Σύμφωνα με το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τη συνεπιμέλεια, οι γονείς για τους οποίους οι δικαστικές αποφάσεις, δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες (δεν έχουν δηλαδή φτάσει μέχρι τον Άρειο Πάγο) μπορούν να προσφύγουν δικαστικά, προκειμένου να ζητήσουν την αναδρομική τροποποίηση των εκδοθέντων αποφάσεων για την επικοινωνία και την επιμέλεια του παιδιού. Συγκεκριμένα το νομοσχέδιο, στις ακροτελεύτιες ρυθμίσεις του, αναφορικά με την έναρξη ισχύος του νόμου (μετά την 30η Ιουνίου 2021), προβλέπει ότι :
“Οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μεταρρυθμίζονται, με νεότερη δικαστική απόφαση, μετά από αίτηση οποιουδήποτε από τους γονείς αφού, μετά τη νομοθετική μεταβολή με τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, οι εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις δεν καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο”.
Καθίσταται έτσι φανερό, ότι ο νέος νόμος δεν αφορά μόνο το μέλλον, αλλά και το παρελθόν και κινδυνεύει να δυναμιτίσει τις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ των γονέων. Κάποιοι συνταγματολόγοι ενδέχεται να ισχυριστούν ότι, η διάταξη αυτή του νομοσχεδίου, έρχεται σε αντίθεση με τη γενική αρχή του δικαίου, ότι ο νόμος ορίζει για το μέλλον και όχι για το παρελθόν. Προς απόκρουση αυτής της άποψης, ο νομοθέτης θα αντικρούσει, ότι ο νόμος μπορεί να επεκτείνει την ισχύ του στο παρελθόν, φτάνει να μην προσβάλλει κεκτημένα δικαιώματα. Έτσι όμως δεν πλήττεται η εύλογη εμπιστοσύνη των διαδίκων στο νόμο, στις δικαστικές αποφάσεις και στην ασφάλεια Δικαίου;
Περαιτέρω, η διάταξη με την οποία δίνεται η δυνατότητα στους γονείς, να αμφισβητήσουν ισχύουσες δικαστικές αποφάσεις, αντί να συμβάλει στο γεφύρωμα των μεταξύ τους διαφορών, έχει ενδεχομένως ως αποτέλεσμα να χαϊδέψει τη δικομανία ορισμένων, ακόμα και σε περιπτώσεις που έχει εκδοθεί τελεσίδικη (Εφετειακή) απόφαση. Αριθμητικά, η τροποποίηση αυτή του νόμου αφορά εκατοντάδες χιλιάδες αποφάσεις,που έχουν εκδοθεί από τα δικαστήρια όλης της χώρας. Πρόκειται για ένα “κάλεσμα” στην Ευελπίδων, που ίσως δεν ωφελεί σε τίποτα, εφόσον, ως γνωστό, οι γονείς που το επιθυμούσαν, μπορούσαν ήδη, με την ισχύουσα νομοθεσία να ζητήσουν την τροποποίηση μιας δικαστικής απόφασης, λόγω μεταβολής των συνθηκών κατ´άρθρο 1536ΑΚ.
Ειδικότερα, οι αποφάσεις που είναι σχετικές με τη γονική μέριμνα, τη διατροφή και το δικαίωμα επικοινωνίας, στο μέτρο που περιλαμβάνουν ρύθμιση για μελλοντικό χρόνο, υπόκεινται οποτεδήποτε, σε οποιοδήποτε στάδιο (ακόμα και στο Εφετείο) σε ανάκληση ή μεταρρύθμιση, αν μεταβληθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν, μετά από αίτηση του γονέα ή πλησιέστερου συγγενούς, αρμόδιο δε δικαστήριο είναι εκείνο που εξέδωσε τη σχετική απόφαση και κρίνει κατά την ίδια διαδικασία. (βλ. άρθρο 1536ΑΚ καθώς και 758 Κ.Πολ.Δ.).
Τι περισσότερο λοιπόν φιλοδοξεί να προσφέρει η νέα διάταξη;
Εύλογα μπορούμε να ισχυριστούμε, ότι ο νομοθέτης, επιτρέπει στους διαδίκους να μεταρρυθμίσουν μια απόφαση, όχι γιατί μεταβλήθηκαν οι συνθήκες, όπως προβλέπεται με το ισχύον επαρκέστατο νομοθετικό πλαίσιο, αλλά για να ξεκινήσουν την αντιδικία από την αρχή, με βάση την αρχή του ενός τρίτου του συνολικού χρόνου επικοινωνίας, για τον γονέα που δεν έχει την επιμέλεια.
Ελλοχεύει δε ο κίνδυνος, η μεταρρύθμιση ή μη της ισχύουσας δικαστικής απόφασης, να γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Οι γονείς κινδυνεύουν έτσι να εμπλακούν σε ακόμη μεγαλύτερη και σφοδρότερη αντιδικία, χάνοντας έτσι την ουσία του προβλήματος, που είναι η ψυχική ηρεμία των παιδιών και η επίτευξη οικογενειακής ειρήνης.
Η Ρόη Παυλέα είναι δικηγόρος Αθηνών