Ο δικηγόρος ως υπερασπιστής

«Πώς νιώθει λοιπόν ένας δικηγόρος όταν υπερασπίζεται έναν κατηγορούμενο;», «Πώς μπορεί και κοιμάται τα βράδια υπερασπιζόμενος αυτούς τους ανθρώπους;» «Μα καλά, δεν ντρέπεται μ’ αυτούς που αναλαμβάνει;» Αυτές και άλλες πολλές σκέψεις έρχονται στο μυαλό πολλών ανθρώπων, όταν αντικρίζουν εμάς τους δικηγόρους να παριστάμεθα ως υπερασπιστές σε ποινικά ακροατήρια. Πολλές δε από αυτές εξωτερικεύονται, στα πλαίσια της δημοκρατικής πολιτείας που ζούμε, αναπαράγονται, προβάλλονται, διαπλάθονται και μεγεθύνονται. Σε κάθε περίπτωση όμως στοχεύουν πρώτα στο δικηγόρο. Γιατί ο δικηγόρος «τόλμησε» να υπερασπιστεί έναν κατηγορούμενο, ακόμη και αυτόν που θα έχει διαπράξει το πιο ειδεχθές έγκλημα; 

Σε μια  δημοκρατική  κοινωνία ο  δικηγόρος έχει να  επιτελέσει το ύψιστο λειτούργημα. Αυτό για το οποίο έχει ορκιστεί ενώπιον της δικαιοσύνης. Το λειτούργημα αυτό συνδέεται άμεσα με την ανακάλυψη της αληθείας, την εφαρμογή των κανόνων δικαίου και με γνώμονα πάντα την παροχή της απαιτούμενης, λόγο της θέσης του, αρωγής προς το δικαστήριο (είτε ως συνήγορος υπεράσπισης, είτε ως συνήγορος πολιτικής αγωγής) ώστε να εκδοθεί μια δίκαιη απόφαση. Έχει υποχρέωση ως δικηγόρος να επιτελέσει στο έπακρο το λειτούργημά του και να εκτελέσει την εντολή που έχει λάβει υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα του εντολέα του, όποια και αν είναι αυτά. 

Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι ο δικηγόρος έχει να υλοποιήσει ένα έργο που στοχεύει στην υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών και των ατομικών ελευθεριών. Ο  συνήγορος  του  Λουδοβίκου 16ου, πρόεδρος του σώματος των Δικηγόρων του Παρισιού, που ορίστηκε από αυτούς να τον υπερασπισθεί στη Συνέλευση του λαού, άρχισε την αγόρευση του ενώπιον της – εχθρικά προκατειλημμένης – για τον κατηγορούμενο Συνέλευσης με τη φράση : «υποβάλλω στη Συνέλευση την αλήθεια και το κεφάλι μου. Μπορείτε να διαθέσετε το κεφάλι μου, αφού όμως ακούσετε την αλήθεια». Ίσως η πιο αντιπροσωπευτική εικόνα της αποστολής του δικηγόρου. Της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας. Για αυτή την αλήθεια διαθέτει ότι πολυτιμότερο έχει. 

Με ρώτησαν κάποια στιγμή πρόσφατα (και αυτή η ερώτηση και η συν αυτώ συζήτηση, στάθηκε αφορμή έμπνευσης για το παρόν άρθρο) : «Γιατί κοιμάσαι ήσυχος κάθε βράδυ, ακόμη και μετά από μια δύσκολη δίκη; Γιατί ακολούθησες την αλήθεια ή γιατί έκανες το μέγιστο για τον εντολέα σου;» Και απήντησα : «Επειδή έδωσα το 100% για το δίκιο και την αλήθεια του εντολέα μου, για τα συμφέροντά του, για τη δική του αλήθεια». Η ποινική δικηγορία, όπως έχει πει και μια καταξιωμένη συνάδερφος, είναι ένας δρόμος μοναχικός. Τον πορεύεσαι μόνος, με τις δικές σου αξίες, αλλά πάντα με γνώμονα την αλήθεια. Αυτό το τίμημα και αυτή την αλήθεια καλείσαι να «πληρώσεις» ανάλογα με το τι επιλέγεις να πράξεις. Καμία φορά δίνεις το 100% των δυνάμεών σου και πάλι δεν αρκεί. 

Ο κατηγορούμενος είναι το πιο σημαντικό πρόσωπο σε μια ποινική δίκη. Το ποινικό δικονομικό μας σύστημα έχει δομηθεί έτσι, ώστε η κάθε στάση της δίκης αποτελεί και μια «ιεροτελεστία». Η σημειολογία και η θέση ακόμη και της απολογίας του κατηγορουμένου, που γίνεται στο τέλος της δίκης σηματοδοτεί την ευελιξία αλλά και το σεβασμό της δικαιοσύνης στο πρόσωπο του κατηγορούμενου. Όποιος και αν είναι ο κατηγορούμενος, όσο βαρύ αδίκημα και αν έχει διαπράξει ο νόμος του παρέχει το δικαίωμα, αν όχι την υποχρέωση κατά τη διάρκεια της δίκης, να εκπροσωπείται από συνήγορο. Αναρωτήθηκε κανείς γιατί; Γιατί ο δικηγόρος είναι μαζί με τους δικαστές ο θεματοφύλακας των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων του κατηγορούμενου. 

Ο δικηγόρος – υπερασπιστής, δεν είναι αυτός που «θέλει να τον βγάλει έξω» ή που «θέλει να τον βγάλει τρελό για να γλιτώσει τη φυλακή» όπως πολλές φορές έχουμε ακούσει στους διαδρόμους των δικαστηρίων. Ο δικηγόρος είναι αυτός που θα εισφέρει στο δικαστήριο όλα εκείνα τα στοιχεία που θα βοηθήσουν τους δικαστές να εκδώσουν μια δίκαιη απόφαση και να αναζητηθεί η ουσιαστική αλήθεια. Είναι άνθρωπος, έχει αισθήματα, έχει αντίληψη, έχει κρίση. Κρίση να επιλέξει εάν επιθυμεί να δεχτεί την εντολή που του αναθέτει ο κατηγορούμενος εντολέας του ή όχι. Κρίση να επιλέξει με ποια υπερασπιστική γραμμή θα πορευτεί και ποια στοιχεία προς το συμφέρον του εντολέα του θα αξιοποιήσει και τέλος κρίση να επιλέξει εάν επιθυμεί να έχει τη λογική «όλοι οι κατηγορούμενοι είναι και ένοχοι αυτοδικαίως και πριν τη δίκη, άρα γιατί να αναλάβω την υπεράσπισή του» ή εάν επιθυμεί να ακολουθήσει τη λογική «ο κατηγορούμενος αξίζει να έχει υπερασπιστή για την προάσπιση των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων του». Τέλος, εάν θα επιλέξει τη λογική «αυτή η υπόθεση αντίκειται στις ηθικές μου αξίες και αρχές και δεν επιθυμώ να αναλάβω». 

Όσες φορές βρέθηκα στη θέση του υπερασπιστή, ακόμη και στην επαχθέστερη πράξη του Ποινικού μας Κώδικα, στην ανθρωποκτονία, βίωσα όλα τα παραπάνω. Σκέφτηκα και ζύγισα τους λόγους που ώθησαν τον κατηγορούμενο να διαπράξει το έγκλημα. Ζύγισα μέσα μου την ηθική και την επαγγελματική μου συνείδηση. Κλήθηκα να έχω το δίλημμα «να τον αναλάβω ή όχι» από τη μελέτη της δικογραφίας και τα αντικειμενικά κριτήρια της υπόθεσης. Και τελικά, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων ανέλαβα. Ανέλαβα γιατί πίστεψα και πιστεύω στη ρομαντική και όχι στη «μιντιακή» δικηγορία. Ανέβαλα γιατί ασχέτως της αποφάσεως που τελικά εκδόθηκε από το δικαστήριο, έκρινα με βάση τη συνείδηση και με βάση τον όρκο που έδωσα ότι το τεκμήριο της αθωότητας είναι αδιαπραγμάτευτο. Γιατί πιστεύω στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην ίση μεταχείριση. Πόσες φορές εξάλλου δεν απηλλάγησαν κατηγορούμενοι και καταδικασθέντες, είτε στον πρώτο είτε στο δεύτερο βαθμό, διότι τελικά αποδόθηκε δικαιοσύνη. Πόσες φορές δεν έφερε δάκρια χαράς η τελική δικαίωση από το δικαστήριο του κατηγορουμένου και η επιστροφή μου στο σπίτι ταυτίστηκε με χαρά. Όχι γιατί «κέρδισα τη δίκη», αλλά γιατί απονεμήθηκε δικαιοσύνη. Γιατί ένιωσα την ικανοποίηση ότι το δίκαιο υπάρχει. 

Σε αυτό το δίκαιο ελπίζουμε όλοι. Στο θεσμό της δικαιοσύνης στηριζόμαστε ότι και αν γίνει. Αυτός ο ιερός θεσμός της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Γιατί πιστεύουμε εμείς οι δικηγόροι στη δημοκρατία και την απονομή δικαιοσύνης εξίσου και παντού. Με ίσα κριτήρια. Αυτό πρεσβεύουμε και εμείς οι δικηγόροι, οι υπερασπιστές των «κακών» και των «καλών», των «δυνατών» και των «αδυνάτων». Οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 


Ο Γιώργος Ι. Γεωργόπουλος είναι Δικηγόρος – Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων   

Διαβάστε περισσότερα:

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας