Ο Συνταγματικός αυτοχθονισμός μια διαχρονική σταθερά του ελληνικού δημόσιου βίου

Τα διακόσια χρόνια από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης είναι μια πολύ καλή ευκαιρία, εκτός από την αναγκαία αναφορά στα επιτεύγματα του ελληνισμού, να προβούμε και σε αναστοχασμό σχετικά με διαχρονικές παθογένειες της δημόσιας ζωής, που επιδεικνύουν μια εξαιρετική ικανότητα αντοχής μέσα στο χρόνο.
Μια από αυτές έχει σχέση με την προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί το σύνταγμα ως «εμπόδιο» για την πρόσβαση σε «πόρους», από τους «ξενομερίτες». Και δεν αναφερόμαστε σε αλλοδαπούς για τους οποίους η αλλοδαπή ιθαγένεια αποτελεί πολλές φορές έναν συμβατό με το σύνταγμα περιορισμό στην επαγγελματική τους ελευθερία, αλλά για έλληνες πολίτες που έχουν ζήσει και σπουδάσει στο εξωτερικό. Είναι γνωστή η διαμάχη στην Εθνοσυνέλευση που ψήφισε το Σύνταγμα του 1843 σχετικά με την κατάληψη ή καλύτερα την απαγόρευση κατάληψης δημοσίων θέσεων από τους ετερόχθονες, δηλαδή από Έλληνες που δεν είχαν γεννηθεί ή ζήσει τα προηγούμενα χρόνια στην Ελλάδα.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι πρόκειται για έναν ιστορικό αναχρονισμό, ο οποίος έχει πλέον ξεπεραστεί μέσω της ενοποιητικής επίδρασης που επιτελεί το Ελληνικό Κράτος τους δύο τελευταίους αιώνες. Φευ!!!. Όποιος/α έχει την παραμικρή εμπλοκή με τον ΔΟΑΤΑΠ, του φορέα που είναι επιφορτισμένος με την αναγνώριση της ισοτιμίας και αντιστοιχίας των αλλοδαπών με τα ελληνικά πτυχία, γνωρίζει πολύ καλά ότι η «μακρά ιστορική διάρκεια» και οι νοοτροπίες επιβάλουν τους δικούς τους όρους, και ότι ο συνταγματικός αυτοχθονισμός παραμένει θαλερός.
Τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν προς επίρρωση της ανωτέρω άποψης. Α) Το 2014 το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους μετά από ερώτημα το οποίο προκλήθηκε από τον ΔΟΑΤΑΠ, γνωμοδότησε ότι δεν είναι δυνατόν αλλοδαπό πανεπιστήμιο να παρέχει πρόγραμμα σπουδών Ελληνικού Δικαίου λόγω της στενής σχέσης του συγκεκριμένου γνωστικού αντικειμένου με την έννομη τάξη κάθε χώρας, γνωμοδότηση η οποία έγινε δεκτή από τον τότε Υπουργό Παιδείας με αποτέλεσμα να αποκτήσει δεσμευτικό για τη διοίκηση χαρακτήρα, δηλαδή σε απλά ελληνικά επέτρεπε στον ΔΟΑΤΑΠ να μην αναγνωρίζει την ισοτιμία και αντιστοιχία των σχετικών πτυχίων. Πέρα από τα λογικά άλματα που παρουσιάζει η σχετική γνωμοδότηση, η οποία εάν είχε καθολική εφαρμογή θα έπρεπε να μην επιτρέπει και την ίδρυση εδρών ελληνικής γλώσσας και ιστορίας σε πανεπιστήμια του εξωτερικού και την παραγνώριση σημαντικών δεδομένων, όπως είναι ότι σχεδόν το 70% των νόμων που θεσπίζονται είναι «κυρωτικοί», θεσπίζονται δηλαδή προς συμμόρφωση με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας και τις υποχρεώσεις προς την Ε.Ε, αποδεικνύοντας ότι η αυτονομία των κρατικών εννόμων τάξεων αποτελεί πλέον μια φενάκη, είναι μια γνωμοδότηση η οποία δεν είναι συμβατή και με τη σχετική με την παιδεία διάταξη του Σ [αρθ 16], όπως αποφάνθηκε το ΣτΕ. Β) Πέρυσι το καλοκαίρι ο ΔΟΑΤΑΠ έλαβε μια απόφαση σχετικά με την αναγνώριση των εξ αποστάσεων μεταπτυχιακών σπουδών, σύμφωνα με την οποία οι εξετάσεις των φοιτητών που φοιτούν σε αυτά τα προγράμματα, θα έπρεπε να γίνονται στη χώρα όπου εδρεύει το Πανεπιστήμιο που προσφέρει το πρόγραμμα. Αν δηλαδή κάποιος/α ακολουθεί ένα πρόγραμμα αγγλικού πανεπιστημίου θα έπρεπε να δώσει εξετάσεις στην Αγγλία, αναιρώντας όλη τη λογική των εξ’ αποστάσεων σπουδών. Οπότε ποιο το νόημα να παρακολουθήσει κάποιος ένα τέτοιο πρόγραμμα σπουδών και όχι ένα εγχώριο; Διότι ο αυτοχθονισμός δεν μένει αναλλοίωτος στο χρόνο, εξελίσσεται και αυτός στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Γ) Το τρίτο παράδειγμα αφορά τους αποφοίτους των προγραμμάτων «Ελληνικού Δικαίου» από Πανεπιστήμια του Εξωτερικού. Διότι η απόφαση του ΣτΕ στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί δεν έλυσε το πρόβλημα. Ο σχετικός νόμος ορίζει ότι η ισοτιμία και αντιστοιχία κρίνεται με βάση τα προγράμματα σπουδών των Ελληνικών Νομικών Σχολών. Απολύτως λογικό θα μπορούσαμε να πούμε. Τι γίνεται όμως εάν τα προγράμματα των τριών Ελληνικών Νομικών Σχολών δε συμπίπτουν απόλυτα μεταξύ τους; Ποιο πρόγραμμα από τα τρία προγράμματα θα οριστεί ως βάση αναφοράς για την αναγνώριση της ισοτιμίας και αντιστοιχίας, και σύμφωνα με ποια κριτήρια; Ο νόμος σιωπά ως προς αυτά τα ζητήματα, δε δίνει κατευθύνσεις. Αποφασίζει η Διοίκηση [ο ΔΟΑΤΑΠ δηλαδή] κατά διακριτική ευχέρεια. Όποια επιλογή κάνει ως προς το ποιο εκ των τριών προγραμμάτων θα επιλέξει ως βάση αναφοράς είναι απολύτως νόμιμη.
Με αυτό τον τρόπο όμως η διοίκηση έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί ως παίκτης αρνησικυρίας σε σχέση με τις επιλογές της Κυβέρνησης [αν υποτεθεί ότι αυτές υπάρχουν και είναι συγκεκριμένες] αλλά και τις επιλογές των αλλοδαπών πανεπιστημίων τα οποία προσφέρουν προγράμματα Ελληνικού Δικαίου, καθώς δεν μπορεί να υπάρχει καμία προβλεψιμότητα ως προς το ποιο πρέπει να είναι το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών τους για να θεωρείται ως αντίστοιχο και ισότιμο με αυτά των Ελληνικών Σχολών Νομικής ή ως προς το που θα κάνουν τις εξετάσεις τους. Το εάν η διοίκηση μπορεί ή πρέπει να λειτουργεί ως παίκτης αρνησικυρίας είναι θέμα άλλης συζήτησης, η οποία αφορά και τον ρόλο των ομάδων συμφερόντων στην Ελλάδα και τη διαπλοκή τους με τη διοίκηση.
Τα διακόσια χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση πάντως είναι μια καλή αφορμή για να θυμηθούμε, να νιώσουμε υπερήφανοι αλλά και για να σκεφτούμε το μέλλον με βάση το παρελθόν. Η απάντηση στα φαινόμενα συνταγματικού αυτοχθονισμού δεν είναι εύκολη και σίγουρα πρέπει να αποφεύγει το διδακτισμό. Θα πρέπει όμως κάποια στιγμή να δοθεί εάν θέλουμε να προχωρήσουμε πέρα από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος.

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας