Έχω αφήσει εφαρμογή ανοιχτή στο κινητό και μου κατεβάζει όλη τη μπαταρία χωρίς να το πάρω είδηση.
Όπως ακριβώς αφήνω και κουβέντες που δεν ειπώθηκαν, εξηγήσεις που δεν δόθηκαν, μικρά ή μεγάλα «αντίο» που δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Μένουν εκεί.
Δεν κάνουν φασαρία — αλλά εξαντλούν. Κάτι σαν θόρυβος φόντου. Που τελικά γίνεται φόντο στη ζωή σου.
Η εποχή μας δεν βοηθά να κλείνεις. Να τελειώνεις. Είναι εποχή tabs. Ανοίγουμε πολλά, δεν κλείνουμε τίποτα.
Δεν λέμε «συγγνώμη», απλώς παύουμε να απαντάμε.
Δεν λέμε «δεν μπορώ άλλο», απλώς αποσυνδεόμαστε.
Δεν λέμε «φεύγω», απλώς εξαφανιζόμαστε.
Και το σώμα παίρνει πάνω του ό,τι δεν είπαμε.
Ένταση, σπασμός, ξαφνικό βάρος στο στήθος, πόνος στο σβέρκο και στη πλάτη.
Έχω πει πιο εύκολα «πρέπει να κόψω το ψωμί» από το να πω «με πλήγωσες».
Και κάπως έτσι, οι εκκρεμότητες φτιάχνουν μια λίστα μέσα μας. Άσχετη με to-do.
Σχετική με το ποιοί ήμασταν, ποιοί είμαστε, ποιοί δεν θέλουμε να ξαναγίνουμε.
Δεν ξέρω αν λέγεται ωριμότητα ή απλώς εξάντληση, αλλά κάποια στιγμή αρχίζεις να θέλεις να τελειώνεις.
Να λες: αυτό ήταν. Τελείωσε.
Όχι για να πάρεις απάντηση. Αλλά για να μην χρειάζεται να το κουβαλάς πια.
Το να κλείνεις κάτι δεν είναι ήττα. Είναι νοιάξιμο για το μέσα σου. Να του δώσεις πίσω χώρο, ενέργεια, ύπνο.
Η ψυχική υγεία δεν είναι «να είμαι χαρούμενη». Είναι να μπορώ να τελειώνω κάτι όταν έχει τελειώσει.
Και να θυμάμαι, όταν πατάω Quit All, δεν χάνω πράγματα.
Κερδίζω καθαρό φόντο.