Σταματά η βία; #stamatativia

Ο Δίας, σύμβολο εξουσίας, πιστούς υπηρέτες και εκτελεστές των εντολών του έχει την Βία και τον Κράτο, μας αναφέρει ο Αισχύλος[1]. Αυτοί οι δύο, βοήθησαν τον Ήφαιστο, να αλυσοδέσουν τον Προμηθέα στον Καύκασο και έτσι να ξεκινήσει το ατέρμονο μαρτύριό του. Η Βία και ο Κράτος, αδιαπραγμάτευτα συνεργάζονται αρμονικά στις πράξεις επιβολής μέσω της Δύναμης∙ αν και, ή μάλλον ακριβώς επειδή, έχουν χαρακτηριστικά διαφορετικά, αλληλοσυμπληρούμενα. Στον Προμηθέα Δεσμώτη, (τ)ο Κράτος, δε σκέφτεται, δεν αισθάνεται, δεν έχει μέσα του αίσθημα φιλίας ή οίκτου. Δε λειτουργεί αυτεξούσια, δεν έχει δικό του σύστημα αξιών για να αποκριθεί σε αυτό, αξίες του, οι εντολές που άκριτα εκτελεί. Μόνο μιλά, για να παρακινεί σε πράξεις προς εκπλήρωση του σκοπού του.  Η Βία πάλι, δε χρειάζεται ομιλία για να ασκηθεί, ασκείται στη σιωπή, μιλά, η, στα βουβά[2] πράξη, αντ’ αυτής,.

Σήμερα, ο Δίας, η Βία, ο Κράτος, ο Αισχύλος, ο Προμηθέας, συναντιόνται μόνο στα βιβλία, ενδεχομένως όμως, όσα περιγράφονται σε αυτά, είτε αλληγορικά, είτε αληθινά, απαντώνται στην καθημερινή πραγματικότητά μας. Πόσες φορές, ίσως, έχει αναρωτηθεί κάποιος, αν το κράτος, νομοθετεί συνήθως, με γνώμονα τις αξίες της κοινωνίας και τις ανάγκες της, αν εκτελεί με κρίση και περίσκεψη, αν αποδίδεται πραγματική Δικαιοσύνη, μη συρρικνούμενη σε μια απλή νομική κατασκευή, την οποία σε κάθε περίπτωση, καλείται να υπακούσει εκείνος που έχει το καθήκον να την αποδώσει. 

Ταυτόχρονα, ανακαλώντας στη μνήμη μας, όσα απασχολούν την επικαιρότητα διαχρονικά αναφορικά με το εγκληματικό φαινόμενο, αλλά και  γυρνώντας το βλέμμα μας στα όσα συμβαίνουν γύρω μας, σε ενεστώτα χρόνο, διαπιστώνεται ότι όλα έχουν ένα κοινό παρονομαστή, τη βία. Αυτό είναι ένα γεγονός, είτε γίνεται άμεσα αντιληπτό, είτε δεν είναι τόσο ευδιάκριτο στις πράξεις που την εμπεριέχουν.

Η βία, έχει ένα, μόνο, χαρακτηριστικό, ως μέσο για να ασκηθεί, τη δύναμη, είτε ως γνώρισμα σωματικής διάπλασης και ρώμης, είτε ως γνώρισμα εξουσίας κάθε μορφής, έχει όμως, πολλά πρόσωπα και διαφορετικές αξιολογήσεις,  ανάλογα τη μορφή της. 

Πριν ξετυλιχθεί περαιτέρω η σκέψη αυτή, θα ήταν χρήσιμο να ορίσουμε τη βία. Η απάντηση, όσο απλή και αν φαίνεται δεν είναι μία. Αν κληθούμε, ο κάθε έκαστος από εμάς να δώσουμε ένα ορισμό για την έννοια αυτή, θα την περιγράψουμε με ποικίλες, ανόμοιες λέξεις, ανάλογα με τα βιώματά μας και πως έχουμε αισθανθεί αυτή τη δύναμη να ασκείται και επιδρά πάνω μας, σε διάφορες πτυχές και περιόδους της ζωής μας.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ο οποίος σφαιρικά, κατά τη γράφουσα καταλαμβάνει τις διαστάσεις της βίας, την ορίζει ως  «Η με πρόθεση χρήση φυσικής δύναμης ή ισχύος, απειλούμενης ή πραγματικής, που στρέφεται στο ίδιο το άτομο, σε κάποιο άλλο άτομο ή σε μια ομάδα ή κοινότητα και που είτε, καταλήγει είτε, έχει πολλές πιθανότητες να καταλήξει σε τραυματισμό, θάνατο, ψυχολογικό τραυματισμό, αποστέρηση ή προβληματική ανάπτυξη».

Στον ελληνικό ποινικό κώδικα η βία, εμπεριέχεται ως Παράνομη Βία, στο άρθρο 330 Π.Κ. και περιγράφεται ως αυτή που διαπράττει κάποιος, όταν με σωματική βία ή απειλή σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης, εξαναγκάζει άλλον, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, για τις οποίες ο παθών, δεν έχει υποχρέωση…. ανεξάρτητα αν το απειλούμενο κακό στρέφεται εναντίον εκείνου που απειλείται ή κάποιου από τους οικείους του. 

Βέβαια, η βία δεν απασχολεί μόνο αυτό το άρθρο, αλλά, είναι κύριο συνθετικό του συνόλου σχεδόν των αδικημάτων του ποινικού κώδικα, ανεξάρτητα της κατάταξης τους στα ειδικότερα κεφάλαια. Με μία γρήγορη ματιά παρατηρείται ότι, η βία, ως έννοια, συναντάται τόσο στα αδικήματα των προσβολών του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, των Πολιτειακών και Πολιτικών οργάνων, της Πολιτειακής εξουσίας, της Δημόσιας Τάξης. Τη συναντάμε φυσικά και στη ληστεία, ένα καθαρά, μέσω βίας, διαπραχθέν έγκλημα. Τη διαπιστώνουμε ξεκάθαρα στην εκτέλεση των συμβολαίων θανάτου, στην ανθρωποκτονία εν γένει. Ο βιασμός  πάλι, ο ορισμός της βίας, η ενδοοικογενειακή, είναι βία, η κακοποίηση, με όποιον τρόπο, ανηλίκου, είναι βίαιη πράξη, η εγκληματικότητα του δρόμου έχει βία, η απειλή βασίζεται στη βία, η κατάχρηση εξουσίας είναι βία, το bulling αποτελεί βία, η αυτοδικία είναι βία. Αυτές και άλλες τόσες ενέργειες εγκληματικές που μπορούν να απαριθμηθούν και έχουν κατακλύσει την κοινωνία μας, παράγονται αλλά και παράγουν βία.

Παράγουν, γεννούν, δημιουργούν βία γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν τελειώνει η βία με την παύση της βίαιης ενέργεια. Η άσκησή της συνεχίζει να επενεργεί και με τη λήξη της πράξης. Οι συνέπειες της, ακόμη περισσότερο, δεν έχουν ημερομηνία λήξης, όχι σύντομη τουλάχιστον. Τα θύματά, τα άμεσα και τα έμμεσα, δεν προσπερνούν το τι, συνέβη, έτσι απλά, δεν ξεπερνούν το βίαιο γεγονός, καταγράφεται μέσα τους, δε συνεχίζουν κανονικά τη ζωή τους. Αν πρόκειται για βία που βάλει κατά του υλικού σώματος, πλήττοντάς το ανεπανόρθωτα, το γεγονός της βίας το κουβαλάνε και πάνω στο κορμί τους, σημάδι για μια ζωή, αν, το…. πλήττει οριστικά και αμετάκλητα…., θύματα ζώντα, απομένουν μόνο τα έμμεσα, οι οικογένειες όσων χάθηκαν, οι οποίες βιώνουν άμεσα, ισόβια, τα όσα βίαια έλαβαν χώρα. Σε ψυχολογικό επίπεδο, τα άμεσα, ζώντα θύματα, τα έμμεσα θύματα, δεν παύουν να αισθάνονται τη βία, δεν την αποβάλλουν εύκολα, δε γνωρίζουμε αν θα την αποδιώξουν κάποτε από πάνω τους. Όσοι έχουν υποστεί τη βία, σε οποιαδήποτέ της μορφή, ειδικά κατά την ανηλικότητα[3], στην ενηλικότητα προβαίνουν συνήθως και οι ίδιοι σε ενέργειες βίας[4] και ανάλογες της βίας που έχουν υποστεί, ή σε βίαιες πράξεις, τιμωρητικού χαρακτήρα προς εκείνους, στο πρόσωπο των οποίων βλέπουν το δράστη του δικού τους βίαιου γεγονότος[5]. Άλλα πάλι αυτοκτονούν∙ και η αυτοκτονία βίαιη πράξη είναι που στρέφεται κατά του πιο δικού σου ανθρώπου, του εαυτού σου. Η βιαιότητα που καταγράφεται μέσα στα θύματα, ουδέποτε διαγράφεται. Ακόμη και το συναίσθημα του φόβου, του πόνου, του θυμού, της οργής, της αγανάκτησης, της επιθυμίας για ανταποδοτικότητα στο δράστη, της ανασφάλειας, της απόρριψης, του ηθικού στιγματισμού, της ταπείνωσης, ως βία θα πρέπει να ληφθεί∙ που μπορεί μάλιστα, να αναπαραχθεί. Αυτά τα συναισθήματα ταράζουν με βία την ψυχή των θυμάτων, αδιάκοπα και ασυνείδητα ενίοτε. Βιάζεται ο ψυχικός κόσμος με όσα επιδρούν και αντί να βιώνονται συναισθήματα που προσφέρουν ποιότητα ζωής, δημιουργείται η σκοτεινιά της βία στην ψυχή. Σταματά λοιπόν η βία, με την παύση της πράξης; Ξεκάθαρα όχι. Σταματά ο κύκλος της βίας; Ξεκάθαρα όχι, ανακυκλώνεται και ταλανίζει.

Παρόλα αυτά, δεν την καταδικάζουμε πάντα, αντίθετα κάποιες φορές αποδεχόμαστε πράξεις και συμπεριφορές, χωρίς να συναισθανόμαστε ότι είναι βίαιες και όμως είναι. Υπάγεται στην λεκτική βία η εξύβριση, αφού χρησιμοποιούνται εκφράσεις απαξιωτικές, χαρακτηρισμοί ταπεινωτικοί, οι οποίοι χτυπούν απευθείας την ψυχή, προσβάλλοντας την τιμή και την υπόληψη, την εικόνα του ανθρώπου για τον εαυτό του, την προσωπικότητά του και ύπουλα πλήττουν την αυτοπεποίθησή του και την ανεμπόδιστη εξέλιξή του. Είναι επίσης βία, η εκτόξευση του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ !». Είναι βίαια αντίδραση, να σπρώχνεται κάποιος, κατά τη διάρκεια μιας έντονης διαφωνίας, μολονότι μπορεί να μην αποτυπώνεται έτσι μέσα μας. Τα προσπερνούμε όμως αυτά εύκολα και δεν τα προσμετράμε ως βία.

Και εδώ, τίθεται ένας προβληματισμός, αν, η ανοχή της ελάχιστης, φαινομενικά άνευ σημασίας, βίαιης ενέργειας, δημιουργεί το υπόβαθρο της εξέλιξης καταστάσεων που, υπό ό,ποιο πρίσμα τις αντικρύσει κάποιος, βίαιες θα τις χαρακτηρίσει και αν, δημιουργείται το γόνιμο έδαφος της συνήθειας, στα βίαια γεγονότα. Μήπως υφίσταται ένας εθισμός στην ανοχή της βίας, ο οποίος ξεκινά από την άφεση του αμαρτήματος της υποτιθέμενης μη σημαντικής βίαιης πράξης και φθάνει στο να θεωρούνται αναπόσπαστο τμήμα στην καθημερινότητά της κοινωνίας ακόμη και σκληρές πράξεις; Προβληματισμός, ο οποίος δύναται να απαντηθεί, διαφορετικά από όλους μας.

Ασφαλώς, σε όσα παρουσιάστηκαν, χρειάζεται να αναλογιστούμε ότι η βία είναι έμφυτη[6] στην ανθρώπινη φύση και δε λείπει από καμία κοινωνία στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Συνεπώς, δε θα χρησιμοποιηθούν ουτοπικές λέξεις για την αντιμετώπισή της, όπως η έκλειψή της, όμως προφανώς υπάρχει δυνατότητα χαλιναγώγησής της. Υφίσταται μια οντότητα που είναι επιφορτισμένη και με αυτό το καθήκον-υποχρέωση και αυτή, δεν είναι άλλη από τη νομική οντότητα του Κράτους. Και εδώ βλέπουμε πάλι, τη Βία και το Κράτος (αυτή τη φορά), που πάνε χέρι-χέρι, υπό άλλη σημασία και με άλλο περιεχόμενο. Το Κράτος, δια μέσω της νομοθετικής του εξουσίας, έχει την ικανότητα να αναμορφώσει το σύστημα της απόδοσης της Δικαιοσύνης. Πρωταρχικό βήμα, η θέσπιση νόμων, δίκαιων, που σημαίνει απόδοση ανάλογης ποινή της απαξίας της πράξης και των συνθηκών που συντελέστηκε αυτή, νόμοι με συστηματική λογική και όχι νόμοι αποσπασματικοί που αποκτούν ισχύ, κάτω από την πίεση της επικαιρότητας. Ο Σκληρός νόμος δεν ισοδυναμεί αποκλειστικά, με το δίκαιο νόμο, ούτε λειτουργεί μόνος του, κατ’ ανάγκη, αποτρεπτικά της βίαιης πράξη, αν δε συμπορεύεται με το σύντομο χρόνο απόδοσης της Δικαιοσύνης και τη βεβαιότητα της απόδοσης και έκτισης ποινής. Στείρο γράμμα πάνω στο χαρτί, αποτελεί ο νόμος που δε συμβαδίζει[7] με την εποχή στην οποία εφαρμόζεται και δε λαμβάνει υπόψιν τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, τα δικαιώματα που πραγματικά έχουν ανάγκη διαφύλαξης και προστασίας.

Κράτος, λοιπόν και Βία συμπορεύονται πάντα, μπορούν όμως στις μέρες μας πια, να πάψουν να κατευθύνονται από τον κεραυνοβόλο Δία και συντροφεύονται από τη σύνεση και τη Σοφία της Αθηνάς.   


[1] Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, Ζήγρος  –  

[2] Ρισπέν Ζακ, Μεγάλη Ελληνική Μυθολογία, Αυλός, Αθήναι

[3] Farrington D., ( 2015 ), « Cross-national comparative research on criminal careers, risk factors, crime and punishment », στο European Journal of Criminology, Vol. 12(4), Sage, σ.390 – 393.

[4] Χρ. Ζαραφωνίτου Εμπειρική Εγκληματολογία – Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2004, σελ.129-130

[5] Murray J., Farrington P. D., ( 2010 ), « Risk Factors for Conduct Disorder and Delinquency : Key Findings from Longitudinal Studies », στο The Canadian Journal of Psychiatry, vol. 55, σ. 633-642.

[6] Jacques. Leauté. Η ανθρώπινη βία, Βιβλιοθήκη Εγκληματολογίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 1991

[7] Cesare Beccaria, Dei delitti e delle pene, Letteratura italiana Einaudi, Milano 1973

Διαβάστε περισσότερα:

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας