Τα «όχι» των εντολέων και των δικηγόρων

   Στη δικηγορική πρακτική συχνά οι (υποψήφιοι) εντολείς μας ακούσια (συνήθως) μπερδεύουν το ρόλο μας στη διαχείριση ή επίλυση του ζητήματος που μας εμπιστεύονται. Παλιότερα υφίστατο η αγοραία άποψη, κατά την οποία «ο δικηγόρος μπορεί να βοηθήσει σε όλα και με πολλούς τρόπους», ιδίως αν κάποιος συνάδελφος τύχαινε να έχει σχετική ευρυμάθεια (ή την αυταπάτη κατοχής της) ή πλείονες των νομικών σπουδές. Σήμερα, ένας δικηγόρος δυνητικά φέρει δεύτερη επαγγελματική ιδιότητα (όσο επιτρέπει το σχετικό «ασυμβίβαστο»), όπως για παράδειγμα αυτή του διαμεσολαβητή.

   Για την περί ης ο λόγος δεύτερη ιδιότητα έχει εκπαιδευθεί ελάχιστα σε νομικά αντικείμενα λόγω της φύσης του θεσμού της διαμεσολάβησης, περισσότερο έχει εκπαιδευθεί στον τρόπο καλλιέργειας κι εφαρμογής δανεικών δεξιοτήτων από άλλα πεδία, όπως της ψυχολογίας, της διεξαγωγής διαπραγματεύσεων και όχι μόνο, καθώς λέγεται πως ο διαμεσολαβητής χρειάζεται να προσπαθεί να είναι homo universalis. Παρ’ όλο που ενίοτε μπορεί να εμφανίζεται η ως άνω άποψη και στη σημερινή πραγματικότητα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, δεν επιτρέπεται στο δικηγόρο ή και στο διαμεσολαβητή να εισέρχονται σε ξένα χωράφια. Δεν είμαστε κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι, ψυχολόγοι ούτε πολιτικοί μηχανικοί, ανθρωπολόγοι, βιολόγοι, γιατροί μήτε φιλόσοφοι, εκτός αν κάποιοι συνάδελφοι όντως είναι, αν και το υφιστάμενο δικηγορικό ασυμβίβαστο δεν αφήνει περιθώρια να απασχολείται νομίμως κάποιος δικηγόρος σε πολλά άλλα αντικείμενα. 

   Εάν όμως θα μπορούσε να συγχωρείται ένα πράγμα, επειδή ερχόμαστε συχνότατα σε επαφή με τον ανθρώπινο πόνο, με την ανθρώπινη δυστυχία, με τις διαπροσωπικές ή εταιρικές και λοιπές σχέσεις των ανθρώπων-εντολέων μας και επειδή η εμπειρική τριβή μας επεκτείνεται συχνά στις ενδότερες ανθρώπινες διαστάσεις των εννόμων ζητημάτων που φθάνουν ενώπιόν μας, αυτό είναι η εκφορά υποκειμενικού λόγου και υποκειμενικών αποσταγμάτων σχετικά με τα παραπάνω ζητήματα. Σημασία έχει να διακρίνουμε ρητά το ρόλο μας προς τους ανθρώπους και τα συγκρουσιακά τους προβλήματα. Να επισημαίνουμε ότι δεν μπορεί κανένας νομικός επιστήμονας να υποκαθιστά την ψυχολογική ή ιατρική ή άλλη βοήθεια χρειάζεται ένας άνθρωπος και κυρίως ότι οι προσωπικές τοποθετήσεις ενός δικηγόρου ή κι ενός διαμεσολαβητή δεν είναι ούτε οδηγίες ούτε συμβουλές για χρήση στον ιδιωτικό βίο άλλων – προσωπική εκτίμηση είναι ότι εξ ορισμού δεν υπάρχουν τέτοιες όπως και να’ χει. 

   Με αυτές τις σκέψεις εισέρχομαι στο θέμα. Από το συνδυασμό των δικηγορικών εμπειριών σε συγκρουσιακά περιβάλλοντα και σε ανάλογες καταστάσεις, δηλαδή από την επαγγελματική εγγύτητα σε ζευγάρια που χωρίζουν, σε συνεταίρους που διαλύουν την κοινή τους επιχείρηση, σε οικογένειες που σκίζουν τους σχεσιακούς ιστούς, σε συναδέλφους που αλληλοεξαπατώνται συμφεροντολογικά πράττοντες (τυπική καθημερινότητα του μέσου δικηγόρου), καθώς και του εκπαιδευτικού ή ευρύτερου υποβάθρου, οι συχνές διδαχές ή τα πολυποίκιλα μαθήματα έρχονται κατά ριπάς. Για όποιον προσπαθεί να διατηρεί προσλαμβάνουσες νοητικές δομές πρόθυμες να μετουσιώνουν σε διδαχές ή μαθήματα τις εμπειρίες και τα βιώματα κάθε βιοτικού τομέα, ιδίως της εργασίας, αυτή η συνθήκη είναι καρποφόρα. Μ’ αυτό τον τρόπο, γίνεται ο δικηγόρος (ή και ο διαμεσολαβητής) αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς της σημασίας των «όχι» αλλά και των «ναι» στις ζωές των ανθρώπων. 

   Με τα αλόγιστα ναι οι άνθρωποι καταλήγουν δεδομένοι. «Αντικείμενα εκμετάλλευσης», αυτές τις λέξεις χρησιμοποιούν αρκετοί άνθρωποι, οι οποίοι το πρώτο τους όχι το θυμούνται. Δεν το λησμονούν, γιατί τους άνοιξε την πόρτα του σεβασμού, κλείνοντας τα μπουντρούμια της συρρικνωμένης αυτοεκτίμησης και της τσαλαπατημένης αξιοπρέπειας. Ήταν η πρώτη στιγμή που το άγχος της απομόνωσης και ο φόβος της απόρριψης κηδεύτηκαν μέσα τους. Τότε που ύψωσαν το πρώτο τους «όριο» κι ένιωσαν να σείεται η ελευθερία στο νου και να πλημμυρίζει την ψυχή τους. Έρχεται ο καιρός που λένε «μην μου απευθύνεις ξανά το λόγο» και το εννοούν. Το τολμούν, γιατί συνειδητοποιούν τα προσκόμματα και τις αόρατες χειροπέδες που τους κρατούσαν στο ίδιο σημείο. Φυσικά, τα όχι αυτών των ανθρώπων δεν έρχονται ούτε πάντα ούτε αποκλειστικά με εξεγέρσεις και εντάσεις. Συχνά, ξεκινούν από μπλοκαρίσματα και διαγραφές στα social media. Αρνούνται ένα από τα δεκάδες projects που τους φορτώνει ύπουλα κι ετσιθελικά ο εργοδότης τους. Δίνουν τα μισά από τα δανεικά που τους ξαναζητάνε. Επιλέγουν να βλέπουν τον επικριτικό τους φίλο μία φορά το μήνα. Σταδιακά «κόβουν την καλημέρα». Όταν ο κουρνιαχτός που σηκώθηκε από τα πρώτα τους όχι κατακάτσει, οι δικές τους ανάγκες, τα προσωπικά τους συμφέροντα, τα σχέδιά τους, τόσο καιρό στριμωγμένα στη σκέψη τους, χύνονται με λεύτερη ορμή στην πραγματικότητά τους. Με τα εξαναγκαστικά ναι ακολουθούσαν τη μόδα της βιομηχανίας παραγωγής ευτυχίας και της υστερικής κατανάλωσης θετικής διάθεσης. Διακρίνουν τα ναι που έλεγαν από παρρησία και τα ναι που έλεγαν από βία. Αντιλαμβάνονται τη φθορά που προκαλούσαν στον οργανισμό τους με τα ενοχικά όχι. Αισθάνονται περήφανοι που αποτίναξαν τη ρετσινιά του αρνητισμού και την ταμπέλα του «προβληματικού», αυτή που τους φόρτωναν οι Ναζί των «ναι» τους. 

   Τα όχι τους γίνονται άξια θεμέλια αυτοσεβασμού. Αδιαφορούν που με το πρώτο τους όχι θα γίνουν δυσάρεστοι, θα τους υβρίσουν, θα τους προσβάλλουν. Επιτέλους αποκτούν το φίλτρο του σωστού «όχι» στη σωστή στιγμή. Με τα όχι τους οι άνθρωποι συντονίζονται με τον ενδότερο εαυτό τους. Πιστεύουν ότι αρχίζουν ν’ αποκτούν τον έλεγχο της ζωής τους. Με τα όχι δεν ετεροκαθορίζονται. Με το περιρρέον κλίμα ανασφάλειας-αβεβαιότητας τα όχι τους ήταν ο μεγαλύτερος κίνδυνος της ζωής τους. Το τίμημα των όχι φάνταζε ανυπέρβλητο ή και ανήκεστο. Με τα όχι τους συχνά οι άνθρωποι φοβούνται ότι θα γίνουν μαύρα πρόβατα. Κι ενώ για χρόνια βασανίζονταν, πιστεύοντας πως με τα όχι θα γίνονταν αντιπαθητικοί, μη αρεστοί και μισημένοι, αίφνης αρχίζει η είσπραξη (αναδρομικού) σεβασμού και κυρίως θαυμασμού για το βήμα τους, αυτό που οι άλλοι διατηρούν απωθημένο και βολεύονται στο ναι της έγκλειστης ασφάλειας και βεβαιότητας. Με τα όχι τρυπάνε το σωσίβιο του «να τα έχω καλά με τους άλλους». Συνειδητοποιούν πως το όχι στον εαυτό τους ήταν η πιο όμορφη εμπειρία στη ζωή τους. Τότε που προτίμησαν να εργαστούν σε μεροκάματα μακριά από το επιστημονικό αντικείμενό τους, γιατί δεν ήθελαν να βρίσκονται σε περιβάλλοντα προορισμένα να τους κάνουν να σιχαθούν το αντικείμενο που αγαπούσαν. Παραβλέπουν το μύθο πως το όχι δείχνει αλαζονεία ή εγωισμό. Υπάρχουν όχι που είναι σα ναι – για παράδειγμα, όταν λένε οι άνθρωποι «διαμαρτύρομαι τόσο καιρό γιατί με ενδιαφέρει να λειτουργήσει η επιχείρησή μας, εσύ ανάλαβε αυτό που είσαι καλός κι εγώ θα κάνω το άλλο στο οποίο είμαι μοναδικός και θα βγάλουμε το αποτέλεσμα που θέλουμε», τότε λένε ναι. Καταλαβαίνουν πως δεν είναι δικό τους πρόβλημα το έλλειμμα των άλλων. Όταν αντικρίζουν τον εαυτό τους σε κοστούμι που τους το έκοψαν και τους το έραψαν άλλοι χωρίς τη συναίνεσή τους, τόσο στενό που κινδυνεύουν από ασφυξία, το όχι γίνεται η αρχή της ουσιαστικής συνύπαρξης με τον πραγματικό τους εαυτό. 

   Έχουμε να μάθουμε πολλά από τους εντολείς μας. Μάς δίνουν περισσότερα απ’ όσα αντιλαμβανόμαστε ότι εισπράττουμε, καθώς ακουμπούν πάνω μας το πρόβλημά τους. Δεν είναι όλοι οι νομικοί ικανοί να εισπράττουν τα μαθήματα από τους ανθρώπους που συναναστρέφονται εξ αιτίας της δουλειάς τους. Ιδίως αρκετοί δικηγόροι αυταπατώνται ότι κατέχουν πολλή σοφία, την οποία πλανώνται ότι πρέπει να μεταλαμπαδεύσουν στους εντολείς τους. Επί της ουσίας, από τα όχι των εντολέων μας μπορούμε να μάθουμε εμείς, αρκεί να καλλιεργούμε στον εαυτό μας τη δεξιότητα ακρόασης, αντί της επιδεικνυόμενης συχνά υπερφίαλης και κωμικής ακοής.

   Μπορούμε κάποτε να επιλέξουμε, για παράδειγμα, να μην αναλαμβάνουμε υποθέσεις από κεκτημένη ταχύτητα, ενώ γνωρίζουμε ότι η σχέση μας με το χειρισμό ενός συγκεκριμένου νομικού θέματος είναι επιεικώς αυτή του τρίτου εξαδέλφου κι ούτε με μελέτη ή έρευνα θα καταφέρουμε να ανταποκριθούμε προσηκόντως. Μπορούμε να μην δεχόμαστε ευτελείς αμοιβές, κινούμενοι στα όρια του «αθέμιτου», που υποβιβάζουν την επαγγελματική αξιοπρέπεια ενός συλλειτουργού της δικαιοσύνης και θέτουν σε υπαρξιακό κίνδυνο την πλειοψηφία των συναδέλφων μας. Μπορούμε να μην επιτρέψουμε σε μία κυβέρνηση να μας φορολογεί για εισοδήματα που δεν αποκτάμε. Μπορούμε να μην ανεχόμαστε στην Ελλάδα του 2024 να τίθενται σε ισχύ ποινικοί κώδικες επιεικώς ανάρμοστοι σε κράτος δικαίου. Μπορούμε να μην πατάμε ο ένας πάνω στον άλλον για να καταθέσουμε ένα έγχαρτο δικόγραφο αναμένοντας σε ουρές ή να μην παλεύουμε την ίδια εργασία σε διαδικτυακές πλατφόρμες που κάνουν την αναμονή σε ουρά να φαντάζει πολυτέλεια. Μπορούμε να αποδείξουμε ότι άξιος δικηγόρος δεν είναι όποιος εμφανίζεται διαρκώς σε τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης. Μπορούμε να μην οδηγούμε όλες τις υποθέσεις όλων των εντολέων μας στα ακροατήρια, επειδή γνωρίζουμε μόνο έναν τρόπο να γίνονται τα πράγματα (την ενδοδικαστική αντιδικία), ενώ μπορούμε να εκπαιδευθούμε σ’ εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών των ανθρώπων και των επιχειρήσεων και να τους αξιοποιούμε στο μέγιστο βαθμό, επωφελούμενοι άπαντες οι εμπλεκόμενοι. Μπορούμε να μην πέφτουμε στη συστημική παγίδα της συναδελφικής διχόνοιας, για να σκορπίζεται η κλαδική μας δύναμη και να μην προκαλείται εφίδρωση στις εκάστοτε κυβερνήσεις.

   Γενικώς, υφίστανται αρκετά «όχι» που είναι απαραίτητο να ειπωθούν. Σε πολλές περιπτώσεις χρειάζεται να είναι αμιγώς όχι, αντί κεκαλυμμένων ναι. Καλή αρχή θα ήταν να περιορίσουμε το νοηματικό παράδοξο της δικηγορικής «παράστασης» μόνο στα ακροατήρια. Εκτός δικαστηρίου, να μην «παριστάνουμε» ότι μπορούμε να επιτελούμε άλλους επαγγελματικούς ρόλους και μάλιστα αντιλαμβανόμενοι αυτή τη συνθήκη ως συμπληρωματικώς παρεχόμενη δικηγορική υπηρεσία! Εξίσου καλή αρχή θα ήταν ν’ αφουγκραζόμαστε τα όχι που φέρνουν οι εντολείς μας από τις δικές τους ζωές και να βρούμε τρόπους να τα μετουσιώνουμε σε παραδείγματα προς εφαρμογή τουλάχιστον στον επαγγελματικό, αν όχι και στον προσωπικό μας, βίο.

   [Αφορμή για τις παρούσες σκέψεις ήταν ο διάλογος δύο νεότατων συναδέλφων, τον οποίο ομολογουμένως κρυφάκουσα, σε ουρά εντός ενός από τα περίφημα κτήρια της Ευελπίδων: 

« – έχω σοκαριστεί με τη γυναίκα, τέτοια περιστατικά βίας και μπόρεσε να έρθει ολομόναχη, με όλη της την οικογένεια απέναντί της, να μου τα πει εμένα στο γραφείο με απίστευτη νηφαλιότητα, τελείωσε ρε συ, τους είπε άντε μου στο δ…ο γαμ…νοι και σηκώθηκε κι έφυγε με ένα βρακί ρε φίλε … 

– κι εμείς είμαστε τόσες χιλιάδες δικηγόροι με τόση δυνατότητα πίεσης για να αλλάξουμε τις ζωές μας και δεν μπορούμε, ρε μ…κα, ούτε για τους φόρους μας να πούμε ένα όχι και να το εννοούμε ρε φίλε, με τους ποινικούς κώδικες τουμπεκί πάλι… τα ίδια Παντελάκη μου».]

Φοίβος Ξενάκης

Δικηγόρος-Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής

Διαβάστε περισσότερα:

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας