Η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η εγκληματική της δράση και η επιστροφή στο τραυματικό παρελθόν της Το θεμα της ημέρας

Η Φόνισσα, το αριστουργηματικό έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αποτελεί ένα μυθιστόρημα με σύνθετες διαστάσεις και προεκτάσεις -κοινωνικές, εγκληματολογικές, ψυχολογικές, νομικές-ποινικές. Θέτει καίρια ερωτήματα, με διαχρονική και πανανθρώπινη ισχύ, εγείρει έντονο προβληματισμό στο αναγνωστικό κοινό για πολλαπλής φύσεως ζητήματα και κοινωνικά προβλήματα, αρκετά εκ των οποίων μας απασχολούν μέχρι σήμερα και βέβαια δίνει το έναυσμα στην επιστημονική κοινότητα για έναν ουσιαστικό και γόνιμο διάλογο για θέματα καίριας σημασίας, όπως για τη θέση και τον ρόλο της γυναίκας, για κοινωνικές αδικίες σε βάρος ευάλωτων ομάδων πληθυσμού, για στερεοτυπικές αντιλήψεις, που διαιωνίζονται και αναπαράγονται ακόμα και σήμερα, σε βάρος του γυναικείου φύλου. 

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους νεοέλληνες λογοτέχνες. Η Φόνισσα γράφτηκε το 1902, δηλαδή εννέα χρόνια πριν από τον θάνατο του δημιουργού της και δημοσιεύθηκε το 1903 σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολη. Με το συγκεκριμένο έργο θεωρήθηκε ότι ο Παπαδιαμάντης υπερέβη το πορτρέτο του ηθογράφου διηγηματογράφου και έφερε στην επιφάνεια και άλλα σημαντικά χαρακτηριστικά της συγγραφικής του δεινότητας, επιτυγχάνοντας να αναδειχθεί σε έναν από τους πιο αξιόλογους ψυχογράφους και σε έναν γλαφυρό καταγραφέα της κοινωνικής πραγματικότητας. Κατά συνέπεια το έργο μπορεί αβίαστα να ενταχθεί στο είδος του «κοινωνικού μυθιστορήματος» – αυτός άλλωστε είναι και ο χαρακτηρισμός που του αποδίδει ο ίδιος ο δημιουργός, όπως για παράδειγμα στην αντίστοιχη ξενόγλωσση πνευματική δημιουργία κατατάσσονται τα μυθιστορήματα του Ε. Ζολά.[1]

Ο αγώνας της γυναίκας για τη διασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσής της σε μια «κοινωνία φτιαγμένη για άντρες» αποτυπώνεται στους έντονους προβληματισμούς της Φόνισσας. [2] Η Φόνισσα είναι μια βασανισμένη εξηντάχρονη γυναίκα. Η ιστορία ξεκινά με την τυραννισμένη αυτή γυναίκα να ξαγρυπνά στο πλευρό της νεογέννητης εγγονής και της λεχώνας κόρης της. Στη διάρκεια της αγρυπνίας της θυμάται όλα τα «πάθια» της, αισθάνεται το βάρος της αποκατάστασης των θηλυκών τέκνων και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι προτιμότερο να μη ζούνε, από το να ζούνε μια ζωή γεμάτη βάσανα. Μέσα στον παραλογισμό της πνίγει τη συνονόματη εγγονή της και τις επόμενες ημέρες συνεχίζει την εγκληματική της δράση φονεύοντας κοριτσάκια που ουδεμία συγγενική σχέση είχαν μαζί της. Είναι τα τέκνα (όλα κορίτσια, ασφαλώς) φτωχών οικογενειών του νησιού στα οποία η Φόνισσα εφαρμόζει την ίδια μέθοδο με την οποία σκότωσε την εγγονή της, δηλαδή τον πνιγμό. Καταδιωκόμενη από τους χωροφύλακες, αλλά και από τα ουρλιαχτά των πνιγμένων κοριτσιών τα οποία βλέπει διαρκώς στα όνειρά της, τρέχει σε απόμακρα μέρη να σωθεί – να λυτρωθεί.[3] Το τέλος της, που δεν θα αποκαλύψουμε εδώ, λαμβάνει επίσης συμβολικές διαστάσεις. 

Είναι βέβαιο ότι η συναισθηματική βία που είχε υποστεί η Φόνισσα από τη μητέρα της, με τη στέρηση της αγάπης αλλά και με τη στέρηση της προίκας, που ήταν ό,τι πιο πολύτιμο μπορούσε να λάβει εκείνη την εποχή, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ιδιάζουσας ψυχοσύνθεσής της, φέρνοντας στο φως ένα διαχρονικό και πολύ σοβαρό ζήτημα, ότι σε πολλές υποθέσεις γυναικείας εγκληματικότητας βλέπουμε να «κρύβεται» η πρότερη θυματοποίηση της γυναίκας δράστιδος σε πολλαπλά μάλιστα επίπεδα. Στο παρόν άρθρο θα εξετασθεί ο ρόλος των βιωμάτων της Φόνισσας τα οποία άσκησαν ισχυρές επιδράσεις στην ψυχοσύνθεσή της και την οδήγησαν, σε συνδυασμό ασφαλώς με άλλους καίριους παράγοντες (που αποτελούν αντικείμενο επισταμένης διερεύνησης της γράφουσας αυτή την περίοδο, αλλά δεν θα αναλυθούν στο παρόν άρθρο), στη διάπραξη των φόνων. Θα εξετάσουμε, επίσης,  τη σχέση της Φόνισσας με τον χρόνο και τη συνεχή «φυγή» της στο παρελθόν.

Είναι αναγκαίο να τονισθεί εξαρχής ότι μολονότι καμία ταλαιπωρία ψυχής δεν δικαιολογεί ή δεν αιτιολογεί το έγκλημα, τόσο στο πλαίσιο της μυθιστορίας όσο και της πραγματικής κοινωνίας, σε κάθε περίπτωση διάπραξης εγκλημάτων θεωρούνται σημαντικές οι πληροφορίες που αφορούν στο παρελθόν των ατόμων που συγκρούστηκαν με τον ποινικό νόμο, ώστε να σκιαγραφηθεί το προφίλ τους με μεγαλύτερη ακρίβεια και να εξαχθούν ορισμένα συμπεράσματα τα οποία μπορεί να είναι πολύτιμα για την έρευνα. Εξίσου και από καθαρά ψυχολογική πλευρά το παρελθόν και ιδιαίτερα τα πρώτα βιώματα κατέχουν μια κυρίαρχη θέση στη ζωή κάθε ατόμου. 

Επομένως και στην περίπτωση της Φόνισσας μια σειρά καταλυτικών γεγονότων που ξεκίνησαν από την παιδική της ηλικία και έφθασαν μέχρι τα γεράματά της άσκησαν ισχυρή επίδραση στην ψυχή της. Υπό αυτή την έννοια μπορούμε να ερμηνεύσουμε το γεγονός ότι όσο εκείνη αναλογίζεται την πορεία ζωή της, τόσο οδηγείται στην άρνηση της ζωής της και μάλιστα όχι μόνο της δικής της ζωής αλλά και της ζωής ολόκληρου του γυναικείου φύλου και κυρίως των φτωχών θηλυκών που θέλει να «αφανίσει». Το πιο επώδυνο βίωμα, των παιδικών της χρόνων, ήταν ότι δεν γνώρισε ποτέ την αγάπη, την τρυφερότητα και το χάδι της μάνας. Πρόκειται για ένα βίωμα που μπορεί να «σημαδεύσει» και να στιγματίσει κάθε ανήλικο άτομο Η Φόνισσα ούτε ως παιδί, ούτε ως έφηβη, ούτε ως γυναίκα, ένιωσε την αγάπη στο βάθος και την ουσία της. Αντίθετα υποχρεώθηκε από πολύ μικρή να υπηρετεί τους άλλους «παιδίσκη υπηρέτει τους γονείς της, παντρεμένη έγινε σκλάβα του συζύγου της, μάνα έγινε δούλα των τέκνων της, γιαγιά έγινε πάλι δουλεύτρα των εγγονών της». Επομένως, καθίσταται εμφανές ότι αναγκάστηκε να είναι μια γυναίκα «υποτακτική», να σκύβει το κεφάλι και να υπηρετεί. Χωρίς τη θέλησή της τής επιβλήθηκε ένας σκληρός τρόπος ζωής από τον οποίο δεν υπήρχε δυνατότητα διαφυγής. Μόνο ο θάνατος μπορούσε να την γλυτώσει από τον Γολγοθά της.[4] Η ίδια όμως μέσα της επαναστατεί απέναντι στα σκληρά οικογενειακά βιώματα αλλά και απέναντι στις κοινωνικές αδικίες. Ακολουθεί όμως έναν επικίνδυνο, εγκληματικό δρόμο που τελικά την οδηγεί στην καταστροφή. 

Είναι σαφές ότι το παρελθόν της Φόνισσας διαδραματίζει στο μυθιστόρημα έναν πολύ σημαντικό ρόλο, ο οποίος αναδεικνύεται με τρόπο ολοκληρωμένο από τον Παπαδιαμάντη. Η Φόνισσα συνιστά έναν από τους παπαδιαμαντικούς χαρακτήρες που επιστρέφουν με εμμονή στα ίδια μέρη σε μια προσπάθεια να ανακτήσουν το παρελθόν, καταργώντας τα στενά όρια του χρόνου. Πολλά είναι τα παραδείγματα που φωτίζουν αυτή την τάση επιστροφής στο παρελθόν. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι μετά τη διάπραξη των εγκληματικών της πράξεων η Φόνισσα αναζητά καταφύγιο στο Κάστρο, δηλαδή στο χωριό όπου πέρασε τα δέκα πρώτα χρόνια της ζωής της. Το συγκεκριμένο μέρος αντιπροσωπεύει για εκείνη την αίσθηση της ελευθερίας έξω από τα δεσμευτικά όρια της οργανωμένης κοινωνίας στην οποία υποχρεούται να ζήσει, με την κυριαρχία των κοινωνικών στερεοτύπων που λειτουργούν επιβαρυντικά για το γυναικείο φύλο και πρωτίστως για τα θηλυκά των φτωχών οικογενειών. 

Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι μολονότι το παρελθόν την έχει βαθύτατα πληγώσει, επιστρέφει σε αυτό σε μια προσπάθεια να διαγράψει τα τραυματικά της βιώματα. Και αυτό συμβαίνει, γιατί η «συμφιλίωση» με το παρελθόν είναι ενδεχομένως ο μόνος τρόπος για να απαλλαγεί από τον αβάσταχτο πόνο που της προκαλεί η ανάμνησή του. Πρόκειται για ένα γεγονός που πρέπει να μας προβληματίσει, για πολλούς λόγους, Πρώτον, γιατί μέσω αυτού αποδεικνύεται ο κυρίαρχος ρόλος που διαδραματίζει το παρελθόν στην  ψυχοσύνθεση όλων των ανθρώπων. Δεύτερον, γιατί δείχνει την ισχυρή επίδραση που μπορεί να ασκήσει το παρελθόν σε ανθρώπους με διαταραγμένη ψυχική ισορροπία, όπως ήταν και η Φόνισσα που έφτασε στο ακραίο σημείο της διάπραξης των φρικτών εγκλημάτων της. Τρίτον, δικαιολογεί γιατί το παρελθόν ανθρώπων που έχουν προβεί στην τέλεση εγκλημάτων μεγάλης ποινικής και κοινωνικής απαξίας καθίσταται αντικείμενο επισταμένης μελέτης από ένα ευρύ φάσμα επιστημών και ειδικοτήτων (εγκληματολογία, κοινωνιολογία, ψυχιατρική, ψυχολογία κλπ.). 

Η διαταραγμένη σχέση που έχει η Φόνισσα με το παρελθόν της επιδρά με τρόπο καταλυτικό στην ήδη πληγωμένη -από τις κοινωνικές και οικογενειακές συνθήκες- ψυχή της και της προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη αναστάτωση, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της ψυχο-εγκληματικής προσωπικότητάς της. Έτσι εξηγείται γιατί το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης αφιερώνεται στην εξιστόρηση του παρελθόντος το οποίο μάλιστα παρουσιάζεται ως ανάμνηση της Φόνισσας και της κόρης της. Αναμφίβολα, το «παιχνίδι» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με τον χρόνο είναι αριστοτεχνικό. Η Φόνισσα, προκειμένου να αποκαταστήσει τη χαμένη της -ή για να είμαστε ακόμα πιο ακριβείς- την πληγωμένη σχέση της με το παρελθόν, προσπαθεί να αντιστρέψει ή και να καταργήσει τον χρόνο. Κυρίαρχη επιδίωξή της είναι να αποτρέψει την παρακμή, ενώ σφοδρή επιθυμία της είναι να καλύψει με ένα «δίχτυ προστασίας» το παρελθόν που την τραυμάτισε, δημιουργώντας στην ψυχή της ανοιχτές πληγές οι οποίες δεν σταματούν να αιμορραγούν. 

Όπως διαπιστώνεται, η Φόνισσα δεν έπαψε να υφίσταται ταλαιπωρίες σε όλες τις κομβικές περιόδους της ζωής της. Βίωσε σε πολύ μικρή ηλικία την απόρριψη της μητέρας της, αλλά και αργότερα ως σύζυγος, ως μάνα και ως γιαγιά, δεν μπόρεσε να βρει την ψυχική ηρεμία και γαλήνη, αφού πάντοτε ήταν αναγκασμένη να έρχεται αντιμέτωπη με μια πολύ σκληρή πραγματικότητα και με δυσχερείς καταστάσεις, που σχετίζονταν τόσο με το ευρύτερο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον όσο και με το στενό οικογενειακό της περιβάλλον. Συνεπώς, τα σκληρά οικογενειακά βιώματα εντάθηκαν από τις σκληρές κοινωνικές συνθήκες για τις γυναίκες και πρωτίστως για τις γυναίκες των οικονομικά ασθενών οικογενειών.  

Απαραίτητο στοιχείο της κατανόησης τόσο των αποτρόπαιων πράξεων της Φόνισσας όσο και του κοινωνικού της περιβάλλοντος αποτελούν οι αναμνήσεις της, οι οποίες αρχίσουν να ξετυλίγονται σταδιακά την ώρα της αγρυπνίας της πάνω από την κούνια του βρέφους, της συνονόματης εγγονής της Χαδούλας. Οι αναμνήσεις την φορτίζουν συναισθηματικά και ασκούν τη δική τους βαθιά επίδραση στο μυαλό και κυρίως στην ψυχή της. Η έντονη φόρτιση πηγάζει από το γεγονός ότι πρωταρχική θέση στις αναμνήσεις της καταλαμβάνει η μητέρα της Δελχαρώ, που είχε και εξακολουθεί να έχει -ακόμα και μετά τον θάνατό της- κυρίαρχο ρόλο στη ζωή της κόρης της, καθώς έχει αφήσει ανεξίτηλη τη «σφραγίδα» της σκληρής προσωπικότητάς της. Η Δελχαρώ είναι ο πρώτος άνθρωπος που διδάσκει στη μικρή Χαδούλα τη θέση της ως θηλυκό στην κοινωνία και επίσης εμφανίζεται ως «καθοδηγήτρια» της Φόνισσας, δεδομένου ότι αποτελεί την απαρχή της ισχυρής μητρικής γραμμής που φτάνει μέχρι την εγγονή της.

Η περιγραφή της μάνας της Φόνισσας από τον Παπαδιαμάντη είναι γλαφυρή και το προφίλ της σκιαγραφείται από τον συγγραφέα με ακρίβεια. Ειδικότερα, ο συγγραφέας την περιγράφει ως «μία από τάς στρίγλας» της εποχής, ενώ την παρουσιάζει να εμφορείται από τις κρατούσες φυλετικές αντιλήψεις και να διαθέτει ανδρική ιδιοσυγκρασία και ισχυρό αίσθημα ιδιοκτησίας, που σαφώς αποτελεί ένα σημείο-κλειδί για τις μετέπειτα εξελίξεις. Τέλος, κύριο χαρακτηριστικό της που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις, αλλά πρωτίστως την ψυχοσύνθεση της Φόνισσας, είναι ότι αντιτίθεται στις συνήθειες της εποχής και της κλειστής κοινωνίας στην οποία ζούσε, σύμφωνα με τις οποίες έπρεπε να προικίσει το θηλυκό της οικογένειας. Κατά αυτό τον τρόπο όμως, το κορίτσι, δηλαδή η Φόνισσα αποτελούσε ένα «βαρύ φορτίο» για τη μάνα της, γιατί έθετε σε κίνδυνο τα περιουσιακά της στοιχεία, με αποτέλεσμα η μάνα να αναπτύξει έντονη απέχθεια προς την κόρη και να υιοθετήσει σκληρή συμπεριφορά απέναντί της. Αυτή ακριβώς η ανάλγητη στάση της μάνας προς την κόρη και η στέρηση του προικιού, που θα διασφάλιζαν στη Φόνισσα μια πιο αξιοπρεπή διαβίωση και τη δυνατότητα μιας πιο αποτελεσματικής διαχείρισης των δυσμενών συνθηκών ζωής,  τραυματίζουν  βαθιά τόσο τα παιδικά όσο και τα νεανικά χρόνια της Φόνισσας, με τις πληγές της ψυχής της να είναι δυστυχώς δυσεπούλωτες. Αρχικά, τα τραύματά της βρίσκονται σε λανθάνουσα μορφή. Πολύ αργότερα, κατά τη διάρκεια της άγριας καταδίωξής της από τους τακτικούς, όταν η Φόνισσα βρίσκεται πια σε προχωρημένη ηλικία, έρχονται στην επιφάνεια μέσω των αναμνήσεών της και πιο συγκεκριμένα με τις συνεχείς παλινδρομήσεις και επιστροφές στην παιδική και νεανική περίοδο της ζωής της.[5] Με αυτό τον τρόπο η στενή και διαρκής σχέση μεταξύ των τραυματικών βιωμάτων του παρελθόντος και της εγκληματικής της δραστηριότητας υπογραμμίζεται από τον συγγραφέα με εμφατικό θα λέγαμε τρόπο. 

Ένα ακόμα στοιχείο, πολύ σημαντικό, που συνθέτει την ψυχο-εγκληματική προσωπικότητα της Φόνισσας είναι η «αντίστροφη πορεία» που διαγράφει μέσα στον χρόνο αμέσως μετά το πρώτο της έγκλημα – τον φόνο της συνονόματης εγγονής της. Η Φόνισσα «επιστρέφει» πίσω στον χρόνο και τείνει να ταυτιστεί με το βρέφος. Σκοτώνοντας το βρέφος, που φέρει το όνομά της και το αίμα της, είναι σαν να σκοτώνει τον ίδιο της τον εαυτό και πιο συγκεκριμένα τα τραυματικά παιδικά και νεανικά της χρόνια. Αυτό είναι και ένα καίριο χαρακτηριστικό που βλέπουμε στις μητέρες που προβαίνουν στο έγκλημα της παιδοκτονίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις δηλαδή η μητέρα αντί να στρέψει την καταστροφική της μανία στον εαυτό της ή στο πρόσωπο που της προκαλεί τον πραγματικό της πόνο, κατευθύνει την εγκληματική της παρόρμηση προς τη ναρκισσιστική προέκτασή της που είναι το παιδί της. Υπό αυτή την έννοια η δολοφονία του παιδιού αντιστοιχεί φαντασιακά, μέσα από τη λειτουργία του καθρέπτη, με τη λειτουργία της αυτοκτονίας. Σκοτώνοντας το κακό κομμάτι του εαυτό της, όπως αυτό προβάλλεται στο παιδί, η μητέρα ανακουφίζεται περιστασιακά από τις αρνητικές πλευρές της προσωπικότητάς της, την ύπαρξη των οποίων αρνείται να δεχτεί.

Αφού η Φόνισσα διαπράττει το ειδεχθές έγκλημα, είναι σαν να επιστρέφει στην αρχή της ζωής και να γίνεται εκείνη βρέφος. Συγκεκριμένα, λίγο πριν αποκαλυφθεί πως η μικρή Χαδούλα είναι νεκρή, η Φόνισσα απαντά αμήχανα και σχεδόν παιδιάστικά στις ερωτήσεις της κόρης της, Δελχαρώς. Κατ’ αναλογία με την παιδαριώδη συμπεριφορά της Φόνισσας, η μάνα της -πολλά χρόνια πριν- είχε χρησιμοποιήσει το παιδαριώδες μέσο να κρυφτεί στην κουφάλα ενός πεύκου για να γλυτώσει από τους διώκτες της. 

Η τελική συνέπεια της επιστροφής στον χρόνο, που διαγράφει η Φόνισσα, είναι η άφιξη στην αρχή και στην κατάσταση πριν από αυτήν, στη μήτρα και στην ανυπαρξία.[6] Αυτή η επιστροφή ενέχει έναν σπουδαίο συμβολισμό, που με τη σειρά του λαμβάνει σύνθετες διαστάσεις και προεκτάσεις. Είναι η επιστροφή στην αρχή της ζωής της – μιας ζωής που την καθόρισε με αρνητικό πρόσημο και την οποία θα ήθελε να έχει ζήσει διαφορετικά, με μεγαλύτερη αξιοπρέπεια όχι μόνο για την ίδια αλλά συνολικά για το γυναικείο φύλο και πρωτίστως για τις φτωχές γυναίκες της κλειστής τοπικής κοινωνίας που ήταν υποχρεωμένες να υποστούν τις μεγαλύτερες ταλαιπωρίες. 

Συνοψίζοντας, είναι αναμφίβολο ότι το παρελθόν δύναται να ασκήσει ισχυρές επιδράσεις στη ζωή των ατόμων. Η διαδρομή που διαγράφει η Φόνισσα μέχρι να φτάσει στο σημείο να διαπράξει τα αποτρόπαια εγκλήματά της, η οποία αποκαλύπτεται σταδιακά μέσα από τα όνειρα και τις αναμνήσεις της, θυμίζει σε αρκετά σημεία την πορεία ψυχο-εγκληματικών μορφών της σημερινής εποχής και κοινωνίας, καθιστώντας επιτακτική για τους ανθρώπους την ανάγκη να επουλώσουν τις πληγές του παρελθόντος, για να προχωρήσουν με μεγαλύτερη δύναμη στο παρόν και το μέλλον.  Εξίσου όμως επιτακτική είναι η ανάγκη να βελτιωθούν εκείνες οι κοινωνικές συνθήκες που καθιστούν τη ζωή ατόμων και ομάδων πληθυσμού πολύ δύσκολη έως και ανυπόφορη. Τα μηνύματα που η Φόνισσα μας περνά είναι αναμφίβολα πολύ δυνατά. 

Εύχομαι μια δημιουργική χρονιά στο propago.gr – Η λυδία λίθος της ενημέρωσης

Καλή χρονιά σε όλο το αναγνωστικό κοινό, με υγεία, αγάπη, δύναμη και δημιουργικότητα! Χρόνια πολλά στον αγαπημένο φίλο και εξαίρετο συνεργάτη Σπύρο Χαριτάτο, με υγεία, επίτευξη σημαντικών στόχων ζωής και πάντα με καίριες δημοσιογραφικές έρευνες για κοινωνικά και εγκληματολογικά ζητήματα που μας απασχολούν και μας προβληματίζουν.


[1] Αντωνοπούλου, Χ. (2000). «Μια ψυχοκοινωνιολογική προσέγγιση της Φόνισσας (Α. Παπαδιαμάντης)» στο Η Κοινωνική Διάσταση του Έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Αθήνα: Οδυσσέας, σ. 28. 

[2] Καρδαρά Α. (2023). Έγκλημα και Γυναίκα: Επιστημονικός Λόγος και Μιντιακές Απεικονίσεις για την Εγκληματικότητα και τη Θυματοποίηση Γυναικών. Αθήνα: Παπαζήσης, σ. 25. 

[3] Ορφανίδου, Ι. (2000). “Η Φόνισσα ως κοινωνικό μυθιστόρημα. Μια παράλληλη ανάγνωση με τα Ροδιν’ ακρογιάλια” στο Η Κοινωνική Διάσταση του Έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ό.π. σσ. 256-257.

[4] Παπαγιώργης, Κ. (2002). Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ. 3η έκδ. Αθήνα: Καστανιώτης, σ.173. 

[5] Γκασούκα. Μ. (1998). Η Κοινωνική Θέση των Γυναικών στο Έργο του Παπαδιαμάντη. Αθήνα: Φιλιππότης, σ. 159. 

[6] Κοκόλης, Ξ. Α. (1993). Για τη ‘Φόνισσα’ του Παπαδιαμάντη δύο μελετήματα. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, σσ. 58-60. 

Το θεμα της ημέρας
Διαβάστε περισσότερα:

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας