Ζούμε ήδη το μέλλον (μας)

«Ζούμε ήδη το μέλλον μας». Λέγεται, διαβάζεται, ακούγεται με μεγάλη συχνότητα. Φράση αρκούντως αφηρημένη όταν απομονώνεται, γεννά ερωτήματα σχετικά με τη σημασία της και όσα εννοιολογικά γνωρίσματα συνθέτουν την τοποθέτησή της σε κάθε περιβάλλον διατύπωσής της. Σε τούτες τις γραμμές δεν αναλύεται η δυνητική σημασία ή η αιτιακή προέλευση της φράσης αορίστως, αλλά χρησιμοποιείται ως σημείο εκκίνησης για την παραγωγή σκέψεων, προβληματισμών και στοχασμού επί του σύγχρονου βίου και τρόπου ζωής. 

   Πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, άνθρωποι συχνά αδιαφορούν για το μέλλον γενικά (το συλλογικό), αλλά ενίοτε αδιαφορούν και ειδικά για το προσωπικό τους μέλλον. Επιθυμούν εύκολες, άμεσες, καλές στιγμές στο παρόν (συνήθως υλικής φύσεως αγαθά ή υπηρεσίες), επιζητούν να βρίσκουν αμφιβόλου αξίας τρόπους διαφυγής από τη βασανιστική ρουτίνα της πεζής καθημερινότητας και κυρίως προσπαθούν ν’ αποφεύγουν οποιοδήποτε ερέθισμα τούς φέρνει σ’ επαφή με τη σκληρή βιοτική πραγματικότητα. Τα παραφερνάλια της χειρίστης διαχείρισης της πανδημίας (burnoutιατρονοσηλευτικού προσωπικού, απώλειες ανθρωπίνων ζωών που θα μπορούσαν ν’ αποφευχθούν, μετατροπή των νοσοκομείων από χώρους θεραπείας σε χώρους μαζικού θανάτου, μη επαρκής ενίσχυση του συστήματος υγείας, αμφισβητούμενης επιτυχίας εκστρατεία εμβολιασμού, επικοινωνία μη έγκυρων επιστημονικά θέσεων στην κοινωνία, κυβερνητικά λάθη και παλινωδίες με το σωρό) σε συνδυασμό με αναποτελεσματικά μέτρα στην οικονομία, νομοθετικές πρωτοβουλίες στα όρια της βιοηθικής και της συνταγματικότητας, επιθέσεις στη δημόσια παιδεία, δόγμα καταστολής, εργαλειοποίηση κάθε πτυχής του ανθρώπινου βίου για την προώθηση αντιδημοφιλών πολιτικών, ραγδαία αύξηση του κόστους διαβίωσης λόγω ακρίβειας, άπαντα συνθέτουν ένα εκρηκτικό κράμα συνθηκών δύσκολης καθημερινότητας, κατά την οποία οι περισσότεροι πολίτες παλεύουν απλώς ν’ ανταποκριθούν στις σκληρές απαιτήσεις της. Υποκείμενα νοσήματα της ανωτέρω βιοτικής πραγματικότητας είναι η παθητικότητα, η αδιαμαρτύρητη συμμόρφωση σε ακραία νεοφιλελεύθερες πολιτικές πτωχοποίησης, η απουσία μαζικών κοινωνικών αντιδράσεων, η αποδοχή της πολύμορφης εξουσιαστικής βίας και η εμπέδωση στην κοινωνία της αίσθησης ολικής ματαιοπονίας («δεν αλλάζει τίποτα»).

   Υπ’ αυτή την έποψη του σύγχρονου βίου, δεν είναι εύκολο για τους ανθρώπους να διαθέτουν τον αναγκαίο πνευματικό χρόνο και χώρο για να στοχαστούν το παρόν, πολλώ δε μάλλον το μέλλον (τους). Σημειωτέον ότι επ’ ουδενί πρόκειται για περισσή πολυτέλεια και μια τέτοια αντίληψη για το ζήτημα εγκυμονεί κινδύνους για την ελευθερία των πολιτών και τη δημοκρατία. Η κοινωνία έχει καταστατικό καθήκον ν’ αφουγκράζεται και να ελέγχει το παρόν, για να βρίσκεται σε εγρήγορση εκδήλωσης δημοκρατικών ανακλαστικών, προκειμένου να μην φαλκιδεύονται τα ατομικά, κοινωνικά, ανθρώπινα δικαιώματα. Όταν η κοινωνία επιτελεί τούτο το καθήκον, ακόμα κι εχθρικές προς το λαό κυβερνήσεις συμμορφώνονται προς τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες. Contra στο σύστημα που καλλιεργεί μεθοδικά την κοινωνική αδράνεια και την αποδοχή ενός καταναλωτικού τρόπου ζωής ως κυρίαρχης δυνατότητας, επειδή αυτά τα συστατικά χρειάζεται για τη συντήρηση και διαιώνισή του, η κοινωνία δεν πρέπει να εφησυχάζει. Χωρίς τη διαρκή μέριμνα της κοινωνίας για τον παραπάνω έλεγχο, που συνιστά καθήκον εκ των ων ουκ άνευ για κοινωνίες που οργανώνονται προσανατολισμένες στο ζητούμενο της δικαιοσύνης, η συλλογική ευημερία απομακρύνεται. Οι πολλοί γίνονται φτωχοί ή φτωχότεροι και οι ολίγιστοι πλουτίζουν ή γίνονται πλουσιότεροι.

   Στην ελληνική κοινωνία εντοπίζεται συχνά, είτε σε έρευνες ή μελέτες σχετικές είτε στο δημόσιο διάλογο, η ατμόσφαιρα, η τάση, η κοινωνική αίσθηση, σύμφωνα με τις οποίες όλοι οι θεσμοί του κράτους – ενίοτε και ευρωπαϊκοί ή διεθνείς θεσμοί – (πολιτική εξουσία εν γένει, μέσα ενημέρωσης, δικαιοσύνη κ.ά.) είναι συνένοχοι για την επικρατούσα κατάσταση. Η αμφισβήτηση της λειτουργίας ή του τρόπου λειτουργίας των θεσμών είναι δεδομένο χαρακτηριστικό της δημοκρατίας. Ο κίνδυνος όμως της εμπέδωσης ή ρίζωσης στην κοινωνία μιας γενικής αντίληψης συνενοχής των δημοκρατικών θεσμών συνιστά σοβαρή απειλή για τη λειτουργία του πολιτεύματος. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς βλάπτει τα θεμέλια της κοινωνικής οργάνωσης. Ιδίως για τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία αλλά και τη Δικαιοσύνη, δέον να επισημανθούν ενδεικτικά και μόνο δύο «επιδόσεις» της χώρας μας, τα αποτελέσματα των οποίων δείχνουν ότι ο σοβαρός κλονισμός της εμπιστοσύνης στους θεσμούς είναι επιεικώς δικαιολογημένος. Πρώτον[1], «με σκορ 0.61 η Ελλάδα βρίσκεται, στο σχετικό πίνακα για τη δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου για το 2021, μόλις στην 48η θέση της παγκόσμιας κατάταξης του World Justice Project Rule of Law Index, δηλαδή πιο κάτω και από χώρες όπως η Ναμίμπια, η Ρουάντα, η Ρουμανία, η Χιλή, η Κόστα Ρίκα, η Ουρουγουάη, η Λετονία, και η Λιθουανία». Δεύτερον[2], «σύμφωνα με τα πορίσματα του Δείκτη Ποιότητας Νομοθέτησης 2020, τον οποίο δημοσίευσε και παρουσίασε … το ΚΕΦίΜ, τα κύρια προβλήματα είναι: ανεπαρκής διαβούλευση (1 στους 5 νόμους δεν τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση), η γραφειοκρατία παραμένει (μόνο 1 στους 4 νόμους προβλέπει απλούστευση διαδικασιών στις συναλλαγές μεταξύ κράτους και πολιτών/επιχειρήσεων), συνεχίζονται οι κακές νομοθετικές πρακτικές (οι νόμοι του 2020 έχουν κατά μέσο όρο 3 τροπολογίες, από τις οποίες οι 2 είναι εκπρόθεσμες), οι νόμοι ψηφίζονται αλλά δεν εφαρμόζονται (μόλις το 35% των εξουσιοδοτήσεων για έκδοση Υπουργικών Αποφάσεων ενεργοποιήθηκε εντός 6 μηνών από τη δημοσίευση του νόμου), νομοθετούμε χωρίς να γνωρίζουμε τις πραγματικές συνέπειες των νόμων στην οικονομία, το περιβάλλον και την ανταγωνιστικότητα (7 στις 10 εκθέσεις συνεπειών ρύθμισης δεν περιλαμβάνουν ποσοτικά στοιχεία)». 

   Εσχάτως, γεγονότα της επικαιρότητας τυγχάνουν εξίσου κλονιστικά της εμπιστοσύνης των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς. Επί παραδείγματι, στο πεδίο της νομοθετικής εξουσίας σημαντικής βαρύτητας κλονιστικό γεγονός συνιστά η πρόσφατη νέα τροποποίηση του ποινικού αδικήματος για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, η οποία προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις και κρίθηκε επιεικώς αμφιλεγόμενη λόγω υπερβολικής επέκτασης του αξιοποίνου αλλά και λόγω της σκοπιμότητάς της. Εξ άλλου, η ελληνική κοινωνία, διαχρονικά αλλά εντελώς απροκάλυπτα τα τελευταία έτη, γίνεται μάρτυρας της έλλειψης πλουραλισμού στην ενημέρωση, της ακραίας διακαναλικής κυβερνητικής μονοφωνίας, φαινόμενα δε που έχουν προκαλέσει υπερβολική (σχεδόν αλλεργική) αντίδραση της κυβέρνησης στην αυστηρή κριτική των κακώς κειμένων του έργου της ή στον αυστηρό έλεγχό της από την τέταρτη εξουσία. Η μη ανοχή της κριτικής ή ορθότερα η μη αποδοχή και κατανόηση αυτής από την εκάστοτε κυβέρνηση ενδεικνύει την απόσταση της τελευταίας από τη δημοκρατία. Η πρόσφατη άσκηση ποινικής δίωξης σε Έλληνες δημοσιογράφους για φερόμενα ως τελεσθέντα αδικήματα που σχετίζονται με τη δημοσιογραφική τους ενασχόληση με το σκάνδαλο Novartis συνιστά εξίσου σοβαρό κλονιστικό γεγονός. 

   Στο παραπάνω πλαίσιο χρήζει επισήμανσης η ακόλουθη παρένθεση. Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις οφείλουν να είναι τουλάχιστον υπερανεκτικές στην αυστηρή κριτική. Ο δημοκρατικός διάλογος δεν ευοδώνεται χωρίς απόλυτη ελευθερία έκφρασης. Περιορισμοί ή απαγορεύσεις διακίνησης ιδεών ή απόψεων δύσκολα θα μπορούσαν να γίνουν συνταγματικώς ανεκτοί ή πρακτικώς σκόπιμες. Ιδέες, θέσεις, απόψεις ανεπίδεκτες εκτίμησης ή έλλογης αξιολόγησης, εντελώς αβάσιμες ή αποκρουστικές ή μη αρεστές τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας, ενώ η a priori ή a posteriori λογοκρισία ιδεών, θέσεων, απόψεων (φυσικά και δημοσιογραφικών ερευνών για παράδειγμα) ουδέν νόμιμο δικαιολογητικό έρεισμα φέρει. Υπάρχει ο ορθός λόγος, η πειθώ, η επιστήμη, για ν’ απαντούν σε οιαδήποτε ιδέα, θέση, άποψη εκφράζεται στο δημόσιο ή μη λόγο. Αν η δημοκρατία δεν αξιοποιεί σωστά τα όπλα της είναι άλλο θέμα.

   Αν τα παραπάνω σκιαγραφούν εν μέρει το παρόν ή (και) το μέλλον της κοινωνίας, τότε γίνεται αντιληπτή η ανάγκη να στοχάζονται οι άνθρωποι επ’ αυτών. Η άγνοια ή και η αδιαφορία για το παρόν, νοουμένων αμφοτέρων ως έλλειψης στοχασμού επί του βίου, καθιστούν τοιουτοτρόπως τους πολίτες ανελεύθερους. Η δημοκρατία είναι κενή χωρίς ελευθερία. Η ελευθερία δεν βιώνεται ουσιαστικά απ’ τους ανθρώπους, αν η κοινωνία δεν παραμένει σε εγρήγορση, όντας δραστήρια, κινητοποιημένη, μετέχουσα στην πολιτική, κατ’ επέκταση δε ικανή ν’ αντιδράσει την κατάλληλη στιγμή καταψηφίζοντας κόμματα ή κυβερνήσεις που εχθρεύονται τα συμφέροντα των πολιτών. Οι ακραίες συνθήκες αβεβαιότητας και ανασφάλειας (εργασιακής και οικονομικής πρωτίστως) απαιτούν δημοκρατικό αγώνα διαρκείας και ανάλογα κοινωνικά ανακλαστικά, διότι, εκτός της δικαιοσύνης, ζητούμενο της κοινωνικής οργάνωσης είναι η αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Η ελευθερία προϋποθέτει ίση και δίκαιη πρόσβαση στην παιδεία, στην υγεία, στις ευκαιρίες, στην εργασία, διαφορετικά, αν δηλαδή η πρόσβαση γίνεται προνόμιο ελαχίστων, τότε οι ταξικές αδικίες και οι ανισότητες θα διογκώνονται απειλώντας την ίδια τη δημοκρατία. Το σύστημα σχεδόν το ικανοποιεί η άνιση ή η κατευθυνόμενη πρόσβαση στη γνώση, επειδή η παιδεία μπορεί μακροπρόθεσμα ν’ αποτελέσει κινητήρια δύναμη για την άσκηση πίεσης στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ για τη διεκδίκηση σαρωτικών δημοκρατικών αλλαγών.

   Ο αγώνας είναι τόσο συλλογικός όσο και ατομικός. Χρειάζεται δε ανθεκτικότητα στη σκληρή καθημερινότητα και διαθέσιμος πνευματικός χώρος και χρόνος, ώστε οι πολίτες να στοχάζονται τα τεκταινόμενα, να καλλιεργούν τα δημοκρατικά τους ανακλαστικά, να παλεύουν για την ελευθερία τους. Ελευθερία, μεταξύ πολλών άλλων, σημαίνει οικονομική και εργασιακή ασφάλεια, ανεξαρτησία, ισχυροί δημοκρατικοί θεσμοί προστασίας της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Είναι εξασφαλισμένα τα ζητούμενα αυτά για το σύγχρονο πολίτη ή διαφορετικά, είναι ίση και δίκαιη η πρόσβαση σ’ αυτά; Διαφορετικά ερωτήματα επιδεχόμενα ξεχωριστών απαντήσεων, οι οποίες όμως δεν μπορούν να καλυφθούν στις παρούσες γραμμές. Ωστόσο, η πεμπτουσία του συλλογισμού είναι πως η δημοκρατία χρειάζεται ελευθερία και ορισμένες βασικές όψεις της ελευθερίας, ως επίπτωση – μεταξύ άλλων – των πολλαπλών και αλλεπάλληλων κρίσεων, βρίσκονται υπό διαρκή διωγμό. 

   Ένας τρόπος αντίστασης και αγώνα για την ελευθερία και τη δημοκρατία είναι η συνειδητοποίηση της σημασίας του ίδιου του εγχειρήματος, η οποία μπορεί να καλλιεργηθεί διά του στοχασμού του ανθρώπου επί του παρόντος και κατ’ επέκταση επί του μέλλοντος. Ζούμε το παρόν δυνητικά σημαίνει να μετέχουμε στην ατομική και συλλογική προσπάθεια για τα ζητούμενα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της συμπεριληπτικής βιωσιμότητας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με σκοπό την ευόδωση του εγχειρήματος να ζήσουμε το μέλλον με θετική προοπτική. Η ανακάλυψη του κατάλληλου τρόπου συμμετοχής μπορεί να είναι ατομική αλλά και συλλογική υπόθεση ή ο γόνιμος συνδυασμός τους. Ο εποικοδομητικός προβληματισμός για το παρόν είναι η αναπόφευκτη οδός για το στοχασμό επί του μέλλοντος. Μια καλή αρχή είναι η ανάπτυξη μηχανισμών ανθεκτικότητας στη σκληρή καθημερινότητα, η επένδυση στην προσωπική παιδεία, ο πειραματισμός, η καινοτομία και η αποφυλάκιση καθ’ ενός απ’ τη ζώνη βεβαιότητάς του. Μαχόμενοι για ελευθερία, βιώνουμε ουσιαστικότερη δημοκρατία. Αυτή η θέση μπορεί να εκληφθεί ως οδός ερμηνείας και αξιοποίησης της σημασίας του τίτλου: «ζούμε ήδη το μέλλον μας». 

Ο Γεώργιος – Φοίβος Ξενάκης είναι δικηγόρος


[1] Περισσότερα για την πηγή,  την ταυτότητα και τα αποτελέσματα της εν λόγω έκθεσης με περαιτέρω παραπομπές βλ. στο link: https://bit.ly/3fPJEHw [τελευταία επίσκεψη: 22/01/2022].

[2] Περισσότερα για την πηγή,  την ταυτότητα και τα αποτελέσματα της εν λόγω μελέτης με περαιτέρω παραπομπές βλ. στο link:https://bit.ly/3FVNycy [τελευταία επίσκεψη: 22/01/2022].

Διαβάστε περισσότερα:

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας