Το έγκλημα του βιασμού αποτελεί μία ειδεχθή μορφή εγκληματικότητας που τραυματίζει τα θύματα όχι μόνο στο σώμα αλλά και στην ψυχή, με μακροχρόνιες μάλιστα και δυσμενείς επιπτώσεις στη ζωή τους, απόρροια του εκτεταμένου ψυχικού τραυματισμού που έχουν υποστεί. Ο βιασμός, με θύματα κυρίως γυναίκες και ανήλικους, απασχολεί εκτενώς τα ΜΜΕ και είναι πολύ σημαντικό στο πλαίσιο μίας κοινωνίας που αλλάζει και είναι έτοιμη να ακούσει να αυξηθούν οι εκστρατείες ενημέρωσης για αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα και παράλληλα να αναδειχθεί η σπουδαιότητα του να υποστηριχθούν έμπρακτα τα θύματα και να αποφευχθεί ο κοινωνικός στιγματισμός τους.
Επιχειρώντας μία σύντομη αναδρομή στην ιστορική εξέλιξη της έννοιας του «βιασμού», διαπιστώνεται ότι η έννοια υπέστη διαφοροποιήσεις με την πάροδο των ετών, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτεται η «στενότητα» του όρου, γεγονός που προκάλεσε, διαχρονικά, σοβαρά προβλήματα. Η περαιτέρω ιστορική αναδρομή αναδεικνύει τρία κύρια χαρακτηριστικά των ορισμών αλλά και της αποδεικτικής διαδικασίας του βιασμού, τα οποία επιβίωσαν μέχρι τον 20ό αιώνα, σε όλες τις δυτικές χώρες. Το πρώτο είναι η στενότητα του ορισμού του, υπό την έννοια του αποκλεισμού κατηγοριών ατόμων, ως θυμάτων. Το δεύτερο, αλληλένδετο με το πρώτο, είναι ότι πολλές πράξεις εξαναγκασμού σε συνουσία δεν στοιχειοθετούσαν σε παρελθούσες εποχές βιασμό, όπως η περίπτωση του βιασμού της συζύγου. Το τρίτο χαρακτηριστικό αφορά την αποδεικτική διαδικασία και ειδικότερα το ότι η παθούσα έπρεπε να αποδείξει ότι αντιστάθηκε, και μάλιστα σθεναρά, στον βιασμό, ώστε να κατοχυρώσει, τρόπον τινά, την «αρετή» της. Δυστυχώς η αποδεικτική διαδικασία μέχρι σήμερα λειτουργεί για την παθούσα με έναν τέτοιο τρόπο που καταρρακώνει την αξιοπρέπειά της και δύναται να οδηγήσει σε δευτερογενή θυματοποίηση[1].
Η πλειοψηφία των βιασμών διαπράττεται από γνωστά πρόσωπα του θύματος και όχι από αγνώστους
Η δευτερογενής θυματοποίηση συνιστά αναμφίβολα ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, το οποίο πρέπει να φωτιστεί περισσότερο, γιατί λειτουργεί αποτρεπτικά στο να «σπάσουν» οι σιωπές. Γι’ αυτό άλλωστε το έγκλημα του βιασμού χαρακτηρίζεται ως ένα «σκοτεινό» ή αλλιώς «αφανές» έγκλημα, καθώς ένας αριθμός υποθέσεων δεν καταγγέλλεται από τον φόβο και την ντροπή του θύματος. Ως προς τη νομική του προσέγγιση, έγκριτοι επιστήμονες έχουν κάνει σημαντικές επισημάνσεις και έχουν προχωρήσει στην κατάθεση σκέψεων και προτάσεων. Για παράδειγμα, ο Ομ. Καθηγητής Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, κ. Αντώνης Μαγγανάς έχει αναφερθεί στην αναγκαιότητα χρήσεως ενός παραβάν στη δικαστική αίθουσα, ώστε τα θύματα να μην είναι υποχρεωμένα να βλέπουν σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας το πρόσωπο του κατηγορουμένου και τις αντιδράσεις του, ούτε τα οργισμένα ακόμα και απειλητικά βλέμματα κατηγορουμένου και συγγενών του. Επιπροσθέτως, έχει μιλήσει εκτενώς για τη σημασία της εκπαίδευσης και της επιμόρφωσης αστυνομικών, δικαστικών, δημοσιογράφων – θα συμπληρώσω- κ.λπ., ως προς την αντιμετώπιση των ατόμων που κάνουν την καταγγελία για ένα έγκλημα που τραυματίζει βαθιά την ψυχή και πληγώνει την ατομική αξιοπρέπεια, προκειμένου τα θύματα να μην αποθαρρύνονται δεδομένου ότι απαιτείται μεγάλη ψυχική δύναμη για να φτάσουν μέχρι τέλους τη δικαστική διαδικασία.
Στο να παραμένει ένα «σκοτεινό» έγκλημα, δυστυχώς έχουν συμβάλλει διαχρονικά οι εγκληματικοί μύθοι και τα επικίνδυνα κοινωνικά στερεότυπα που έχουν οδηγήσει ακόμα και στην επίρριψη ευθυνών στο ίδιο το θύμα (αναφέρομαι στην πολύ κακή πρακτική του «victim blaming»). Στο σημείο αυτό τονίζουμε ότι ο ρόλος των ΜΜΕ είναι καθοριστικής σημασίας στο να «γκρεμίσει» μύθους και να φωτίσει σκοτεινές πτυχές και καίριες διαστάσεις του υπό εξέταση εγκλήματος.
Ο πιο διαδεδομένος και πολύ επικίνδυνος μύθος είναι ότι το θύμα «προκάλεσε» τον δράστη, με τα ρούχα που φορούσε και τη γενικότερη συμπεριφορά του. Η έρευνα όμως σε διεθνές επίπεδο καταρρίπτει τον παραπάνω, άκρως επικίνδυνο μύθο, υπογραμμίζοντας ότι άνθρωποι όλων των ηλικιών και φύλων, καθώς και όλων των κοινωνικών και οικονομικών τάξεων, ανεξαρτήτως εμφάνισης και συμπεριφοράς, δύναται να αποτελέσουν θύματα βιασμού, γιατί ο βιασμός είναι πρωτίστως μία πράξη βίας και ελέγχου. Συνεπώς το πόσο ελκυστικό είναι το θύμα, τι ρούχα φοράει ή το πώς συμπεριφέρεται, ελάχιστα απασχολούν τον βιαστή κατά το πέρασμα στην πράξη, διότι αυτό που επιδιώκει είναι κυρίως να ασκήσει την εξουσία και τον έλεγχο του πάνω στο θύμα του. Ο βιαστής θέλει να επιβεβαιωθεί, να δείξει τη δύναμή του και να ασκήσει έλεγχο πάνω στο θύμα. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να θέλει να το εκδικηθεί, εξευτελίζοντας και ταπεινώνοντάς το.
Η ανάγκη του δράστη να επιβάλλει την εξουσιαστική του δύναμη μπορεί να είναι τόσο μεγάλη ώστε να οδηγήσει ακόμα και στην ανθρωποκτονία του θύματος, ενώ σε ακραίες περιπτώσεις έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου ο δράστης ασελγεί και στο άψυχο σώμα, στοιχείο που συνιστά μέρος της χαρακτηριζόμενης «υπογραφής» (signature) του δράστη. Η «υπογραφή» του δράστη διαφοροποιείται από τον τρόπο εγκληματικής του δράσης (modus operandi), καθώς δεν περιλαμβάνει πράξεις αναγκαίες για την τέλεση του εγκλήματος αλλά αναφέρεται σε πράξεις και συμπεριφορές των οποίων τα κίνητρα είναι άμεσα συνδεδεμένα με την ψυχοσύνθεση του δράστη και η πραγμάτωση αυτών προσφέρει στον δράστη συναισθηματική και ψυχική ικανοποίηση κάποιας προσωπικής του εσωτερικής ανάγκης ή φαντασίωσης.
Ειδικότερα ως προς τη σκιαγράφηση του εγκληματικού προφίλ των βιαστών, έρευνες επικεντρώνονται σε κρατούμενους και καταλήγουν σε τυπολογίες δραστών, όπως εκείνη του Groth (1979), όπου οι πράξεις ταξινομούνται με ψυχολογικά κυρίως κριτήρια, σε τρεις κατηγορίες: «βιασμός ισχύος», όταν o δράστης επιδιώκει να επιβληθεί στο θύμα και να δείξει την ισχύ και εξουσία του, «βιασμός θυμού», όταν ο δράστης επιτίθεται χωρίς προσχεδιασμό, με σκοπό να εκδικηθεί το θύμα, και «σαδιστικός βιασμός», όταν ο δράστης εκδηλώνει εμμονές σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του θύματος ή σε κατηγορίες θυμάτων που επιδιώκει να καταστρέψει. Οι περισσότεροι δράστες, κατά τον Groth, εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία (βιασμός ισχύος). Αργότερα, ο Stevens (1999), στηριζόμενος στις μεθοδολογικές τεχνικές του Groth, διεξήγαγε έρευνα σε ένα μικρό δείγμα 61 διαδοχικών βιαστών και διαπίστωσε ότι η γενετήσια επιθυμία ήταν το κύριο κίνητρο της διάπραξης του εγκλήματος σε ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς. Ένα άλλο είδος τυπολογίας δραστών, η οποία δεν βασίζεται στην ψυχοπαθολογική προσέγγιση αλλά σε μία κοινωνικοπολιτισμική-φεμινιστική, προέκυψε από την έρευνα της Scully (1990) σε 114 καταδικασθέντες βιαστές. Η Scully διαπίστωσε πολλά πρότυπα δικαιολόγησης της πράξης του βιασμού από τους δράστες και, με βάση αυτά τα πρότυπα, τους διαχώρισε σε δύο αδρές κατηγορίες: σε εκείνους που παραδέχτηκαν τη διάπραξή του και σε εκείνους που την αρνήθηκαν. Ωστόσο, οι περισσότεροι από εκείνους της πρώτης κατηγορίας υποβάθμισαν το στοιχείο της βίας στις περιγραφές της διάπραξης[2].
Ακολούθως σκιαγραφείται το εγκληματικό προφίλ βιαστών, βάσει προτεινόμενων από την έρευνα τυπολογιών (rapist typology), τονίζοντας ασφαλώς ότι οι τυπολογίες δεν ακολουθούνται κατά γράμμα:
- Ο βιαστής που προσπαθεί να διασφαλίσει την ισχύ του (Power Reassurance): Πρόκειται για τον τύπο βιαστή που δεν θα χρησιμοποιήσει εκτεταμένη βία, αν και δεν αποκλείονται τα βίαια ξεσπάσματά του. Μπορεί να έχει όπλο μαζί του, το οποίο δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για να τραυματίσει το θύμα, μόνο για να το αναγκάσει να «συνεργαστεί». Αυτός ο εγκληματικός τύπος μπορεί να επιτεθεί εκ νέου στο ίδιο θύμα, ακόμα και να του πει «θα σου τηλεφωνήσω», μετά τον βιασμό. Αρέσκεται επίσης στο να συλλέγει «ενθύμια» της πράξης του και κάποιες φορές μπορεί να κρατάει ημερολόγιο. Πριν από τη διάπραξη του εγκλήματος, μπορεί να επιδιώξει να βγει ραντεβού με το θύμα του, ακόμα και να το κάνει να τον ερωτευτεί. Δυσκολεύεται πολύ να συνάψει διαπροσωπικές σχέσεις και έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση. Αυτό που προσπαθεί να επιτύχει ο συγκεκριμένος τύπος είναι να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή του μέσω του ελέγχου που ασκεί σε ένα άλλο πρόσωπο.
- Ο εξουσιαστικός (Power Assertive) Ο συγκεκριμένος τύπος έχει μία ακραία αίσθηση ανωτερότητας και σιγουριάς για τον εαυτό του. Γι’ αυτόν, ο βιασμός είναι μέσο για να αποδείξει την ανδρική του υπεροχή. «Αυτό κάνουν οι άντρες», κατά τη δική του κοσμοθεωρία. Οι γροθιές του είναι η δύναμή του. Εάν το θύμα αντισταθεί, θα χρησιμοποιήσει μέτριας κλίμακας δύναμη και επαναλαμβανόμενα θα επιτεθεί στο θύμα του. Αν και δεν έχει σκοπό να σκοτώσει, θα χρησιμοποιήσει εκτεταμένη βία, πολλά χτυπήματα, υβριστικό λεξιλόγιο και σκίσιμο των ρούχων. Επιτίθεται σε γυναίκες από το ίδιο ηλικιακό γκρουπ. 20-25 μέρες θεωρείται ότι είναι το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την επόμενη επίθεσή του. Το κίνητρό του είναι η επιβολή εξουσίας. Είναι υπερόπτης, δεν κρύβει την ταυτότητά του. Δεν θα ζητήσει συγγνώμη μετά, ούτε θα επιδιώξει να έχει κάποια επαφή με το θύμα, μετά την πράξη του. Δεν κρατά ενθύμια, ούτε ημερολόγιο. Βάσει της διεθνούς έρευνας, οι βασικοί στόχοι του είναι φοιτήτριες που μένουν μόνες τους.
- Ο θυμωμένος και εκδικητικός (Anger–Retaliatory): Ο συγκεκριμένος τύπος επιδιώκει να πληγώσει τις γυναίκες, τις οποίες θεωρεί υπεύθυνες για όλες τις αδικίες και γενικότερα για ό,τι κακό βιώνει στη ζωή του. Το μίσος και ο θυμός του είναι εκτός ελέγχου. Θέλει να τιμωρήσει, να πληγώσει, να εξευτελίσει τις γυναίκες. Το ψυχοκοινωνικό του προφίλ περιλαμβάνει φυσική και συναισθηματική βία από τον έναν ή και τους δύο γονείς του, με συνέπεια να αναπτύσσει μεγαλώνοντας εχθρικά συναισθήματα προς τις γυναίκες. Θεωρεί τον εαυτό του «αρσενικό», μπορεί να είναι παντρεμένος αλλά και να διατηρεί εξωσυζυγικές σχέσεις. Είναι ευέξαπτος και οι βιασμοί που διαπράττει είναι κατά κανόνα απόρροια ενός αρνητικού γεγονότος στη ζωή του, το οποίο περιλαμβάνει κάποια γυναίκα. Η οργή του είναι εκρηκτική, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιεί εκτεταμένη λεκτική και σωματική βία, ακόμα και να οδηγηθεί στον φόνο. Τα χτυπήματά του είναι βίαια και ξαφνικά. Επιλέγει γυναίκες της ίδιας ηλικιακής και φυλετικής ομάδας ή λίγο μεγαλύτερες και συνήθως τις παρακολουθεί μέχρι να φτάσουν κοντά στο σπίτι τους. Οι επιθέσεις του λαμβάνουν χώρα σε διάστημα 6 μηνών. Πρόκειται για έναν πολύ επικίνδυνο εγκληματικό τύπο.
- Ο σαδιστής (Anger Excitation/ Sadistic Rapist): Αυτός ο εγκληματικός τύπος θέλει να βασανίσει, να εξευτελίσει και τελικά να σκοτώσει τα θύματά του. Σύμφωνα με το ψυχο-κοινωνικό του προφίλ, έχει μεγαλώσει σε μονογονεϊκή οικογένεια, από την οποία έχει υποστεί σωματική κακοποίηση ή υπήρξε και θύμα σεξουαλικών διαστροφών. Από παιδική κιόλας ηλικία εμφανίζει επιθετικές συμπεριφορές. Είναι πολύ καλός στο να ξεγελάει τις αρχές, διαφεύγοντας τη σύλληψη. Σχεδιάζει πολύ προσεκτικά τη δράση του και οργανώνει τα βήματά του πολύ καλά. Παρακολουθεί τα θύματά του, ενώ συνήθως οδηγεί τα θύματά του σε απομονωμένες περιοχές ή σε μέρη που γνωρίζει καλά ώστε να έχει τον πλήρη έλεγχο. Μπορεί ακόμα και να τα κρατήσει αιχμάλωτα για μέρες ή εβδομάδες, βασανίζοντας και βιάζοντάς τα. Αποκαλύπτει στα θύματά του τι πρόκειται να τους κάνει, ώστε να τα φοβίσει ακόμα περισσότερο. Δεν είναι ο πόνος που προκαλεί στο θύμα αυτό που τον εξιτάρει, αλλά ο φόβος που νιώθει το θύμα για όσα πρόκειται να του συμβούν. Ο συγκεκριμένος -εξαιρετικά επικίνδυνος τύπος- λειτουργεί ιεροτελεστικά, σχεδιάζοντας την κάθε λεπτομέρεια της απαγωγής, του βασανισμού, του φόνου, ακόμα και το πώς θα ξεφορτωθεί το άψυχο σώμα σε περίπτωση που φτάσει στο έγκλημα. Συνήθως έχει μαζί του όλα όσα χρειάζεται για να βασανίσει το θύμα του (μαχαίρια, ψαλίδια, μονωτική ταινία κ.λπ.), μεριμνώντας ώστε όλα να πάνε σύμφωνα με το σχέδιο του. Μπορεί ακόμα να το εξαναγκάσει ακόμα και να του πει συγκεκριμένες φράσεις, για να αντλήσει ο ίδιος σεξουαλική ικανοποίηση. Το θύμα θα είναι τυχερό αν καταφέρει να σωθεί.
Οι παραπάνω τυπολογίες αποδεικνύουν το πόσο ταπεινωτικά και εξευτελιστικά συμπεριφέρονται στα θύματά τους, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου δεν θα χρησιμοποιήσουν εκτεταμένη σωματική βία. Τα στοιχεία που συνθέτουν το εγκληματικό προφίλ κάθε βιαστή μας κάνουν να κατανοήσουμε βαθύτερα το μέγεθος του τραύματος για κάθε θύμα και τους λόγους για τους οποίους είναι τόσο επώδυνο για ένα θύμα να ανακαλεί -ξανά και ξανά- την τραυματική εμπειρία του εγκλήματος που έχει υποστεί.
Επανερχόμενοι στους εγκληματικούς μύθους, πρέπει να τονίσουμε ότι ένας εξίσου επικίνδυνος μύθος είναι ότι ο βιασμός έχει διαπραχθεί και κατ’ επέκταση να αποδειχθεί μόνο αν υπάρχουν σημάδια πάλης και αντίστασης. Η έρευνα καταγράφει περιπτώσεις όπου το άτομο δεν έχει αντισταθεί, γιατί έχει δεχτεί απειλές -σε λεκτική ή και ψυχολογικό επίπεδο- ή γιατί ο δράστης έχει χρησιμοποιήσει μαχαίρι ή άλλο όπλο για να κρατήσει το θύμα σε καταστολή. Επίσης, το τεράστιο σοκ μπορεί να οδηγήσει το θύμα στο να μην προβάλει αντίσταση, επομένως είναι ερμηνεύσιμο το γιατί το θύμα βιασμού μπορεί να μην έχει αντισταθεί ή παλέψει με τον δράστη του.
Ένα ακόμα πολύ σημαντικό στοιχείο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η πλειοψηφία των βιασμών διαπράττεται από γνωστά πρόσωπα του θύματος και όχι από αγνώστους. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό σημείο στο οποίο πρέπει να δοθεί ερευνητικά βαρύτητα, καθώς αποκαλύπτει τις πολυσύνθετες διαστάσεις του εγκλήματος του βιασμού, δεδομένου ότι ο δράστης μπορεί να εκμεταλλευτεί την εμπιστοσύνη, ακόμα και τα αισθήματα εκτίμησης ή και αγάπης του θύματος προς αυτόν. Ο βιαστής δηλαδή, μπορεί να είναι πρώην σύντροφος, συνάδελφος, φίλος, γείτονας, γενικότερα ένα πρόσωπο προς το οποίο το θύμα νιώθει ή ένιωθε στο παρελθόν οικειότητα, ή και ένας απλός γνωστός με τον οποίο δεν είχε κατ’ ανάγκην στενή σχέση στο παρελθόν.
Συνοψίζοντας, μία σημαντική, κατά την άποψή μου, κατάκτηση της σύγχρονης εποχής μετά τις καταγγελίες στον χώρο του αθλητισμού και εν συνεχεία στον χώρο του θεάτρου, που τους τελευταίους μήνες είδαν το φως της δημοσιότητας, είναι ότι δίνεται η δυνατότητα να ενώσουν τη φωνή και τις δυνάμεις τους άνθρωποι που «δεν είχαν φωνή» εξαιτίας ντροπής και φόβου. Το κοινό ακούγοντας τη φωνή ανθρώπων που έχουν θυματοποιηθεί αρχίζει να ευαισθητοποιείται περισσότερο, να θέλει να ενημερωθεί για σοβαρές μορφές εγκληματικότητας όπως είναι ο βιασμός και να αφυπνίζεται εκφράζοντας έμπρακτα την υποστήριξή του στα θύματα.
Παράλληλα με το πολύ σοβαρό νομικό σκέλος, για το οποίο η Δικαιοσύνη έχει αναμφίβολα τον τελευταίο και πιο σημαντικό λόγο, όλες αυτές οι υποθέσεις λαμβάνουν πολύ σημαντικές διαστάσεις και προεκτάσεις σε κοινωνικό επίπεδο, οι οποίες πρέπει επίσης να διερευνηθούν και να φωτιστούν κοινωνικές παθογένειες ετών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά σοβαρά ζητήματα που είχαν καταλήξει να είναι «αποστήματα» σε εργασιακούς χώρους και εκτός αυτών.
[1] Κρανιδιώτη, Μ. (2018) «Ανήλικος Παραβάτης» στο Σπινέλλη, Κ.Δ. Κουράκης, Ν. Κρανιδιώτη, Μ.Π. επ.. ΛΕΞΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ. Αθήνα: Τόπος, σ.155.
Η Αγγελική Καρδαρά είναι Δρ. του Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Φιλόλογος και Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.)