Από τον Φεβρουάριο του 2022 βιώνουμε την επιστροφή του πολέμου στην Ευρώπη, μετά από τις διαδοχικές κρίσεις της δεκαετίας του 1990 στα Βαλκάνια, που οδήγησαν στη διάσπαση του τότε ομόσπονδου κράτους της Γιουγκοσλαβίας. Πρόκειται για ένα περίπλοκο και παρατεταμένο πόλεμο με διεθνείς συνέπειες, ο οποίος αποτελεί μέγιστη απειλή τόσο για την ευρωπαϊκή, όσο και την παγκόσμια ασφάλεια και με πολλαπλές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία.
Έκτοτε έχει διαπιστωθεί η επαναφορά της πολιτικής αύξησης των εξοπλισμών από τα εθνικά κράτη, η οποία έχει λειτουργήσει καταλυτικά, όσον αφορά στην ανάγκη συνεργασίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), η οποία πλέον φιλοδοξεί να διαδραματίσει ενεργότερο ρόλο ως «πάροχος ασφάλειας».
Ένεκα του πολέμου έχουν προκύψει διάφορα ερωτήματα και διαπιστώσεις, μεταξύ άλλων, αναφορικά με την ανάγκη ανασχεδιασμού της ασφάλειας και άμυνας των ευρωπαϊκών κρατών, τον τρόπο διεξαγωγής των σύγχρονων πολεμικών συγκρούσεων, την ανάγκη για διοχέτευση πόρων για νέα εξοπλιστικά προγράμματα, την ανακατανομή της ισχύος και του ισοζυγίου δυνάμεων, και την ενεργειακή ασφάλεια.
Η ΕΕ έχει κινητοποιηθεί σε πρωτοφανή έκταση και ένταση. Καταδικάζοντας επανειλημμένως τον επιθετικό πόλεμο και επιβάλλοντας δυσμενείς κυρώσεις κατά της Ρωσίας, εξέφρασε την πρόθεσή της για συνέχιση της παροχής ισχυρής οικονομικής, ανθρωπιστικής, στρατιωτικής και διπλωματικής στήριξης στην Ουκρανία, και έλαβε την απόφαση ενίσχυσης της τεχνολογικής και βιομηχανικής βάσης του αμυντικού της τομέα, η οποία, όπως αποδείχθηκε, απαιτήθηκε να καταστεί περισσότερο καινοτόμος, ανταγωνιστική και ανθεκτική.
Σε ό,τι αφορά στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, ειδικότερα μετά την έναρξη του πολέμου στη Γάζα και την εξελισσόμενη κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα, το περιβάλλον ασφάλειας καθίσταται ακόμη πιο περίπλοκο. Ανέκαθεν η περιοχή αποτελεί πεδίο σκληρών συγκρούσεων, με γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές ανακατατάξεις. Έναν από τους βασικούς κρίκους της μακράς αλυσίδας των κρίσεων και των συγκρούσεων που εκτυλίσσονται εδώ και δεκαετίες στην περιοχή αποτελεί και το κυπριακό πρόβλημα και οι συνεχείς, παράνομες, προκλητικές δραστηριότητες της Τουρκίας στο έδαφος, τα χωρικά ύδατα και την αποκλειστική οικονομική ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ), που παραβιάζουν καταφανώς το Διεθνές Δίκαιο και διαταράσσουν την ομαλότητα και την ειρήνη.
Η ΚΔ διαχρονικά, αναγνωρίζοντας αφενός ότι η ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου αποτελεί μια «εύθραυστη» περιφέρεια που οδηγεί συχνά σε ένοπλες συγκρούσεις, και αφετέρου ότι η «απομόνωση» δεν μπορεί να αποτελεί επιλογή για ένα μικρό κράτος, προχώρησε σε μια ενδελεχή ανάλυση και ερμηνεία της κατάστασης, αντιλαμβανόμενη συνάμα, ότι η αλλαγή συσχετισμών και συμμαχιών δημιουργούν σημαντικές ευκαιρίες.
Υλοποιώντας μεθοδικά μια προορατική εξωτερική πολιτική, έθεσε ως στόχο τη βελτίωση και εμβάθυνση των σχέσεών της με τα γειτονικά κράτη.
Στο πλαίσιο μιας στρατηγικής που αποσκοπεί στη στοχευμένη και αποτελεσματική πολυμέρεια, έχει επιτύχει να δημιουργήσει ένα πλαίσιο συνεργασίας με τα κράτη στην περιοχή και άλλους δρώντες, το οποίο εξελικτικά οδήγησε μεταξύ άλλων στη σύναψη, από κοινού με την Ελλάδα, τριμερών μηχανισμών στρατιωτικής συνεργασίας, καθώς επίσης και της τετραμερούς συνεργασίας με τις χώρες της Γαλλίας και Ιταλίας, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, έχει αποδώσει απτά αποτελέσματα στην προσπάθεια καθορισμού της περιοχής της ανατολικής Μεσογείου ως περιοχής ενδιαφέροντος χωρών της ΕΕ.
Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η ΚΔ διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία επίτευξης των στόχων που έχει θέσει η ΕΕ, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας, για διατήρηση της ασφάλειας και της ισορροπίας ανάμεσα στα πολλαπλά και ραγδαίως διαμορφούμενα ανταγωνιστικά συμφέροντα των δρώντων στη «Νότια Γειτονιά», με απώτερο στόχο τη διατήρηση της σταθερότητας, τη διασφάλιση της ασφάλειας και άμυνας όλων των κρατών – μελών της Ένωσης και την προστασία των πολιτών της.
Η ΚΔ αντιλαμβάνεται πλήρως τις δυνατότητές της, και ταυτοχρόνως την προοπτική της ως κράτους – μέλους της ΕΕ, και δηλώνει παρούσα σε όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη συμβολή στις διεθνείς προσπάθειες για εκκένωση και υποδοχή αμάχων πολιτών, τόσο από το Σουδάν, όσο και από το Ισραήλ, οι οποίες αναδεικνύουν ξανά την Κύπρο ως ένα σταθερό πυλώνα στη διαχείριση των ανθρωπιστικών κρίσεων στην ευρύτερη περιοχή.
Ως Κυπριακή Δημοκρατία και ειδικότερα ως Υπουργείο Άμυνας, στο πλαίσιο του αναφαίρετου δικαιώματός μας για την προστασία των πολιτών μας και τη διασφάλιση της άμυνας της πατρίδας μας, ενισχύουμε μεθοδικά την επιχειρησιακή μας ετοιμότητα και την αποτρεπτική μας ικανότητα.
Με τη διατήρηση των αμυντικών μας δυνατοτήτων σε υψηλό επίπεδο, μέσω της ενδυνάμωσης της αποτρεπτικής ικανότητας της Εθνικής Φρουράς, αποσκοπούμε στη διαφύλαξη της εθνικής μας ασφάλειας και της εδαφικής μας ακεραιότητας.
Αναβαθμίζουμε και ενισχύουμε την Εθνική Φρουρά, και ταυτόχρονα μεριμνούμε για την άρτια εκπαίδευση του προσωπικού μας, με τη διεξαγωγή και συμμετοχή σε κοινές ασκήσεις και συνεκπαιδεύσεις με στρατιωτικά τμήματα προηγμένων στρατών, μέσω των οποίων αποκομίζονται νέα εφόδια και εμπειρίες για το προσωπικό μας.
Η αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας, η οποία απολήγει σε κατάργηση του συμφωνημένου πλαισίου λύσης και των συγκλίσεων στο κυπριακό και στη δημιουργία νέων τετελεσμένων εντός της νεκρής ζώνης δεν επιτρέπει παρά να λάβουμε όλα τα απαραίτητα μέτρα, για προάσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της πατρίδας μας.
του Βασίλη Πάλμα, Υπουργού Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας