αποτελεί ένα ταξινομημένο σύνολο εμπειρικών γνώσεων, οι οποίες αναφέρονται στην παράβαση και το έγκλημα ως κοινωνικά φαινόμενα.  Ο Kaiser διατύπωσε την άποψη ότι η εγκληματολογία αποτελεί ένα ταξινομημένο σύνολο εμπειρικών γνώσεων,  οι οποίες αναφέρονται στο έγκλημα,  στον παραβάτη,  στις αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις και στον έλεγχο συναφούς συμπεριφοράς.  

Στο σημείο αυτό πρέπει,  ασφαλώς,  να υπογραμμισθεί ότι σε όλες τις κοινωνίες και τις εποχές έχουν διατυπωθεί διάφοροι ορισμοί για την εγκληματολογία. Αυτή η ποικιλία,  αλλά και η ανομοιογένεια των προτεινόμενων ορισμών, δύναται να ερμηνευθούν με δύο τρόπους.  Βάσει της πρώτης ερμηνείας, η εγκληματολογία αποτελεί τη συνισταμένη τμημάτων αρκετών κλάδων, όπως είναι η ψυχολογία,  η κοινωνιολογία,  η ανθρωπολογία,  η ψυχιατρική,  το ποινικό δίκαιο κ.λπ. Βάσει της δεύτερης,  δεν υπάρχει μια εγκληματολογία αλλά πολλές,  η καθεμία εκ των οποίων ασχολείται με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Η εγκληματολογία δεν υποκαθιστά τις ποινικές-νομικές επιστήμες, αλλά αποτελεί έναν διεπιστημονικό, διακριτό και αυτόνομο κλάδο.[2] 

Ωστόσο,  παρά την πληθώρα των ορισμών και των ερμηνειών που κατά καιρούς έχουν δει το φως της δημοσιότητας,  η εγκληματολογία διέπεται από κάποια πρωταρχικά χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να συνεχιστούν στο εξής σημείο: κύρια ενασχόλησή της είναι ο άνθρωπος και γενικότερα το σύνολο της ανθρώπινης κοινωνίας.  Ένα από τα κύρια αντικείμενα που εξετάζει η εγκληματολογία, όπως άλλωστε αποκαλύπτεται και από την ετυμολογία της λέξεως (λόγος περί εγκλήματος) είναι το έγκλημα. 

Η έννοια του «εγκλήματος» περιλαμβάνει τόσο το νομικό όσο και το πραγματικό έγκλημα. Ειδικότερα, το έγκλημα ως αυτοτελές αντικείμενο έρευνας και μελέτης, απασχολεί πρωτίστως το (Ουσιαστικό) Ποινικό Δίκαιο και τη (θεωρητική) Εγκληματολογία. Ωστόσο, πρέπει να καταστεί σαφές ότι κάθε ένας από αυτούς τους  δύο επιστημονικούς κλάδους προσεγγίζει με διαφορετικό τρόπο το έγκλημα και κατά συνέπεια, με διαφορετική έννοια. 

Για το ποινικό δίκαιο, το έγκλημα είναι  μια νομική κατασκευή. Υπό αυτό το πρίσμα, το έγκλημα είναι ό,τι ορίζει ο ποινικός νομοθέτης σε μια αφηρημένη διάταξη του (ποινικού) νόμου, απειλώντας ποινή για την περίπτωση παραβίασης των ορισμών του. Στο σημερινό στάδιο εξέλιξης του Ποινικού Δικαίου τα (νομικά) εγκλήματα καθορίζονται στον νόμο περιπτωσιολογικά, δηλαδή για κάθε έγκλημα προβλέπεται ιδιαίτερη διάταξη νόμου. 

Επομένως, διαπιστώνεται ότι η έννοια του (νομικού) εγκλήματος είναι έννοια τυπική, με μόνο της κριτήριο την υπαγόρευση του ποινικού νόμου, ανεξαρτήτως της ουσίας αυτής. Από την άλλη πλευρά, η εγκληματολογία απεικονίζει το «έγκλημα» με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Πιο συγκεκριμένα, για την εγκληματολογία που είναι άλλωστε μια θετική επιστήμη, το έγκλημα δεν αποτελεί μια αφηρημένη έννοια κάποιας διάταξης ενός νόμου, αλλά είναι ένα πραγματικό πρόβλημα της καθημερινής ζωής, ένα κοινωνικό γεγονός με απτές διαστάσεις. Αυτή η επιστημονική θεώρηση του προβλήματος οδήγησε στη σύλληψη της εικόνας του εγκλήματος ως κοινωνικού φαινομένου με πραγματικό περιεχόμενο. Αυτό σημαίνει ότι το πραγματικό έγκλημα αποτέλεσε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Εγκληματολογίας. Στη συνέχεια, η συνειδητοποίηση της ανάγκης για τη μελέτη του προβλήματος του εγκλήματος, ως κοινωνικού φαινομένου με πραγματικό περιεχόμενο έθεσε το θεμέλιο για την οικοδόμηση του επιστημονικού κλάδου της Εγκληματολογίας. Μάλιστα με τη συζήτηση του εν λόγω θέματος ξεκινάει το βιβλίο του Raffaele Garofalo «Εγκληματολογία» (Criminologia, Τορίνο 1885), που έδωσε και το όνομα στον τότε νέο επιστημονικό κλάδο.[3]

Συνοψίζοντας, υφίστανται ορισμένα τυποποιημένα γνωρίσματα αυτού, δηλαδή στοιχεία που απαντώνται στερεοτύπως σε κάθε εγκληματική συμπεριφορά, ανεξαρτήτως της ιδιαίτερης φύσης της.  Σε μια προσπάθεια να συνοψισθούν όλα αυτά τα στοιχεία καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι κάθε έγκλημα στην ουσία του:

  • Αποτελεί φαινόμενο της ζωής. 
  • Είναι ανθρώπινη εκδήλωση και ειδικότερα πράξη.
  • Ενέχει αντικοινωνικότητα. Η αντικοινωνικότητα του εγκλήματος έγκειται στο ότι συνιστά ή εμπεριέχει το στοιχείο της προσβολής της σχέσεως κοινωνίας,  η οποία συνδέει το υποκείμενο του εγκλήματος με άλλους φορείς εξουσίας,  όπως είναι τα άτομα,  τα σύνολα ατόμων, τα κοινόβια ή τα σύνολα κοινοβίων με την καθολική υπερατομική διυποκειμενική ένωση,  δηλαδή την ανθρωπότητα στο σύνολό της.  
  • Ενέχει αντεκπολιτιστικό χαρακτήρα,  ο οποίος εκδηλώνεται είτε με τη μορφή απλής αναστολής του εκπολιτισμού,  είτε με τη μορφή εκπολιτιστικής οπισθοδρόμησης. 
  • Προκαλεί πολύπλευρη ζημία στο σύνολο της ανθρώπινης κοινωνίας  
  • Συνιστά μια οριακή κατάσταση. Με αυτήν τη διαπίστωση αγγίζουμε τον χώρο του μεταφυσικού. Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται από το ότι ο άνθρωπος, ως προσωπικότητα,  ανήκει και στον χώρο αυτό.[4]

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στενή είναι και η σχέση ανάμεσα στις έννοιες «έγκλημα» και «ποινή».Επιχειρώντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή διαπιστώνεται ότι όλες οι φυλές και οι κοινότητες έχουν οργανωθεί βάσει ενός άγραφου κώδικα συμπεριφοράς, ο οποίος καθορίζει ποιες ενέργειες είναι αποδεκτές και ποιες όχι, άρα πρέπει να τιμωρούνται.

Μάλιστα ο χαρακτηριζόμενος και ως «κώδικας ηθικής» είναι συχνά πιο αυστηρός και έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τους θεσμικά καθιερωμένους νόμους, γιατί απορρέει από το «λαϊκό αίσθημα» περί δικαίου. Σε ένα επόμενο άρθρο θα εξετάσουμε επισταμένως τη λειτουργία και τους σκοπούς που επιτελεί ο άγραφος κώδικας συμπεριφοράς και οι άγραφοι νόμοι μέσα στη φυλακή. 

Επομένως, η ποινή από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή, είτε στηρίζεται σε άγραφους είτε σε γραπτούς κανόνες, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο όλων των κοινωνιών, απαραίτητο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας τους. Κατά συνέπεια, η έννοια της «τιμωρίας» δεν μπορεί να προσεγγιστεί ανεξάρτητα από την έννοια της «κοινωνίας», διότι συνδέεται άρρηκτα με αυτήν («έγκλημα και τιμωρία»). Η ποινή είναι, δηλαδή, ένα κατεξοχήν κοινωνικό και κατ’ επέκταση ιστορικό φαινόμενο, δεδομένου ότι πηγάζει από την κοινωνική δομή και υπόκειται στις αρχές της, αποκαλύπτοντας σε ένα δεύτερο επίπεδο την παθολογία της κοινωνικής μας ζωής.

Ως προς τη γλωσσική ανάλυση της λέξης «ποινή», καταγράφεται στα λεξικά με δύο σημασίες: με την καθημερινή/κοινή χρήση της και τη νομική. Ειδικότερα, ως όρος της καθομιλουμένης σημαίνει «είδος τιμωρίας που επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη». Ως νομικός όρος, αποκτά πιο εξειδικευμένη σημασία. Έχει την έννοια της «τιμωρίας που επιβάλλεται σε κάποιο άτομο, κατόπιν δικαστικής απόφασης και ισοδυναμεί με τη στέρηση της ελευθερίας, περιουσίας ή ζωής του ή την επιβολή προστίμου». Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αρχική σημασία του όρου, η οποία ήταν «εκδίκηση για το διαπραχθέν έγκλημα, μέσω της καταβαλλόμενης τιμής για το αίμα που είχε χυθεί, ώστε να επιτευχθεί η ισορροπία στις σχέσεις των εμπλεκομένων και ο εξαγνισμός του δράστη».

Αναφορικά με την εξελικτική πορεία της ποινής, αν και καταγράφονται σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης των εγκλημάτων από εποχή σε εποχή και από κοινωνία σε κοινωνία, η ιστορία της ποινής διέγραψε μια κοινή σχεδόν πορεία, η οποία φέρνει στο φως την οικουμενικότητα και διαχρονικότητα του ποινικού φαινομένου. Σε μια πρώτη φάση είχε τη μορφή της άμετρης αντεκδίκησης μεταξύ των ατόμων και σε ένα τελικό στάδιο απέκτησε δημόσιο χαρακτήρα, επιβαλλόμενο αρχικά από την κοινότητα και κατόπιν από το οργανωμένο κράτος. Ξεκινώντας από τις πρωτόγονες κοινωνίες, η τιμωρία για την προσβολή των αδικημάτων, τα οποία χωρίζονταν σε «ιδιωτικά» και «δημόσια», ήταν άμεση, δηλαδή τα ίδια τα θιγόμενα άτομα είχαν την «ηθική» υποχρέωση να εκδικηθούν τον δράστη.

Η μορφή της ποινής δεν ήταν τυχαία αλλά διερευνώντας την εξέλιξή της διαπιστώνουμε ότι εξαρτιόταν απόλυτα από τους επιμέρους σκοπούς που επιτελούσε, οι οποίοι διαφοροποιούνταν ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκάστοτε ιστορικής φάσης. Μεταξύ αυτών των σκοπών, ιστορικά, οι σπουδαιότεροι συνίστανται σε τέσσερα σημεία:


• Αποτροπή (deterrence) των μελών του κοινωνικού συνόλου από την τέλεση μελλοντικών εγκλημάτων. 
• Επανένταξη του δράστη (rehabilitation), η οποία περιλαμβάνει ένα σύνολο μέσων για την αναμόρφωσή του (π.χ. εργασία), ώστε να μην τελέσει νέο έγκλημα.
• Αποδυνάμωση/αχρήστευση (incapacitation) του δράστη, μέσω φυσικής εξόντωσης, στιγματισμού με ακρωτηριασμό και άλλες βάναυσες σωματικές ποινές, ή ακόμα θανατικής καταδίκης, προκειμένου να διασφαλιστεί το «κοινό καλό».
• Αποκατάσταση/επανόρθωση (restoration) του διαπραττομένου εγκλήματος. Αυτή εφαρμόζεται σε περιπτώσεις αδικημάτων ελάσσονος σημασίας, π.χ. τροχαία χωρίς θύματα, μικρο-κλοπές, πρόκληση μικρο-φθορών κ.λπ., τα οποία μπορεί να «διορθωθούν» από τον ίδιο τον δράστη. Για παράδειγμα, το άτομο που έχει προβεί στην καταστροφή της περιουσίας ενός συμπολίτη του μπορεί να αποκαταστήσει την ηθική και υλική βλάβη που προκάλεσε προσφέροντας εργασία.[5]

Συνοψίζοντας, έγκλημα και τιμωρία είναι δύο έννοιες αναπόσπαστα δεμένες μεταξύ τους και απόλυτα συνυφασμένες με τις ανθρώπινες κοινωνίες.

Αναμφίβολα,  το πρόβλημα της αιτιολόγησης του εγκλήματος -των γενεσιουργών, δηλαδή,  αιτίων του- αποτελεί κυρίαρχο θέμα της εγκληματολογίας θεωρίας.  Η σημασία αυτού του ζητήματος εντοπίζεται στο γεγονός ότι από τη λύση του εξαρτώνται τα μέτρα που λαμβάνονται για την καταπολέμηση του εγκλήματος, ο τρόπος της ποινικής και σωφρονιστικής μεταχείρισης των εγκληματιών και μια σειρά άλλων καίριων θεμάτων. Αυτό,  ωστόσο,  που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις αντί να αναζητούν εκ των προτέρων τα αίτια συμβαίνει το αντίστροφο, υιοθετείται εκ των υστέρων μια συμβατή με τα αίτια του εγκλήματος θεωρία, προκειμένου να δικαιολογηθούν οι θέσεις και τα μέτρα που έχουν ληφθεί εκ των προτέρων. 

Πολλοί συγγραφείς αναφερόμενοι στην εγκληματική δράση κάνουν λόγο για αίτια (causes), ενώ άλλοι αναφέρονται σε παράγοντες (factors).  Nα εξηγήσουμε ότι όταν μιλάμε για αίτια του εγκλήματος, εννοούμε τους χρονικά προηγούμενους όρους ή συνθήκες των οποίων η ύπαρξη θεωρείται ότι παράγει το έγκλημα. Από την άλλη πλευρά,  οι παράγοντες αποτελούν τους όρους εκείνους που με τη δράση τους διευκολύνουν σε μεγάλο βαθμό την εμφάνιση του εγκλήματος. Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ αιτιών και παραγόντων είναι ότι οι παράγοντες δεν προκαλούν,  όπως οι αιτίες,  το έγκλημα, αλλά δημιουργούν το κατάλληλο έδαφος για την εμφάνιση και εξάπλωσή του.  Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί σχετικά με την αιτιολόγηση του εγκλήματος διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Από τη μια μεριά έχουμε την αιτιολογική προσέγγιση, η οποία περιλαμβάνει τις θεωρίες που επιχειρούν να μην ερμηνεύσουν το έγκλημα με τέτοιο τρόπο που δεν στηρίζεται ή δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκη την ύπαρξη αιτιών.  

Ειδικότερα,  η αιτιολογική προσέγγιση περιλαμβάνει δύο μεγάλες κατηγορίες θεωριών:

1. Μονο-παραγοντικές θεωρίες, οι οποίες αποδίδουν το έγκλημα αποκλειστικά σε ενιαία ή ομοιογενή αίτια, δηλαδή είτε βιολογικά,  είτε ψυχολογικά,  είτε κοινωνικά.  

2. Πολύ-παραγοντικές θεωρίες,  οι οποίες θεμελιώνονται στην άποψη ότι σε κάθε περίπτωση διάπραξης εγκλήματος συντρέχουν από κοινού, με διαφορετικό βέβαια βαθμό επίδρασης,  στοιχεία τόσο από τον ανθρώπινο σωματικό-ψυχολογικό οργανισμό, όσο και από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.  

Οι θεωρίες που ανήκουν στην αιτιολογική προσέγγιση είναι, κατά τη χρονολογική σειρά εμφάνισής τους,  οι ακόλουθες:

  • Οργανικές 
  • Ψυχολογικές 
  • Κοινωνιολογικές

Αυτό,  ωστόσο,  που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι παρά τον επιστημονικά τεκμηριωμένο χαρακτήρα όλων αυτών των θεωριών περί εγκλήματος, το πρόβλημα της αιτιολογίας του εγκλήματος,  δηλαδή της εγκληματογένεσης, όπως αποκαλείται από ορισμένους συγγραφείς,  παραμένει μέχρι σήμερα αντικείμενο επισταμένης μελέτης. Η αναζήτηση των αιτιών του εγκλήματος δεν μπορεί να εστιάσει μόνο στα κίνητρα της ανθρώπινης ψυχής.  Γι’ αυτόν το λόγο διατυπώθηκαν και νέες θεωρίες,  οι οποίες προσπάθησαν να εξηγήσουν το έγκλημα με τέτοιο τρόπο που δεν στηρίζεται η δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκη την ύπαρξη γενεσιουργών αιτιών ή παραγόντων.  Οι θεωρίες της αλληλεπίδρασης ή του στιγματισμού και οι θεωρίες των συστημάτων εντάσσονται στις παραπάνω κατηγορίες θεωριών[6].

Μια εξίσου σημαντική έννοια που μας απασχολεί είναι η έννοια της «εγκληματικότητας». Με τον συγκεκριμένο όρο εννοούμε το σύνολο των εγκλημάτων που διαπράττονται σε ορισμένα τοπικά και χρονικά προσδιορισμένη κοινωνική ομάδα.  Ωστόσο, αν και η εγκληματικότητα συντίθεται από το σύνολο των εγκλημάτων, είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο τελείως διαφορετικό ως προς τη φύση του από τα ιδιαίτερα εγκλήματα που την συνθέτουν.  Ενώ δηλαδή το έγκλημα αντιστοιχεί προς έναν ορισμένο τρόπο κοινωνικής διαβίωσης και προς τις συναφείς με αυτόν αντιλήψεις, η εγκληματικότητα δεν έχει ουδεμία σχέση με αυτές, γιατί δεν είναι τίποτα άλλο από στατιστικό μέγεθος που στερείται «ατομικό» χαρακτήρα

Ως φυσικό επακόλουθο, το έγκλημα δύναται να μην εμφανιστεί στη ζωή ενός ατόμου,  σε αντίθεση με την εγκληματικότητα που αποτελεί μια «κατάσταση», η οποία απαντάται μόνιμα και σταθερά σε κάθε κοινωνία και κάθε εποχή.  Επίσης, ένα άτομο που διέπραξε σε κάποια φάση της ζωής του μια εγκληματική ενέργεια δύναται να μετανοήσει και να μετατρέπει σε “νομοταγή” πολίτη, η εγκληματικότητα ως κατάσταση θα εξακολουθεί να υφίσταται.  Τέλος,  υπάρχει διαφοροποίηση ως προς τις μεθόδους έρευνας και μελέτης.  Το μέν έγκλημα, ως συγκεκριμένη εκδήλωση συμπεριφοράς ενός ατόμου,  αποτελεί αντικείμενο μελέτης των μεθόδων που διερευνούν την προσωπικότητα και το κοινωνικό του περιβάλλον,  ενώ η εγκληματικότητα, ως σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο, ερευνάται κατά κύριο λόγο από τις κοινωνιολογικές μελέτες. 

Συνοψίζοντας, η εγκληματικότητα αποτελεί ένα πολύπλοκο κοινωνικό φαινόμενο που συντίθεται από το σύνολο των εγκλημάτων, τα οποία διαπράττονται σε συγκεκριμένη τοπικά και χρονικά κοινωνικά ομάδα. Αυτό, όμως,  που πρέπει να τονισθεί, είναι ότι σε καμία χώρα και σε καμία εποχή δεν έχει επινοηθεί ένα επαρκές σύστημα καταγραφής όλων των διαπραττομένων εγκληματικών ενεργειών. Κατά συνέπεια, η εγκληματικότητα διακρίνεται σε δύο μεγάλα τμήματα στην εμφανή και στην αφανή η λανθάνουσα εγκληματικότητα, δηλαδή στο τμήμα που δεν μπορούμε να μετρήσουμε. [7]

Προκειμένου να καταστεί απολύτως σαφής η συσχέτιση μεταξύ εγκληματολογίας και εγκληματία,  αξίζει να υπογραμμισθεί ότι η εγκληματολογία εντάχθηκε στους επιστημονικούς κλάδους από τότε που η μελέτη του εγκληματία έγινε αντικείμενό της και προσέδωσε τον χαρακτήρα αυτόνομης θετικής επιστήμης.  Η διερεύνηση της εικόνας του εγκληματία άσκησε τόσο έντονες επιδράσεις στην εγκληματολογική σκέψη και την εξελικτική της θεωρία, ώστε ανάλογα με τον τρόπο εξέτασής της διαμορφωνόταν κάθε φορά και ο αντίστοιχος εγκληματολογικός κλάδος ή κατεύθυνση, όπως είναι η εγκληματολογική βιολογία,  η εγκληματολογική ψυχολογία, η εγκληματολογική ψυχοπαθολογία κ.λπ.

Όσον αφορά, τέλος, στη σχέση εγκλήματος και εγκληματικού φαινομένου με τα ΜΜΕ είναι αναμφίβολα στενή. Το  έγκλημα άλλωστε είναι μια είδηση omnibus,  αφορά δηλαδή τους πάντες.[8]

Μετά την ανάλυση των όρων και εννοιών που σχετίζονται με το έγκλημα και το εγκληματικό φαινόμενο, θα αναλύσουμε την έννοια των «ιδεοληψιών» και το συσχετισμό τους με υποθέσεις εγκλημάτων, κυρίως κατά της ζωής και κατά της γενετήσιας ελευθερίας που απασχολούν εκτενώς τα ΜΜΕ. Επομένως, το καίριο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί στο σημείο αυτό αφορά το περιεχόμενο των ιδεοληψιών. Οι ιδεοληψίες ή αλλιώς εμμονές, είναι σκέψεις ή νοητές εικόνες, οι οποίες προκαλούν έντονη ανησυχία σε ένα άτομο. Προκαλούν άγχος και δυσφορία στο άτομο σε τέτοιο βαθμό ώστε να αδυνατεί να διαχειριστεί αυτά τα συναισθήματα, τα οποία το καταβάλουν ψυχικά. Όλες αυτές οι δυσάρεστες σκέψεις έρχονται στο μυαλό χωρίς τη θέληση του ατόμου, με αποτέλεσμα να προκαλούν αιφνιδιασμό και ταραχή. Οι ιδεοληψίες πολλές φορές συνοδεύονται από καταναγκασμούς ή τελετουργικές πράξεις, προκειμένου να μειωθεί το άγχος. Είναι αξιοσημείωτο ότι όλοι μας ενδέχεται να έχουμε ζήσει την εμπειρία της ιδεοληψίας, ωστόσο, η βασική διαφορά βρίσκεται στη συχνότητα και την αξιολόγηση του περιεχομένου της σκέψης μας.  

Ο ιδεοληπτικός εγκληματίαςσυνεπώς, υποφέρει από επαναλαμβανόμενες σκέψεις που του προκαλούν έντονο άγχος και δυσφορία. Το κίνητρο της εγκληματικής του δράσης είναι η θεωρούμενη για τον ίδιο «μεγάλη ιδέα», η οποία τον βασανίζει, καθώς του έχει γίνει εμμονή. Αυτή η έμμονη ιδέα μπορεί για παράδειγμα να αφορά την επιθυμία του να «σώσει» τον κόσμο από τον «εχθρό» που, κατά τη δική του διαστρεβλωμένη κρίση, μπορεί να είναι οι μετανάστες, ή οι ιερόδουλες ή οι ομοφυλόφιλοι, ή οποιανδήποτε άλλη ομάδα πληθυσμού θεωρεί εχθρική απέναντί του και, τελικά, απέναντι σε ολόκληρη την κοινωνία. Αυτή η ιδέα κυριαρχεί στο μυαλό του και δεν τον αφήνει να ησυχάσει μέχρι να κάνει τη σκέψη του πράξη. Έτσι, λοιπόν, ωθείται στο έγκλημα, μέσα από το οποίο λαμβάνει τελικά ικανοποίηση, δεδομένου ότι μέσα από το έγκλημα ή τα εγκλήματα που διαπράττει, «λυτρώνεται» και ο ίδιος από τις έμμονες ιδέες του και φτάνει στο σημείο να πιστέψει ότι είναι «σωτήρας της κοινωνίας», καθώς θεωρεί ότι την έχει απαλλάξει από ανθρώπους που δεν αξίζει να ζουν. 

Είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε ότι οι ιδεοληπτικοί εγκληματίες δεν στοχεύουν την εγκληματική τους δράση εναντίον ενός συγκεκριμένου προσώπου, αλλά στο πρόσωπο του ατόμου που σκοτώνουν βλέπουν μια ολόκληρη ομάδα πληθυσμού, π.χ. δολοφονώντας μια ιερόδουλη, θεωρούν ότι «σκοτώνουν» όλες τις ιερόδουλες, δολοφονώντας ένα μετανάστη, θεωρούν ότι «δολοφονούν» όλους τους μετανάστες και μάλιστα όχι απλώς ότι δολοφονούν, αλλά ότι «εξαγνίζουν» ολόκληρη την κοινωνία. Δυστυχώς, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, έχουν διαπραχθεί εγκλήματα που έχουν ως κύριο κίνητρο εγκληματικής δράσης την ιδεοληψία και μας έχουν απασχολήσει εκτενώς σε ερευνητικό επίπεδο.[9]

Η απεικόνιση των ιδεοληψιών ως κίνητρο εγκληματικής δράσης έχει καταγράφει όμως και στη λογοτεχνία. Στο παρόν άρθρο θα αναλύσουμε τη Φόνισσα του  Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ως «ιδεοληπτική εγκληματία». Η Φόνισσα γράφτηκε το 1902, δηλαδή εννέα χρόνια πριν από τον θάνατο του δημιουργού της και δημοσιεύτηκε το 1903 σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολη.  Πρόκειται,  αναμφισβήτητα, για το κορύφωμα του παπαδιαμαντικού έργου,  για ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα με  συμβολικές διαστάσεις.  Τα θέματα με τα οποία ασχολείται είναι φλέγοντα και διαχρονικά και γι’ αυτό εξακολουθούν μέχρι σήμερα να κεντρίζουν το ερευνητικό μας ενδιαφέρον και να αποτελούν αντικείμενο επισταμένης μελέτης, όχι μόνο για τους κριτικούς της λογοτεχνίας,  αλλά και για ένα ευρύ φάσμα επιστημόνων (φιλοσόφων,  ψυχολόγων,  κοινωνιολόγων, ψυχιάτρων, εγκληματολόγων, νομικών κ.λπ.). Το έργο μπορεί να ενταχθεί στο είδος του κοινωνικού μυθιστορήματος -αυτός άλλωστε είναι και ο χαρακτηρισμός που αποδίδει ο ίδιος ο δημιουργός- όπως για παράδειγμα στην αντίστοιχη ξένη πνευματική δημιουργία κατατάσσονται τα μυθιστορήματα του Ε. Ζολά.[10]

Η Φόνισσα χαρακτηρίζεται «ιδεοληπτική εγκληματίας», καθώς ένα καθοριστικό αίτιο που την ωθεί στη διάπραξη των εγκλημάτων -των ανθρωποκτονιών ανήλικων κοριτσιών- είναι η ιδεοληψία της.  Οι φόνοι που διαπράττει μπορούν να χαρακτηριστούν  ιδεο-συμβολικοί, με την έννοια ότι η Φόνισσα δεν υποκινείται από κάποιο τυφλό πάθος, ούτε από οικονομικό κίνητρο ή κάποιο ταπεινό συμφέρον, αλλά διαπράττει τα ειδεχθή εγκλήματά κινούμενη από μια ιδέα: την ιδέα της λύτρωσης των μικρών κοριτσιών και των οικογενειών τους και κατ’ επέκταση ολόκληρης της κοινωνίας από τον πόνο και τη δυστυχία.  Σύμφωνα με τις αντιλήψεις της ίδιας της Φόνισσας για τη ζωή, τα εγκλήματά της είναι ανιδιοτελή,  ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι θέτει τη ζωή της σε κίνδυνο χωρίς να έχει κανένα προσωπικό όφελος.[11]

Η ιδεοληψία της Φόνισσας δυστυχώς εντείνεται από τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής που καθιστούσαν τη ζωή των κοριτσιών και γυναικών πολύ δύσκολη. Η βεβαιότητα και η γνώση των ταλαιπωριών που θα ήταν αναγκασμένα να υποστούν και ταυτόχρονα θα επέβαλαν στους άλλους τα κοριτσάκια συνιστούν για εκείνη την ηθική δικαίωση για την πράξη της. Σκοτώνει για να ελευθερώσει.  Έχει την πεποίθηση ότι με τους φόνους διορθώνει τις αδικίες της φύσης και λυτρώνει τους φτωχούς, στους οποίους άλλωστε και η ίδια ανήκει,  από την κακή τύχη που είχαν να φέρουν στη ζωή θηλυκά, δεδομένου ότι εκείνη την εποχή η γέννηση κοριτσιών ήταν «βάρος», καθώς ισοδυναμούσε με την εξασφάλιση προίκας.  Πιστεύει,  συνεπώς,  ότι προσφέρει μεγάλη βοήθεια στους συνανθρώπους της,  διορθώνοντας οριστικά τους άδικους νόμους,  τα στερεότυπα και τις συνήθειες μιας στενοκέφαλης κοινωνίας.[12]

ΦΟΝΙΣΣΑ-σκιαγράφηση του ψυχο-εγκληματικού της προφίλ 

Η Φόνισσα θεωρεί ότι είναι δοσμένη σε ένα μεγάλο έργο.  Το αξιοσημείωτο είναι ότι η Φόνισσα δεν νιώθει μόνη στην πραγμάτωση του ιερού σκοπού της, αφού κατά την άποψή της έχει την αμέριστη συμπαράσταση του Θεού.  Ο Guy Saunier χαρακτηρίζει εωσφορική τη στάση της Φόνισσας.  Η Φόνισσα παρερμηνεύει τον θείο λόγο και καταλήγει να πιστεύει ότι είναι πλέον στη μοίρα της να σκοτώνει και ότι ο Θεός της στέλνει το μήνυμα να συνεχίσει την εγκληματική της δραστηριότητα.  Αυτή ακριβώς η διαστρεβλωμένη σκέψη την οδηγεί στη διάπραξη του πρώτου φόνου. Είναι ενδεικτική η φράση που διατυπώνεται στο κείμενο: «όποιος αγαπά την ψυχήν του,  θα την χάση». Είναι επίσης άξια σχολιασμού η έμμεση ταύτιση της Φόνισσα με τον Θεό, η οποία καθίσταται εμφανής στην ακόλουθη φράση που διατυπώνει για τι νεογέννητο κοριτσάκι του Λυρίγκου: «Και τι ξαλάφρωμα θα ήτον τώρα γι’ αυτόν…να του το έπαιρνε τώρα ο Μεγαλοδύναμος». Λίγο αργότερα ο Μεγαλοδύναμος με τη μορφή της Φόνισσας θα  αφαιρέσει από το βρέφος την πνοή της ζωής.  Με αυτό τον τρόπο,  πέρα από τον σφετερισμό της ταυτότητας του Θεού, προβαίνει σε ακραία πρόκληση του και αποφασίζει ακόμα και για τη μεταθανάτια τύχη των θυμάτων της.  Μάλιστα προκαλεί δέος ότι «αισθάνεται αγρίαν χαράν καθώς πνίγει το αβάπτιστο μωρό».[13]

Συνοψίζοντας, η Φόνισσα προβαίνει στα αποτρόπαια εγκλήματα της προκειμένου να λυτρώσει πρωτίστως το γυναικείο φύλο  που και η ίδια εκπροσωπεί, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία από μια ζωή γεμάτη βάσανα και εξευτελισμούς.  Υπό αυτή την έννοια οι προθέσεις της δεν είναι δόλιες,  αφού πιστεύει ότι αγωνίζεται για την υλοποίηση ενός ανώτερου σκοπού,  τον οποίο μάλιστα της τον επέβαλε ο Θεός.  Ωστόσο,  το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό τόσο για τις αθώες ψυχές που σκοτώνει και για τις  στις οποίες ανήκουν,  όσο και για την ίδια.  

Η Φόνισσα θα μπορούσε να συσχετιστεί με πραγματικές περιπτώσεις γυναικών που σκοτώνουν τα παιδιά τους ή άλλα προσφιλή τους πρόσωπα για να τα λυτρώσουν από πραγματικό ή εικονικό πόνο. Μολονότι, η Φόνισσα δεν σκοτώνει τα δικά της παιδιά, που αποτελεί ασφαλώς μια σημαντική διαφοροποίηση, τα κίνητρα δράσης και το ψυχο-εγκληματικό προφίλ της παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με πραγματικές υποθέσεις γυναικείας εγκληματικότητας που έχουν απασχολήσει τα ΜΜΕ με εκτενή ρεπορτάζ και έχουμε εξετάσει αναλυτικά σε ερευνητικό επίπεδο. 

Συμπερασματικά, οι ιδεοληψίες, ειδικά σε εποχές κρίσεων, δύναται να αποτελέσουν κίνητρο ακραίων εγκληματικών ενεργειών σε βάρος όχι μεμονωμένων ατόμων, αλλά ολόκληρων ομάδων πληθυσμού. Στην εποχή της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας, μάλιστα, είναι πολύ εύκολο να αξιοποιηθούν από τους ιδεοληπτικούς εγκληματίες όλα τα διαθέσιμα μέσα της τεχνολογίας προκειμένου να επιτύχουν τους σκοπούς τους και σαφώς τα πιο ευάλωτα θύματα είναι τα παιδιά και οι έφηβοι. Πέραν από τη νομική διάσταση όλων αυτών των υποθέσεων, αναδεικνύεται η ανάγκη να ανοίξει ένας ώριμος διάλογος, χωρίς υπερβολές και ηθικούς πανικούς, τόσο στα σχολεία όσο και στα ΜΜΕ σχετικά με τα πρότυπα που υιοθετούνται από τους εφήβους και πώς θα μπορούσαν θετικά πρότυπα -όπως επιστήμονες, αθλητές, συγγραφείς κ.λπ.- να διαδραματίσουν έναν καταλυτικό ρόλο στη ζωή των παιδιών και να τους περάσουν θετικά μηνύματα. Σημαντικό, επίσης, να τονισθεί ότι η λογοτεχνία προσφέρει πάντοτε πολύτιμα μαθήματα που μπορούν να αξιοποιηθούν, με τον καλύτερο τρόπο, ακόμα και από τους εγκληματολόγους, τόσο σε διδακτικό όσο και σε ερευνητικό επίπεδο. Τέλος, η ενημέρωση, η αφύπνιση και ευαισθητοποίηση του κοινού από τα ΜΜΕ και από την επιστημονική κοινότητα είναι αναγκαίες, ως εκ τούτου είναι σκόπιμο να δοθεί έμφαση σε αυτές μέσω της ενίσχυσης των εκστρατειών ενημέρωσης και των δημόσιων συζητήσεων. 

Γράφει η Αγγελική Καρδαρά, Δρ Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ ΕΚΠΑ, Φιλόλογος, Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

Αλεξιάδης Σ., Εγκληματολογία, 4η έκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Σακκουλας,  2004.

Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου Α., Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας, Αθήνα,  Νομική Βιβλιοθήκη, 1984.

Δασκαλόπουλος Ι.,  Στοιχεία Εγκληματολογίας, τομ. Α’,  Αθήνα,  Αδελφοί Τζάκα, 1972.

Η Κοινωνική Διάσταση του Έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Οδυσσέας, Αθήνα, 2000.

Καρδαρά, Α., Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον Αστυνομικό και Δικαστικό Συντάκτη (πρόλογος: Καθηγητής Γ. Πανούσης), Αθήνα, Παπαζήσης, 2017.

Μνήμη Ν. Βερβεσού, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1991. 

Πανούσης Γ.,  Καθ’ Υπερβολήν Χρήσεις και Καταχρήσεις:  Νόμοι,  Αριθμοί & Εικόνες Κατασκευής Φόβων, Αθήνα,  Νομική Βιβλιοθήκη,  2008.

Πανούσης Γ.  Ο Εγκληματίας στο έργο του Ντοστογιέφσκι: Υπο-χθόνιος ή υπερ-άνθρωπος,  Αθήνα,  Νομική Βιβλιοθήκη,2012.

 Πρακτικά Β’ Διεθνούς Συνεδρίου για  Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Δόμος, Αθήνα, 2002.

Σπινέλλη Κ. Δ., Εγκληματολογία: σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, Πανεπιστημιακές παραδόσεις, 3ηέκδ., Αθήνα-Κομοτηνή,  Σάκκουλας, 2014.

Φώτα Ολόφωτα: ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τον κόσμο του, 2η έκδ.,  Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο,  Αθήνα, 2001.

Cusson, M., Σύγχρονη Εγκληματολογία, μτφ. Η. Σαγκουνίδου-Δασκαλάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2002.

Duff R.A. Garland D.  (επιμ.), A Reader on Punishment, Oxford University Press, Oxford, 1994.

Saunier G., Εωσφόρος και Άβυσσος: ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη, Αθήνα, Άγρα, 2001.


[1] Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου Α., Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας, Αθήνα,  Νομική Βιβλιοθήκη, 1984, σ.51.

[2] Σπινέλλη Κ. Δ., Εγκληματολογία: σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, Πανεπιστημιακές παραδόσεις, 3η έκδ., Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας, 2014, σελ.8. 

[3] Αλεξιάδης Σ., Εγκληματολογία, 4η έκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Σακκουλας,  2004, σσ.33-36.

[4] Δασκαλόπουλος Ι.,  Στοιχεία Εγκληματολογίας, τομ. Α’,  Αθήνα,  Αδελφοί Τζάκα, 1972, σελ.9.

[5] Βλ. σχετικά τα ακόλουθα: Walker N. «Reductivism and Deterrence» στο: Duff R.A. Garland D. (επιμ.), A Reader on Punishment, Oxford University Press, Oxford, 1994, σσ.210-217, Morris N.,«‘Dangerousness’ and Incapacitation» στο: Duff R.A., Garland D.  (επιμ.), A Reader on Punishment, ό.π., σσ.241-260 και Cusson, M., Σύγχρονη Εγκληματολογία, μτφ. Η. Σαγκουνίδου-Δασκαλάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2002, σελ. 262.

[6] Αλεξιάδης Σ., όπ.π., σσ.92-96.

[7] Αλεξιάδης Σ.,  «Το στερεότυπο του εγκληματία» στο: Μνήμη Ν. Βερβεσού, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1991, σ.1.

[8] Πανούσης Γ.,  Καθ’ Υπερβολήν Χρήσεις και Καταχρήσεις:  Νόμοι,  Αριθμοί & Εικόνες Κατασκευής Φόβων,  Αθήνα,  Νομική Βιβλιοθήκη,  2008, σσ.103-108.

[9] Καρδαρά, Α., Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον Αστυνομικό και Δικαστικό Συντάκτη (πρόλογος: Καθηγητής Γ. Πανούσης), Αθήνα, Παπαζήσης, 2017, σσ.215-217. 

[10] Αντωνόπουλου Χ.,  «Μια ψυχοκοινωνιολογική προσέγγιση της Φόνισσας (Α. Παπαδιαμάντης)» στο: Η Κοινωνική Διάσταση του Έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Οδυσσέας, Αθήνα, 2000, σ.28.

[11] Ζουμπουλάκης Σ.,  «Μια ηθική ανάγνωση της Φόνισσας» στο: Πρακτικά Β’

Διεθνούς Συνεδρίου για  Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Δόμος, Αθήνα, 2002, σ.163.

[12] Σαράντη,  Γ. , «Είχε ψηλώσει ο νους της» στο: Φώτα Ολόφωτα: ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τον κόσμο του, 2η έκδ.,  Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο,  Αθήνα, 2001, σ.348.

[13] Saunier G., Εωσφόρος και Άβυσσος: ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη, Αθήνα, Άγρα, 2001, σσ. 246-248.

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας