Bullying: Οι ηλικίες και τα πρόσωπα του αφόρητου έως και θανάσιμου εκφοβισμού
Η Αγγελική Καρδαρά για τις εκφοβιστικές συμπεριφορές και πρακτικές που διαχρονικά αντιμετωπίζουμε

Η έννοια του «εκφοβισμού» λαμβάνει ποικίλες μορφές και εκφάνσεις. Πριν από μία εβδομάδα μας απασχόλησε εκτενώς η έννοια της «θυματοποίησης λόγω σωματικού βάρους» (weight-based victimization) με τον διασυρμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μίας νεαρής γυναίκας που είχε βγει να δειπνήσει με τους φίλους της. Θετική εντύπωση δημιούργησε ωστόσο το πολύ μεγάλο κύμα συμπαράστασης ενάντια σε κάθε εκφοβιστική πρακτική που άμεσα ή έμμεσα επιχειρεί να στοχοποιήσει, να στιγματίσει, να απομονώσει κοινωνικά συνανθρώπους μας, το οποίο εκδηλώθηκε μετά τη δημοσιοποίηση του βίντεο με καταγραφή χωρίς συναίνεση του προσώπου της γυναίκας, η οποία κατακρίθηκε με σφοδρότητα από γνωστό στο ευρύ κοινό χορογράφο, «influencer», για την ενδυματολογική της επιλογή -ένα μπλουζάκι με ρίγες-. 

Το στοιχείο που κυρίως προβληματίζει σε τέτοιου είδους εκφοβιστικές πρακτικές είναι όταν αυτές εκδηλώνονται από ενήλικα άτομα, τα οποία μάλιστα έχουν αποδοχή από ένα μεγάλο μέρος του κοινού και τα ΜΜΕ επιλέγουν να προβάλλουν τις απόψεις τους. Αναμένουμε όμως από ένα ενήλικο άτομο να έχει κατανοήσει την έννοια του μέτρου, να έχει όρια, να γνωρίζει τι είναι επιτρεπτό και τι όχι και να έχει την αναγκαία ενσυναίσθηση για να συνειδητοποιήσει έγκαιρα ότι με τις λέξεις και τις πράξεις του μπορεί να πληγώσει και να τραυματίσει -ακόμα και ανεπανόρθωτα- μία ψυχή, διότι και στην προκειμένη περίπτωση που εξετάζουμε, εάν για τον οποιονδήποτε λόγο δεν είχε εκφραστεί αυτό το κύμα συμπαράστασης προς τη νεαρή γυναίκα, ο κοινωνικός διασυρμός της μπορεί να είχε τρομακτικές συνέπειες.

Αυτή είναι μία παράμετρος του θέματος που αξίζει να κρατήσουμε στο μυαλό μας, καταδικάζοντας απερίφραστα και χωρίς αστερίσκους κάθε παρεμφερή εκφοβιστική πρακτική. Πολύ θετική ασφαλώς κρίνω την άμεση κοινωνική συσπείρωση ενάντια σε μία εκφοβιστική πρακτική και σε ένα δεύτερο επίπεδο κρίνω θετικό το αίσιο τέλος στην υπόθεση, με τη συμφιλίωση των δύο εμπλεκόμενων μερών, καθώς είναι σημαντικό να μαθαίνουμε από τα λάθη μας, να βελτιωνόμαστε, να εξελισσόμαστε, αλλά και να επανορθώνουμε έμπρακτα για την όποια βλάβη έχουμε προκαλέσει.

Οι ενήλικοι, ειδικά νεαροί ενήλικοι που έχουν απήχηση στη νεολαία, με τη συμπεριφορά και την εν γένει στάση τους είναι σκόπιμο να περνούν θετικά μηνύματα, ενότητας και αλληλεγγύης και όχι να καλλιεργούν –άμεσα ή έμμεσα- τον ρατσισμό, το μίσος και τον φανατισμό, γιατί οι συμπεριφορές ενηλίκων υιοθετούνται από τους ανήλικους και αντιγράφονται στο πλαίσιο του σχολικού περιβάλλοντος. 

Εκφοβιστικές συμπεριφορές και πρακτικές που διαχρονικά αντιμετωπίζουμε αποκαλύπτουν -δυστυχώς- μία ευρύτερη κοινωνική παθογένεια και ένα έλλειμμα παιδείας, φαινόμενα που η Πολιτεία μας οφείλει να αντιμετωπίσει ώστε να επενδύσουμε σε αξίες και ιδανικά για τις νέες γενιές και να μη χρειάζεται να εξηγούμε τα αυτονόητα. Να γίνει βίωμα από τις πολύ μικρές ηλικίες ο σεβασμός στον συνάνθρωπο και το ότι η αξία μας βρίσκεται στη διαφορετικότητα και στη μοναδικότητά μας και όχι στην προσπάθεια να γίνουμε όλοι ίδιοι ακολουθώντας «επίπλαστα» πολλές φορές πρότυπα.  

Η νέα γενιά μπορεί σίγουρα να κάνει τη διαφορά, αλλά το σχολείο πρέπει πρώτα να γίνει μία μεγάλη «αγκαλιά» για όλα τα παιδιά, δίνοντας χώρο και χρόνο σε κάθε παιδί για να εκφράσει θετικά συναισθήματα και να εκδηλώσει θετική δράση, στον αντίποδα του μίσους και του αρνητισμού. Εστιάζοντας λοιπόν στο σημείο αυτό στην έννοια του «σχολικού εκφοβισμού», θα τονίσουμε ότι  οι εντάσεις και οι συγκρούσεις στο σύγχρονο σχολείο μας προβληματίζουν.

Το σχολείο, ως μικρογραφία της κοινωνίας, δεν μένει ανεπηρέαστο από τις σοβαρές αλλαγές αλλά και τους ισχυρούς κλυδωνισμούς που δέχεται η κοινωνία στη σημερινή εποχή, με συνέπεια να καταγράφονται και στο σχολικό περιβάλλον ορισμένα περιστατικά με ένα ειδικό -θα λέγαμε- εγκληματολογικό και κοινωνικό «βάρος», τα οποία αντικατοπτρίζουν τη γενικότερη κρίση αξιών και τις σοβαρές δυσλειτουργίες -ορατές και μη- που καταγράφονται στον πυρήνα της οικογένειας. 

Σε ερευνητικό επίπεδο πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι η αλλαγή στη σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού, η αύξηση των διαγνωσμένων μαθησιακών δυσκολιών που χρήζουν μίας πιο εξειδικευμένης παιδαγωγικής προσέγγισης και ταυτόχρονα τα νέα δεδομένα της εποχής με τη μεγαλύτερη εξοικείωση των ανηλίκων με την τεχνολογία, συνιστούν ορισμένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του μαθητικού πληθυσμού στο σύγχρονο σχολείο, τα οποία είναι σημαντικό να αξιολογηθούν από τους αρμόδιους φορείς χάραξης της εκπαιδευτικής πολιτικής με στόχο την πρόληψη βίαιων περιστατικών που λαμβάνουν χώρα στο σχολείο.

Παράλληλα, μέσα από τολμηρές, καινοτόμες και δημιουργικές δράσεις, είναι απολύτως αναγκαίο να ενισχυθεί στο σύγχρονο ελληνικό σχολείο η έννοια της «παιδείας», η οποία θα δώσει γερά εφόδια στον σύγχρονο νέο, προκειμένου να ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις της εποχής και να αναπτύξει νέες δεξιότητες αλλά πρωτίστως να διαμορφώσει μία δυνατή και δυναμική προσωπικότητα. 

Ας ορίσουμε όμως στο σημείο αυτό την έννοια του «σχολικού εκφοβισμού» εξετάζοντας τις μορφές που λαμβάνει. Αρχικά να τονίσουμε ότι το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού (school bullying) δεν αφορά μόνο το σύγχρονο σχολείο, αλλά αποτελεί ένα διαχρονικό φαινόμενο και μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι συνυφασμένο με την ύπαρξη του σχολείου. Από το 1973 ένας στους επτά μαθητές δήλωνε ότι έχει πέσει θύμα εκφοβισμού.

Ο εξειδικευμένος ερευνητής του θέματος Dan Olweus (1931-2020) ήταν ένας από τους Καθηγητές που μας παρείχε μέσα από τη βιβλιογραφία, την αρθρογραφία και τη συνολική δράση του πολύτιμες πληροφορίες για την εξέλιξη του φαινομένου. Από το 1970 ο Dan Olweus είχε καταγράψει και μελετήσει συστηματικά το φαινόμενο, διασαφηνίζοντας ταυτόχρονα τον όρο «εκφοβισμός» (bullying): «Ένα άτομο υφίσταται εκφοβισμό όταν εκτίθεται επανειλημμένα και για μακρό χρονικό διάστημα σε αρνητικές πρακτικές εκ μέρους ενός ή περισσότερων άλλων».

Η ενδοσχολική βία γίνεται κατά κανόνα αντιληπτή ως μία μορφή εχθρικής συμπεριφοράς που στόχο έχει τη θυματοποίηση ενός αδύναμου παιδιού. Όπως υπογραμμίζει ο Rigby, δεν υπάρχει δράστης εκφοβισμού (bully), αν δεν υπάρχει θύμα. Η θυματοποίηση και ο σκόπιμος στιγματισμός δεν αποτελούν ατομικό πρόβλημα αλλά είναι ένα πρόβλημα που αναδύεται σ’ ένα πλαίσιο δυναμικών αλληλεπιδράσεων. Αυτή η παράμετρος είναι πολύ σημαντική, γιατί καθιστά εμφανές ότι ο εκφοβισμός λαμβάνει χώρα όχι σε ατομικό επίπεδο αλλά σε ένα πλαίσιο αλληλεπιδράσεων, άρα είναι αναγκαίο να επενδύσουμε στην ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων και στην ενίσχυση αυτών.  

Από την άλλη πλευρά δεν συνιστά εκφοβιστική πράξη κάθε ενδοσχολική μορφή επιθετικότητας, καθώς υπάρχουν και τα χαρακτηριζόμενα «ατυχή, μεμονωμένα περιστατικά». Μιλώντας για εχθρικές συμπεριφορές ή «αρνητικές πρακτικές»,  κατά τον Olweus, εννοούμε επαναλαμβανόμενες πράξεις σωματικής βίας (όπως σπρώξιμο, χτύπημα). Η έννοια του εκφοβισμού εμπεριέχει την ιδέα της ανισότητας δύναμης (όχι μόνο σωματικής, αλλά σε πολλά επίπεδα εκφραζόμενη, θα συμπλήρωνα), διότι όταν ένα παιδί συστηματικά θυματοποιείται από κάποιον δυνατότερο, καταλήγει να αισθάνεται περισσότερο αβοήθητο. Σε άλλες μελέτες γίνεται μία πολύ ενδιαφέρουσα αναλυτική διάκριση ανάμεσα σε μορφές άμεσου και έμμεσου εκφοβισμού.

Ο άμεσος εκφοβισμός χαρακτηρίζεται από ανοιχτές, κατά πρόσωπο επιθέσεις, ενώ ο έμμεσος αφορά περισσότερο συγκεκαλυμμένες συμπεριφορές, όπως είναι η περιθωριοποίηση, η αναπαραγωγή και διάδοση σχολίων με σκοπό τον διασυρμό και την κοινωνική απομόνωση κάποιου και ο αποκλεισμός από τις παρέες. Εδώ γίνεται αντιληπτό ότι ο έμμεσος εκφοβισμός είναι εξίσου επικίνδυνος και μάλιστα λαμβάνει ένα «ύπουλο» πρόσωπο, καθώς σταδιακά μπορεί να οδηγήσει έναν ανήλικο/μία ανήλικη εκτός παρέας και εκτός συγκεκριμένων δραστηριοτήτων που προσφέρουν σε ένα παιδί ικανοποίηση και χαρά. Ακόμη, ένα σύγχρονο πρόσωπο θυματοποίησης είναι εκείνο που σκιαγραφείται διαδικτυακά ή μέσω κινητών τηλεφώνων. Ο εκφοβισμός με τη χρήση της τεχνολογίας (cyber bullying), ευνοείται από την ανωνυμία και «στηρίζει» την ενδοσχολική βία[1].

Σύμφωνα με την Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, κ. Βασιλική Αρτινοπούλου, «ο ορισμός της σχολικής βίας είναι σχετικός και εξαρτάται από το ισχύον κάθε φορά κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Ωστόσο, στοιχεία του ορισμού της σχολικής βίας είναι η επιβολή της βούλησης, η πρόκληση ζημίας ή βλάβης, κακομεταχείρισης ή κακοποίησης. Η σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική, λεκτική, κακοποίηση καθώς και ο βανδαλισμός αποτελούν τις κύριες μορφές της σχολικής βίας. Με κριτήριο τα άτομα ή τις ομάδες που εμπλέκονται στη σχολική βία, διακρίνουμε τη: 

-βία μεταξύ των μαθητών, 

-βία από τους μαθητές προς τους δασκάλους,

 -βία από τους δασκάλους προς τους μαθητές 

-βία μεταξύ των δασκάλων 

-βία μεταξύ δασκάλων και διευθυντών ή της διοίκησης του σχολείου»[2].

Ως προς το φύλο και τη χρήση βίας, η κύρια διαφοροποίηση έγκειται βάσει ερευνών στο ότι τα κορίτσια χρησιμοποιούν περισσότερο τη λεκτική βία, διαδίδουν φήμες και απομονώνουν από την ομάδα. Τα αγόρια χρησιμοποιούν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τη σωματική βία. Ωστόσο, στη Μεγάλη Βρετανία καταγράφεται τα τελευταία χρόνια ανησυχητική αύξηση της χρήσης σωματικής βίας και μεταξύ των κοριτσιών. Οι επιθετικές συμπεριφορές μεταξύ ανήλικων μαθητριών έχει αποτελέσει αντικείμενο και δικής μου έρευνας, με τίτλο «Ένταση στο Σύγχρονο Σχολείο: Επιθετικές συμπεριφορές μεταξύ ανήλικων μαθητριών ως μέσο έκφρασης»[3], η οποία συμπεριλαμβάνεται στην Ευρωπαϊκή Εκστρατεία κατά του Σχολικού Εκφοβισμού. 

Ένα ακόμα πολύ σοβαρό στοιχείο που προβληματίζει την επιστημονική κοινότητα ως προς την ανηλικότητα είναι η αύξηση των ομαδοποιήσεων στην τέλεση παράνομων πράξεων, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θερμούς, η εκτεταμένη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών και αλκοόλ. Όπως υπογραμμίζει η Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, κ. Έφη Λαμπροπούλου, σε πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που μου παραχώρησε για το βιβλίο μου Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους «Στο παρελθόν, δηλαδή τις δεκαετίες ’80 και ’90, οι παραβατικές συμπεριφορές συνδέονταν με παραμελημένους ανηλίκους, τώρα οι μορφές παραβατικότητας χαρακτηρίζουν νέους που ψάχνουν για συγκινήσεις. Την τελευταία 10ετία παρατηρείται αύξηση των ομαδοποιήσεων στην τέλεση παράνομων πράξεων από τους ανηλίκους και ανάπτυξη μίας ενεργά επιθετικής κουλτούρας προς τους θεσμούς,[4] εκτεταμένη χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ, και αύξηση της επιθετικής συμπεριφοράς (π.χ. συμπλοκές μεταξύ ομάδων). Όπως προανέφερα, φοβάμαι ότι θα ενταθεί η επιθετική συμπεριφορά και θα πολλαπλασιαστεί η βία των νέων, οργανωμένων σε ομάδες, τόσο εναντίον προσώπων όσο και θεσμών», ενώ επισημαίνει ««Στην Ελλάδα εάν δεν αλλάξει κάτι στο δημόσιο σκηνικό, θα έχουμε περισσότερα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, περισσότερο οργανωμένη επιθετική συμπεριφορά, παράνομες πράξεις που έχουν σχέση με ναρκωτικές ουσίες και εξάπλωση της βίας στα κορίτσια».  

Δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε, τέλος, στον χαρακτηριζόμενο «φαύλο κύκλο της θυματοποίησης», με τους ρόλους «θύματος-δράστη» να εναλλάσσονται και με τα παιδιά που στο πλαίσιο της δικής τους οικογένειας έχουν υποστεί σωματική ή λεκτική και ψυχολογική κακοποίηση να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αποτελέσουν θύματα εκφοβιστικών πρακτικών από τους συμμαθητές τους ή, αντίθετα, να εκφοβίσουν συμμαθητές τους. Η στάση, όμως, που θα κρατήσει η οικογένεια είναι εξέχουσας σημασίας για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος και σίγουρα εάν η οικογένεια κρατήσει απαθή, αδιάφορη ή επιθετική στάση, συχνά ως απόρροια ενοχών, η κατάσταση θα επιδεινωθεί. Η οικογένεια οφείλει να είναι συνοδοιπόρος και συμπαραστάτης του παιδιού. Με την αγαστή συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς αλλά και τη βοήθεια από τους ειδικούς, το οικογενειακό περιβάλλον πρέπει να στηρίξει το παιδί, δεδομένου ότι κάθε παιδί μέσα από την κραυγή του ή μέσα από τη σιωπή του αναζητά την προσοχή της οικογένειας και τη στήριξη της εκπαιδευτικής κοινότητας. 

Πολύ σημαντική είναι η ενίσχυση των μαθητικών συμβουλίων στα σχολεία, ώστε οι μαθητές να πάψουν να είναι θεατές (όπως δείχνουν οι έρευνες) σε περιστατικά βίας. Ειδικότερα, ο ρόλος τους να μην περιορίζεται στην οργάνωση χορών και εκδρομών, αλλά τα μαθητικά συμβούλια να έχουν θέση και άποψη για τα σημαντικά ζητήματα που εκτυλίσσονται στο σχολικό περιβάλλον. Ο μαθητής που υφίσταται οποιασδήποτε μορφής βία πρέπει να νιώσει την ασφάλεια να βρει στήριξη στο σχολείο του, να απευθυνθεί στους εκπαιδευτικούς αλλά και στα μαθητικά συμβούλια και μέσω της υποστήριξης των συμμαθητών του να επιλυθεί το πρόβλημα άμεσα και αποτελεσματικά. Με άλλα λόγια, η ίδια η μαθητική κοινότητα που βιώνει τα προβλήματα, οφείλει να έχει λόγο στην εξομάλυνσή τους. Με αυτό τον τρόπο ενισχύεται η αλληλεγγύη μεταξύ των μαθητών, η οποία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για να καταπολεμηθεί ο σχολικός εκφοβισμός και ταυτόχρονα καλλιεργείται το αίσθημα ευθύνης που είναι απαραίτητο να αποκτήσουν οι νέοι.  

Παράλληλα, θετικό ρόλο θα μπορούσαν να διαδραματίσουν οι «ομάδες διαμεσολάβησης», όπου μαθητές (όλοι όμως οι μαθητές, με εναλλασσόμενους ρόλους, ώστε να μην υπάρχει πάλι η περιθωριοποίηση και οι γνωστές στιγματιστικές «ταμπέλες»: καλός-κακός) θα διαμεσολαβούν για την επίλυση των προβλημάτων που δημιουργούνται στο πλαίσιο του σχολείου. Θα οργανώνουν συζητήσεις και θα συντάσσουν μηνιαίες εκθέσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο συνεργάζονται μεταξύ τους τα παιδιά και θα ενημερώνουν την μαθητική και εκπαιδευτική κοινότητα για το πώς επιλύονται οι εντάσεις μεταξύ τους ή με τους καθηγητές τους. Ασφαλώς, ο εκπαιδευτικός οφείλει να είναι πάντοτε δίπλα στα παιδιά και να αφουγκράζεται τις ανάγκες τους. 

Συνοψίζοντας, είναι ανούσιο να αποφασίζουμε για τα παιδιά χωρίς τα παιδιά. Συχνά, μάλιστα, εμείς οι ενήλικοι, είτε διογκώνουμε καταστάσεις που θα μπορούσαν να επιλυθούν πολύ πιο αποτελεσματικά από τα ίδια τα παιδιά, είτε δείχνουμε αδιαφορία για πολύ σοβαρά περιστατικά στα οποία είναι αναγκαία η παρέμβαση των εξειδικευμένων φορέων που με τη γνώση τους μπορούν να προσεγγίσουν με κατάλληλο τρόπο την ανηλικότητα. Διανύομε εποχές που διέπονται από σκληρότητα και κυριαρχία αρνητικών προτύπων. Σε αυτήν τη σκληρότητα, η εκπαιδευτική κοινότητα οφείλει να δώσει στα παιδιά μας εναλλακτικούς δρόμους. Να γίνει «ασπίδα» και εκπαιδευτικοί-μαθητές να συμπορευτούν, με υψηλούς στόχους και όραμα για ένα πιο δημιουργικό αύριο. Το σχολείο άλλωστε δεν πρέπει να βιώνεται σαν φυλακή των εφηβικών ονείρων, αλλά να δίνει διέξοδο στα όνειρα των παιδιών να εκφραστούν. 

Το σύγχρονο πολυπολιτισμικό σχολείο αξίζει να πάει ένα βήμα παρακάτω και να δώσει ισχυρά κίνητρα στη μαθητική κοινότητα για θετική δράση, εξαλείφοντας τις «ευκαιρίες» για αρνητική δράση. Διαφορετικά, οι εντάσεις θα αυξηθούν και μέσα στο σχολείο και εκτός αυτού.

Θα ολοκληρώσω με τις σημαντικές επισημάνσεις του Ομ. Καθηγητή Εγκληματολογίας ΕΚΠΑ, κ. Γιάννη Πανούση, όπως καταγράφηκαν στο πλαίσιο εκτενούς συνέντευξης που μου παραχώρησε και δημοσιεύεται στο προαναφερθέν βιβλίο μου «Το συμπέρασμά μου είναι το εξής: τα παιδιά μας ούτε γεννιούνται δολοφόνοι, ούτε μετατρέπονται αιφνιδίως σε αδίστακτους εγκληματίες. Εκπαιδεύονται στη βία και στην άρνηση του διαλόγου και του δικαίου, καθώς κακή βία ή αποδεκτή βία διαπλέκονται αδιάκριτα σε μία αλυσίδα όπου όλοι παρουσιάζονται ως «αθώοι» και όπου οι νοηματοδοτήσεις της βίας και η σύνδεσή της με την ανισότητα, τον αποκλεισμό, τον ρατσισμό μάς παραπέμπουν στην (κοινωνική) πολιτική. Η βία σαν παιχνίδι αντρικό, σαν πράξη μίσους, σαν προστατευτική ασπίδα, σαν εγκληματική δράση, έχει «νομιμοποιηθεί» ή και δοξολογηθεί στη χώρα μας. Το ανησυχητικό επομένως στοιχείο είναι η εξοικείωση των νέων με τη βία, το σύνδρομο του βίαιου κόσμου. Πρέπει όμως να κατανοήσουμε ότι αυτό είναι ένα στοιχείο πολιτισμού και όχι μόνον εγκληματολογικής ανάλυσης. Το βασικό ερώτημα που πρέπει να τεθεί και με αυτό θα ολοκληρώσω είναι εάν μπορεί αν υπάρξει αυτοτελής και ανεξάρτητη σχολική πρόληψη της βίας χωρίς παρεμβάσεις στο κοινωνικό τρίγωνο: βία στον δρόμο, στο σπίτι, στην τάξη».  


[1][1] Παναγιωτάκη, Μ. «Σχολική Βία και Εκφοβισμός: Ο ρόλος της ενσυναίσθησης» στο http://crime-in-crisis.com/ URL: http://crime-in-crisis.com/%cf%83%cf%87%ce%bf%ce%bb%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%ce%b2%ce%af%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b5%ce%ba%cf%86%ce%bf%ce%b2%ce%b9%cf%83%ce%bc%cf%8c%cf%82-%ce%bf-%cf%81%cf%8c%ce%bb%ce%bf%cf%82-%cf%84%ce%b7%cf%82/ στις 25-1-2016. Η διαδικτυακή πηγή ανακτήθηκε στις 8-10-2020.  

[2] Αρτινοπούλου, Β. (2001) Βία στο σχολείο: Έρευνες και πολιτικές στην Ευρώπη. Αθήνα: Μεταίχμιο, σ.13.

[3] Καρδαρά, Α. «Ένταση στο σύγχρονο σχολείο. Επιθετικές συμπεριφορές μεταξύ ανηλίκων μαθητριών ως μέσο έκφρασης» στο http://www.e-abc.eu/gr/ URL: http://www.e-abc.eu/gr/nea/teleutaies-anakoinoseis/selida-neou/?nid=47 στη 1-4-2013. Η διαδικτυακή πηγή ανακτήθηκε στις 8-10-2020. 

[4] Υποστράτηγος ΕΛ.ΑΣ. Σκότης, Σ., Δ/ντής Αστυνομικής Δ/νσης Ασφαλείας Αττικής, σύμφωνα με George Diamandis (15.7.2015), «Κοινωνικοί παράγοντες που δημιουργούν τις συμμορίες», διαφάνεια 18 (www.slideshare.net › gdiamandis).


Η Αγγελική Καρδαρά είναι Διδάκτωρ Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ ΕΚΠΑ, Φιλόλογος, Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) & Επιστημονικά Υπεύθυνη του «Crime & Media Lab» ΚΕ.Μ.Ε.

Διαβάστε περισσότερα:

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας