Οι ρίζες της αυτοδικίας – Βεντέτα, Γδικιωμός, Σασμός Το θεμα της ημέρας

Ο έντιμος τρόπος ζωής, διαχρονικά καθορίζεται και πορεύεται από τις προσταγές της νόμιμης εξουσίας που δυνάμει των δικών της κανόνων και αρχών, επιβάλλει το ισχύον δίκαιο, το οποίο προερχόμενο, για τα ελληνικά δεδομένα, από το δείκνυμι, του προσδίδει την έννοια της ορθής[1][2] κατευθυντήριας γραμμής, του ορθού, που οφείλουν τα άτομα μιας κοινωνίας να αποδεχτούν και τηρήσουν.

Σκοπός του, η ομαλή συνύπαρξη των μελών της κοινωνίας και η αποτροπή τυχόν αυθαιρεσιών και έριδων, όπως και η χαλιναγώγηση της τάσης του ανθρώπου προς την παραβατική συμπεριφορά που συνιστά η πράξη της αυτοδικίας. Η αυτοδικία διαπράττεται από όποιον, είτε έχει πραγματικά ένα νόμιμο δικαίωμα, είτε πιστεύει ότι το έχει, κι στη περίπτωση προσβολής ή αμφισβητήσεώς αυτού, προσπαθεί ενεργώντας αυθαίρετα και αυτοδυνάμως, να πετύχει την ικανοποίηση των αξιώσεών του, από το δικαίωμα αυτό, παραλείποντας τη νόμιμη δικαστική οδό.

Για την αυτοδικία θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά, τόσο όσον αφορά την παρουσία της ως αδίκημα στον ποινικό κώδικα, όσο και για την έννοια της, ωστόσο, εν προκειμένω αναδεικνύονται τα στοιχεία εκείνα που την έχουν ριζώσει βαθιά, ως πράξη, δίκαια πολλάκις∙ και λογικής ακολουθίας γεγονότων, στη συνείδηση των ανθρώπων.

Για να το κατανοήσουμε αυτό, ξεκαθαρίζουμε ότι το γραπτό δίκαιο, το Θεσμικό δίκαιο, που έχει αδιαπραγμάτευτη σημαντικότητα για το νομικό μας πολιτισμό και δημιουργεί ασφάλεια δικαίου, δεν υπήρχε πάντα. Ο “Άγραφος νόμος” δηλαδή, το σύνολο των κανόνων δικαίου που δεν υπάρχουν κάπου γραμμένοι και αποτελούν το έθιμο ή εθιμικό δίκαιο, κυβερνούσαν τις πρωτόπλαστες κοινωνίες. Οι κανόνες αυτοί, διαμορφώθηκαν και επιβλήθηκαν μετά από σταθερή και ομοιόμορφη επανάληψη μιας ορισμένης συμπεριφοράς εκ μέρους της κοινότητας. Πορεύονταν πάντα από την πεποίθηση ότι εκτελείται μια ιερή υποχρέωση.

Ένα μεγάλο ταξίδι στο χρόνο, θα αποτελέσει το φάρο που θα οδηγήσει σε απάντηση το ερώτημα : «γιατί οι άνθρωποι, δεν υπακούν στις προσταγές των νόμων, αλλά θέλουν, να αποδοθεί Δικαιοσύνη, σύμφωνα με τις δικές τους εσωτερικές ηθικές επιταγές και αντιλήψεις;»

 Ξεκινώντας από την προϊστορική εποχή, ο άνθρωπος παρατηρείται να μάχεται κατά άλλων ανθρώπων που του επιτίθονται και o καθένας, προσπαθεί να επιβιώσει, μέσω της βλάβης του άλλου, καθώς ο κερδισμένος, καθίσταται ο δημιουργός του δικαίου. Συνεπώς, στο πρόσωπο του νικητή σωρρεύονταν οι ιδιότητες  του θύματος πρωτίστως, του δικαστή μετέπειτα, καθώς ταυτόχρονα και του δράστη και εκτελεστή της ποινής. Η άμυνα στις εν δυνάμει και υφιστάμενες προσβολές των άλλων, εκφραζόταν με την επίθεση εναντίων τους και έτσι μετεξελισσόταν το θύμα σε δράστη∙ και αντίστροφα. Η αέναη εναλλαγή αυτών των ρόλων, διασφάλιζαν ταυτόσημα, επιβίωση και εξουσία.    

Η μετάβαση πάλι, στις πρώτες πρωτόγονες κοινωνίες συμβαδίζει με το δεσμό αίματος που δένει τα μέλη της, αφού απαρτίζονται από Οικογένειες και Φυλές και η ένταξη και η ταύτιση σε κάθε έκαστη τέτοια κοινωνική οντότητα, εξασφαλίζει, την επιβίωση. Τα αποκτήματα κάθε Φυλής, αγαθά και προνόμια, είναι και κτήμα του κάθε εκάστου μέλους. Ο έλεγχος, κοινωνικός πιά, περιέρχεται στη Φυλή και το έγκλημα κατά ατόμου της Φυλής, ερμηνεύεται ως έγκλημα κατά αυτής της ιδίας. Κάθε προσβολή ή απώλεια μέλους της, συνιστούσε διακινδύνευση της ίδιας της ύπαρξης της[3]. Η επιβολή της τιμωρίας κατά του παραβάτη απαραίτητη∙ το δικαίωμα αυτό παραχωρήθηκε από το θύμα στη Φυλή, εξαπλώνοντας με αυτόν τον τρόπο και τα όρια της έννοιας της ευθύνης στην κοινωνική ομάδα που ανήκε ο δράστης. Δημιουργήθηκε κατά αυτόν τον τρόπο, η συλλογική ευθύνη της οικογένειας, της φυλής. Η ποινή αυτή του «αίματος» που το όνομά της το οφείλει στο δεσμό αίματος των μελών της κοινωνικής ομάδας που την υπέβαλε και όχι στο είδος της, αποτελούσε την απτή προστασία που η ομάδα αυτή χάριζε στα μέλη της.

Η επιβίωση και εδώ απαιτούσε την τιμωρία. Καθώς, οι κοινωνικές ομάδες διευρύνονταν, οι δεσμοί του ατόμου με την αντίστοιχη κοινωνική του ομάδα διευρύνονταν και αυτοί, το γεγονός αυτό σε αλληλεπίδραση με τις κοινωνικοπολιτικο-οικονομικές διαφοροποιήσεις που αυτονοήτως επήλθαν, απομείωναν τις δυνάμεις της ομάδας αίματος στην άσκηση του κοινωνικού ελέγχου. Καταλυτικό στοιχείο πια, στις σχέσεις μεταξύ δράστη και θύματος άρχισε να αποτελεί η χρηματική, ή άλλου είδους υλική αποζημίωση. Με την αποζημίωση αυτή και με την ικανοποίηση του θύματος, προλαμβάνονταν η γέννηση και η διαιώνιση, της σημερινά ονομαζόμενης βεντέτας.

 Ο δράστης, εάν αποτύγχανε να παράσχει στο θύμα την αποζημίωσή εξέθετε τον εαυτό του σε ανυπέρβλητο κίνδυνο, καθώς η διευρυμένη, ως ειπώθηκε, εξ αίματος ομάδα, δεν τον είχε πια, υπό την προστασία της. Το γεγονός αυτό τον καθιστούσε εκτός νόμου και ο καθένας μπορούσε να τον θανατώσει ή να τον τιμωρήσει. Στην πορεία των χρόνων, με την ανάπτυξη της κεντρικής εξουσίας και την ανάληψη του δικαιοδοτικού ελέγχου από αυτή, οι προβολείς έπεφταν στο δράστη και το θύμα αποσύρθηκε από την κεντρική σκηνή. Ο δράστης με την πληρωμή της ποινής, από την κρατική εξουσία προστατευόταν, από κάθε αντεκδίκηση του προσώπου που αδικήθηκε. 

Γίνεται αντιληπτό ότι στα πρώτα βήματα των κοινωνιών η εκδίκηση ως μορφή τιμωρίας κατέχει τα σκήπτρα και όσο και αν φαντάζει ανίερη πράξη, αυτή στον πυρήνα της κρύβει την ηθική της. Αυτή η ηθική, στην ψυχοσύνθεση του ανθρώπου μορφοποιήθηκε συνάμα με την έννοιας της Τιμής και της εκπλήρωσης του ηθικού χρέους, αφού η εκδίκηση αίματος θεωρείτο ιερή υποχρέωση σ’ όλες τις αρχαϊκές κοινωνίες.

Φθάνοντας στην ομηρική κοινωνία, συναντάμε την άγραφη νομοθεσία των Ελλήνων, στους «θέμιστες[4]». Εδώ βρίσκονται τα έθιμα και οι συνήθειες των ανθρώπων της εποχής εκείνης που όριζαν τι είναι δίκαιο και τι είναι άδικο, τι απαγορεύεται  και τιμωρείται και τι πρέπει να γίνει σε κάθε έκαστη περίπτωση, όταν διασαλεύεται η κοινωνική ειρήνη. «Αθέμιστοι[5]» ήταν οι άνομοι. Ό,τι είναι ενάντια στα καθιερωμένα και τα έθιμα, δεν είναι δίκαιο, δεν είναι επιτρεπτό[6], συνιστά ασέβεια στους θεούς που τους καθιέρωσαν, είναι ανίερο. Οι άγραφοι νόμοι είναι ιεροί, αφού αυτοί δεν καθορίζονται από τον άνθρωπο, αλλά από τους Θεούς. Είναι φανερή η βαθιά θρησκευτικότητα των επιταγών αυτών. Ο παραβάτης του εθιμικού κανόνα είναι «υβριστής» και ανόσιος, εγείρει την αγανάκτηση ανθρώπων και θεών. Δικαίως λοιπόν, τον παραβάτη τον κατηγορούν οι θνητοί[7].

Η ανθρωποκτονία, στην κοινωνία των ομηρικών χρόνων, είναι το πιο ειδεχθές έγκλημα και ο δράστης πρέπει να τιμωρηθεί με θάνατο. Η οικογένεια του σκοτωμένου οφείλει να κυνηγήσει το φονιά και να τον σκοτώσει. Δεν υπάρχει γλιτωμός, παρά μόνο αν ο φονιάς, προλάβει να φύγει από τον τόπο του, αυτοεξοριστεί. Η τιμωρία επέρχεται ακόμη και αν ο φόνος γίνει μεταξύ συγγενών, απλώς, οι συγγενείς, από επιείκεια[8], περιόριζαν την τιμωρία, σε ισόβια εξορία. Επί της ουσίας, η ισόβια εξορία και ο διωγμός από την οικογένεια, συνεπαγόταν τον εικονικό θάνατο του φονιά, αφού η οικογένεια, που σ’ αυτήν ανήκε το θύμα και ο φονιάς του, συνερχόταν και αποφάσιζε τη διαγραφή του φονιά και την εξορία του[9].

Ο φονιάς φεύγει από τον τόπο του, όχι μόνο γιατί φοβάται την εκδίκηση των συγγενών του σκοτωμένου, αλλά και επειδή φοβάται τη δημόσια κατακραυγή[10] και τη περιφρόνηση που θα λάβει. Η οικογένεια, το γένος του σκοτωμένου, για να επιβάλει την εκδίκηση της πρέπει να λάβει υπόψη της το αίσθημα δικαίου, την έγκριση της πράξης αυτής από τη λοιπή κοινωνία, γιατί αλλιώς η πράξη εκδίκησης ήταν άδικη και παράνομη. Όπως και μη αποδεκτή ήταν η μη συμμόρφωση της οικογένειας του θύματος στην εκτέλεση της υποχρέωσης τιμωρίας∙ ζούσαν περιφρονημένα, τα μέλη της οικογένειας που παρέλειπαν να εκτελέσουν αυτό το καθήκον. Γίνεται φανερό ότι τιμωρία λογίζεται, η εφαρμογή του ηθικού κώδικα και η ικανοποίηση του περί δικαίου αισθήματος του κοινωνικού συνόλου. Στον ανωτέρω ηθικό κώδικα, υπακούει και η δυνατότητα επιστροφής του φονιά στον τόπο του εάν γινόταν συμφωνία ανάμεσα στους συγγενείς του σκοτωμένου και του φονιά για την καταβολή αποζημίωσης για το αίμα του σκοτωμένου[11]

Διαπιστώνουμε ότι, αν και, έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια από όσα πρόσταζαν οι άγραφοι νόμοι του τότε, αυτά, όχι μόνο δεν ξεχάστηκαν, δε σβήστηκαν, δε χάθηκαν, αλλά αποτέλεσαν ζωντανή παράδοση και τον άγραφο νόμο στις νεότερες ελληνικές κοινωνίες ή στις κοινωνίες που είχαν έντονη ελληνική επίδραση.

Από τη Μάνη έως την Κρήτη

Στον Ελλαδικό χώρο, κατάλοιπα αυτού του απώτερου παρελθόντος και η δημιουργία ενός εγγύτερου στη σημερινή αυτοδικία αδικήματος παρατηρούνται έντονα κυρίως στη Μάνη[12] και την Κρήτη, όπου ο Γδικιωμός, αποτελεί επιβαλλόμενη τακτική για να σωθεί ο δράστης και ο Σασμός για να σταματήσει η διαμάχη των οικογενειών.

Η ιδιαίτερη ιστορία κάθε περιοχής και οι ειδικότερες μορφολογικές γεωγραφικές συνθήκες συνέβαλαν στη διατήρηση των παραπάνω άγραφων νόμων. Η Μάνη, ως κοινωνία κράτησε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, γιατί αυτοδιοικήθηκε και βασίσθηκε στην πατριά και την πατριαρχική οργάνωση, με κανόνες και αρχές, που καθόριζαν και διασφάλιζαν την ατομική και οικογενειακή αξιοπρέπεια. Οι συνθήκες οι κοινωνικοπολιτικές που επικράτησαν σε αυτή τη γεωγραφική περιοχή, διαμόρφωσαν τις συνήθειες που καθρεφτίζονται στους μανιάτικους άγραφους κανόνες δικαίου, που στόχο είχαν την προστασία της Τιμής και της ζωής τους.

Στην Κρήτη πάλι, η λέξη vendetta[13], προέρχεται από το ιταλικό ρήμα “Vendico”, που σημαίνει παίρνω εκδίκηση. Η Κρητική εκδίκηση είναι επίσης οικογενειακή υπόθεση και προέρχεται από το καθήκον που αισθάνονται οι Κρητικοί να προστατέψουν την οικογενειακή τιμή τους. Και εδώ, ο νόμος της τιμωρίας αποτελεί μέγιστη μορφή δικαιοσύνης, αφού η βεντέτα αποτελεί ιδιότυπο στοιχείο ιερής παράδοσης που διαιωνίζεται με ευσέβεια από γενιά σε γενιά. Στην κρητική λογοτεχνία και ιδιαίτερα στον Ερωτόκριτο, συναντάμε τον όρο “γδικιωμό”, που είδαμε ότι απαντάται και στην ευρύτερη περιοχή της Μάνης.

Βέβαια, αυτή η έννοια και η πρακτική της εφαρμογής της ιερής τιμωρίας, δεν είναι ξένη στην απόδοση Δικαιοσύνης των πολιτισμών και της ανατολικής Μεσογειακής λεκάνης. Βεντέτα έχουμε επίσης, στην Κορσική, στη Σικελία, στην Σαρδηνία. Στην Ισπανία, μέσα από το έργο «Ο  Ματωμένος Γάμος» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, διαπιστώνουμε επίσης το έθιμο της Βεντέτας, να υφίσταται ως αποκατάσταση του πληγωμένου γοήτρου, της Τιμή και αξιοπρέπειας της οικογένειας. Για να σβηστεί η ντροπή του γαμπρού για την αρπαγής της νύφης από τον εραστή της, χύθηκε το αίμα, όχι της νύφης που πρόδωσε τον άντρα της, την ίδια μέρα του γάμου τους, αλλά του εραστή της.

Στο χώρο επίσης των Βαλκανίων, όπως στο Μαυροβούνιο και τη Β. Αλβανία, το έθιμο του «κάνον»ή «κάνουν» έχει ανάλογη λειτουργία. Ιδιαίτερα η Βόρεια Αλβανία, έχει το εθιμικό της δίκαιο έκδηλο. Το εθιμικό δίκαιο των αλβανικών υψιπέδων, που ήταν έντονα πατριαρχικά, θεσπίζονταν ή αναθεωρούνταν από τα μέλη της άρχουσας τάξης, που ήταν γνωστοί ως, πρεσβύτεροι. Οι παραδόσεις, οι συνήθειες, ο τρόπος ζωής, η διοίκηση της δικαιοσύνης, η οικογενειακή και ομαδική εκδίκηση, η εξέλιξη της βεντέτας, αλλά και η συμφιλίωση, καθορίζονταν από το εθιμικό δίκαιο. 

Όμως ακόμα και αν έχει γίνει η αλλαγή στον τρόπο διοίκησης και ζωής στο κράτος της Αλβανίας και η αυτοδιοίκηση των χωριών, οι γενικές συνελεύσεις, η αυτοδικία και η μπέσα[14]επίσημα αποτελούν παρελθόν, ακόμα και σήμερα σε χωρία ορεινά της Βόρειας Αλβανίας, δεν έχουν σβήσει οι άγραφοι νόμοι, μεταξύ αυτών η «Μπουρνές», δηλαδή το έθιμο σύμφωνα με το οποίο, ό,ποια οικογένεια δεν έχει πλέον αρσενικό μέλος, να λειτουργήσει ως προστάτης αυτής και φύλακας της Τιμής της, αποφασίζεται, ένα θηλυκό μέλος της, να πάρει το ρόλο του άντρα και με μια τελετουργία η γυναίκα αυτή, χρίετε άντρας και αποκτά όλα τα δικαιώματα του άντρα.

Με όσα αναλύθηκαν, περιγράφεται ανάγλυφα η απάντηση στο γιατί οι άνθρωποι υπακούν φορές, στο δικό τους άγραφο νόμο και δε συμπορεύονται με τη νομιμότητα.

Είναι έκδηλο ότι η ιστορία της ανθρωπότητας, δε σημειώνεται μόνο στα χαρτιά αλλά πρωτίστως καταγράφεται στον πυρήνα του κυττάρου, του dna του ανθρώπου, περνά στη συλλογική αλλά και ατομική μνήμη του, στη συνείδησή του. Η κοινωνική πραγματικότητα, καρπός της ιστορικής εμπειρίας χιλιάδων χρόνων, συγκεντρώνει το απόσταγμα ενός ενδόμυχα συλλογικού και αντικειμενικά ορθού. Αυτού, του κοινού περί δικαίου αισθήματος∙ που πορεύεται ανεξάρτητα και ανεπηρέαστα από τις θεσπιζόμενες διατάξεις του γραπτού νόμου και απαντάει μόνο σε επιταγές καταγεγραμμένες στο ανθρώπινο γενετικό κώδικα, σε αξίες και συνήθειες που αποτύπωσε η ιστορική εξέλιξη του ανθρώπινου γένους. Ό,τι έχει αθροιστεί εκεί δεν αποβάλλεται εύκολα, μένει ανεξίτηλα χαραγμένο, ειδικά όταν η κοινωνία ως οντότητα φρονεί πως οι υφιστάμενοι νόμοι δεν αποδίδουν Δικαιοσύνη.


[1] Στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες το δίκαιο δηλώνεται με λέξεις (Recht, droit, diritto κλπ) που προέρχονται από το λατινικό directum, που επίσης μεταφορικά σημαίνει το ορθό.

[2] Παύλος Κ. Σούρλας, «Μια εισαγωγή στην επιστήμη τουδικαίου», σελ.19 -37-Και η λέξη «δίκη» υπήρξε συνώνυμη με το δίκαιο, ενώ πιο παλιά σήμαινε «συνήθεια». (Παναγόπουλος) (Δημητρόπουλος) (Σούρλας)

[3] E. Adamson Hoebel, The Law of Primitive Man, (1954) σελ. 53, 116, 120, 311, A Study in Comparative Legal Dynamics, Marvin E. Wolfgang, Victim Compensation in Crimes of Personal Violence, (1964), σελ. 2

[4] Παναγιώτης Κωνσταντόπουλος, Ομηρικοί έλληνες» Α και Β τόμος, εκδόσεις Μέτρον, (1998), όπως και αναφορές που ακολουθούν, από την Ομήρου Οδύσσεια και Ομήρου Ιλιάδα.

[5] Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδίες ζ, στίχοι 120, 8 575, ν 201., ι 106,112, 215), 

[6] Ομήρου Ιλιάδα, Ραψωδία Β στίχοι 73, 1 33, 134 Ραψωδία ι, στίχος 268, Ραψωδία γ, στίχος 52, Ομήρου Ιλιάδα, Ραψωδία Τ 181, Ν 6, Ραψωδία Ψ στίχος 44 Ψ 44, Ξ 38, Ψ 44, Ξ 386 και Ομήρου Οδύσσεια Ραψωδία ξ, στίχοι 56, Ραψωδία β 282, γ 133, 8 575, ι 175 .

[7] Ομήρου Ιλιάδα [7] Ραψωδία Β, στίχοι  205-206,. Ραψωδία Χ, στίχοι 418, Ραψωδία Λ, στίχοι 695, Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδία γ, στίχοι 207, ζ στίχοι 120, π στίχοι 86, Ραψωδία β, στίχοι 136-137

[8] Σήμερα, στα δικαστήρια, όταν εκδικάζονται υποθέσεις τροχαίων, όπου το θύμα είναι στενό συγγενικό πρόσωπο με τον οδηγό, ζητείται από το δικαστήριο, με επιείκεια, η πράξη να μείνει ατιμώρητη, να μην τιμωρήσει με ποινή το δράστη, καθώς ο πόνος που του προκάλεσε το ζημιογόνο γεγονός είναι πολύ μεγαλύτερος όποιας άλλης ποινής.

[9] Ομήρου Ιλιάδα, Ραψωδία Ο, στίχοι 430-432, Ω 480-481, Ραψωδία Β, στίχοι 661-665, Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδία ξ 379-381, ο 224, ψ 118

[10] Σήμερα υφίσταται η λαϊκή ρήση, «Βοή λαού, οργή Θεού», απομεινάρι αυτής της αντίληψης.

[11] Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδία α, στίχοι 293-300, , Ραψωδία γ, στίχοι 196-198, Ομήρου Ιλιάδα, Ραψωδία 1, στίχοι 632-636.

[12] Από το Λεύκωμα «Μάνη: Φωτεινός & Ελεύθερος Τόπος» του Ν. Καλαποθαράκου

[13] Vlachadi Maria CRETAN VENDETTAS ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΒΕΝΤΕΤΑΣ ΑΙΜΑΤΟΣ [Επιθεώρηση] // JOURNAL “SUSTAINABLE DEVELOPMENT, CULTURE, TRADITIONS. – 2013. – Τόμ. 2. – σ. 67 και επομ..

[14] Hasluck Margaret Ο Άγραφος Νόμος στην Αλβανία, ΙΣΝΑΦΙ, 2012.


ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ. ΔΗΜΗΤΡΑ – ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ – ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΟΣ -ΠΜΣ “ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ” ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας