Η φιλοσοφική θέση-διερώτηση είναι γνωστή: «γνώμη μπορούν να έχουν όλοι ανεξαιρέτως, γνώση για να έχουν γνώμη, έχουν;». Η επίκληση τετριμμένων και αμφιλεγόμενων κοινοτοπιών ενίοτε ενδείκνυται, ιδίως σε περιπτώσεις ακροθιγούς πραγμάτευσης ενός ζητήματος. Περί της άγνοιας ως προς το θεσμό της διαμεσολάβησης ο λόγος. Οι παρούσες γραμμές, με ορατό τον κίνδυνο να κομίζουν γλαύκας εις Αθήνας, στοχεύουν στην παροχή μιας ελάχιστης συνδρομής στην διυποκειμενική θεώρηση και προβολή της διαμεσολάβησης, όπως ισχύει στην ελληνική έννομη τάξη βάσει του Νόμου 4640/2019 προς εναρμόνιση με την Οδηγία 2008/52 ΕΚ του ενωσιακού νομοθέτη. Κατ’ αρχάς, η άγνοια δε νοείται αποκλειστικά ως ολοκληρωτική έλλειψη πληροφόρησης ενός πολίτη που κατορθώνει «να μην έχει παρτίδες με την ελληνική δικαιοσύνη», αν και διαβιοί στην Ελλάδα, αλλά νοείται εξίσου ως νομιζόμενη ή ελλιπής γνώση εκείνων, οι οποίοι βαρύνονται με το «καθήκον» επαρκούς και διαρκώς εμπλουτιζόμενης γνώσης για τη διαμεσολάβηση, δηλαδή των νομικών επιστημόνων.
Η απόπειρα να πραγματευτεί κάποιος τον εν λόγω θεσμό φέρει εξ ορισμού δύο αντικειμενικές δυσκολίες. Πρώτον, γίνεται αναφορά σε πράγματα διαφορετικά από τα συνηθισμένα ή από αυτά, τα οποία, λίγο ή πολύ, οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν ή νομίζουν ότι γνωρίζουν για την επίλυση μιας διαφοράς. Δεύτερον, κάθε παρεχόμενη πληροφορία για τη διαμεσολάβηση αντιμετωπίζει την αυτόματη-ανακλαστική επίκριση, η οποία εκπορεύεται απ’ τα εγγενή κενά γνώσης ενός ανθρώπου, τα οποία, κατά τις σχετικές επιστήμες κι έρευνες, ο ίδιος τείνει να τα καλύπτει με όσα ήδη γνωρίζει, ακόμα κι αν πρόκειται για αβάσιμες ή εντελώς λανθασμένες υπάρχουσες πεποιθήσεις ή πληροφορίες κ.ο.κ. Μολονότι σκοπός του παρόντος άρθρου δεν είναι η παρουσίαση της διαμεσολάβησης και της πολυποίκιλης διάστασής της, δέον όπως αναφερθούν βασικά εννοιολογικά στοιχεία του θεσμού για τις ανάγκες πλαισίωσης των υποκειμενικών θέσεων ή εκτιμήσεων που διατυπώνονται στο παρόν άρθρο, ρητά εκφραζόμενης όμως της ανάγκης αναζήτησης άλλων πηγών για την πλήρη και υπεύθυνη ενημέρωση του ενδιαφερόμενου αναγνώστη σχετικά με τη διαμεσολάβηση. Για κάθε ένα από τα παρακάτω δεδομένα υφίστανται αναλυτικές πληροφορίες για τη σημασία τους, για τη θεωρητική και πρακτική εφαρμογή τους, για τους αστερίσκους και τις εξαιρέσεις που εμπεριέχουν, που με ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια δεν μπορούν να εκτεθούν σ’ αυτές τις γραμμές.
Με απλά λόγια, η διαμεσολάβηση ανήκει στην οικογένεια των μεθόδων εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Είναι ένας – ενταγμένος στη Δικαιοσύνη – εξωδικαστικός και ιδιωτικός τρόπος να επιλυθεί μια σύγκρουση που αφορά στην έννομη τάξη. Δύο ή περισσότερα μέρη προσπαθούν με τη θέλησή τους (εκούσιος και εθελοντικός χαρακτήρας της διαμεσολάβησης) να συμφωνήσουν με ποιον ή ποιους τρόπους θα επιλύσουν τη διαφορά ή τις διαφορές τους, μέσω μιας διαδικασίας διαρθρωμένης μεν, δηλαδή με συγκεκριμένα βήματα, αλλά πλήρως ευέλικτης και διαμορφώσιμης από τα ίδια τα μέρη σε συμφωνία με τον διαμεσολαβητή (ιδιωτική αυτονομία), εφαρμόζοντας ορθολογικές και καλόπιστες πρακτικές. Σ’ αυτήν τη διαδικασία, ο διαμεσολαβητής είναι ο ουδέτερος και αμερόληπτος τρίτος σε σχέση με τα μέρη και τη διαφορά, που βοηθάει τα μέρη να διαπραγματευτούν τα ίδια τον τρόπο επίλυσης της υπόθεσής τους. Το τι σημαίνει η «βοήθεια» του διαμεσολαβητή αποτελεί εκπαιδευτικό αντικείμενο εκτενούς, βαθιάς αλλά και αέναης γνώσης. Για να γίνει κάποιος διαμεσολαβητής υποχρεούται να πληροί ατομικά ορισμένες εκ του νόμου προϋποθέσεις, υποχρεούται να εκπαιδευτεί και να εξεταστεί από ειδικούς φορείς, υποχρεούται να εξεταστεί απ’ την αρμόδια θεσμοθετημένη επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης, όχι μόνο γραπτώς για τις θεωρητικές του γνώσεις, αλλά επιπροσθέτως και προφορικώς επί προσομοιώσεων, δηλαδή σε συνθήκες πρακτικής εφαρμογής της διαμεσολαβητικής διαδικασίας, εξεταζόμενου του βαθμού ανταπόκρισης στις τουλάχιστον στοιχειώδεις από τις απαιτούμενες δεξιότητες του διαμεσολαβητή.
Με διαμεσολάβηση δεν μπορούν να επιλυθούν όλες οι διαφορές όλων των μερών ανεξαιρέτως. Ο Νόμος προβλέπει συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων, τις οποίες τα εμπλεκόμενα μέρη μπορούν να επιχειρήσουν να επιλύσουν μέσω του θεσμού, ενώ προβλέπει και ορισμένες κατηγορίες διαφορών, για τις οποίες τα μέρη υποχρεούνται να πραγματοποιήσουν μία αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, πριν τη συζήτηση της υπόθεσής τους στο δικαστήριο, με σκοπό την ενημέρωσή τους για το πώς μπορεί να επιλυθεί μέσω της διαμεσολάβησης η συγκεκριμένη διαφορά και τι οφέλη συνεπάγεται αυτή η συνθήκη για τα μέρη, για τους δικηγόρους τους, για το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης. Προβλέπεται επίσης υποχρέωση του πληρεξούσιου δικηγόρου να ενημερώνει τον εκάστοτε εντολέα-πελάτη του για τη δυνατότητα να επιλυθεί η υπόθεσή του ή ένα μέρος αυτής μέσω της διαμεσολάβησης αλλά και για το αν συντρέχει περίπτωση της ανωτέρω αναφερόμενης υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας, ενημέρωση η οποία πρέπει να διενεργείται με τη συμπλήρωση και υπογραφή εντύπου, το οποίο εφ’ όσον ασκηθεί αγωγή πρέπει να κατατεθεί προσηκόντως στο δικαστήριο. Η μη τήρηση των ανωτέρω προβλέψεων συνεπάγεται επαχθείς δικονομικές κυρώσεις για τα μέρη. Τούτο, επειδή ο τελεολογικός σκοπός του νομοθέτη είναι η υποχρεωτική ενημέρωση των πολιτών για τα πλεονεκτήματα του θεσμού και να φθάνει στο δικαστήριο η υπόθεσή τους, αφού τα μέρη έχουν διερευνήσει τη δυνατότητα να λύσουν τη διαφορά τους μέσω του διαμεσολαβητή, ο οποίος δεν λαμβάνει καμία απόφαση γι’ αυτούς, αλλά βοηθάει να επικοινωνήσουν τα ίδια μεταξύ τους και ν’ αποφασίσουν τα ίδια τι θα κάνουν με την υπόθεσή τους. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι οι δικαστικές αποφάσεις συχνότατα καταλήγουν σε κρίσεις, οι οποίες δεν ωφελούν κανέναν διάδικο ούτε και τον φαινομενικά νικητή της δικαστικής διαμάχης, όχι μόνο κατά περιεχόμενο, επειδή δηλαδή μπορεί να διατάσσουν πράγματα που κανένα μέρος δεν επιθυμεί να εφαρμόσει, αλλά εξίσου ως προς τη μορφή τους, δεδομένου ότι συχνότατα εκδίδονται δικαστικές αποφάσεις κακογραμμένες, που μπορεί να προκαλούν ασάφειες και νέες έριδες κατά την εκτέλεσή τους γεννώντας νέες διαφωνίες και νέα δικαστήρια μεταξύ των μερών.
Θεμελιώδες χαρακτηριστικό της διαμεσολάβησης είναι η εμπιστευτικότητα, αρχή που κατοχυρώνεται και εξασφαλίζεται ποικιλοτρόπως, υπό την οποία τελεί κάθε διαδικαστικό βήμα του θεσμού από το πρωταρχικό έως και το έσχατο στάδιο και η οποία αποτελεί υποχρέωση όλων των εμπλεκόμενων προσώπων, όχι μόνο για όσο διαρκεί η διαμεσολάβηση αλλά και για το μέλλον, με περιορισμένες περιπτώσεις εξαίρεσης, ενώ υφίστανται έννομες επιπτώσεις σε περιπτώσεις παραβίασής της από οποιοδήποτε εμπλεκόμενο μέρος. Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης κάθε μέρος παρίσταται με το νομικό του παραστάτη-δικηγόρο υποχρεωτικά, εκτός από δύο κατηγορίες διαφορών (καταναλωτικές και μικροδιαφορές), στις οποίες τα μέρη επιτρέπεται να παρίστανται αυτοπροσώπως χωρίς τους δικηγόρους τους. Ο ρόλος του νομικού παραστάτη-δικηγόρου στη διαμεσολάβηση αποτελεί στην ουσία ειδικό εκπαιδευτικό αντικείμενο, καθώς τα καθήκοντά του διαφέρουν σε ουσιώδη βαθμό απ’ αυτά που ασκεί στη λοιπή εργασιακή του πραγματικότητα. Στο Νόμο προβλέπονται ειδικές διατάξεις για την αμοιβή του νομικού παραστάτη-δικηγόρου και του διαμεσολαβητή. Στη διαμεσολαβητική διαδικασία, υπό συγκεκριμένες οριζόμενες προϋποθέσεις, μπορεί να συμμετέχει και τρίτο σε σχέση με τα μέρη πρόσωπο, όπως ένας τεχνικός σύμβουλος, λογιστής, πρόσωπα αναφοράς για τα μέρη κ.ά. Η συμφωνία, στην οποία δύνανται να καταλήξουν τα μέρη κατά τη διαμεσολαβητική διαδικασία, οπότε δεσμεύονται να εκπληρώσουν και τις εκατέρωθεν αναληφθείσες υποχρεώσεις, και η οποία περιλαμβάνεται στο Πρακτικό Διαμεσολάβησης, προβλέπεται ότι μπορεί να φέρει εκτελεστότητα με την τήρηση της οριζόμενης διαδικασίας κατάθεσής της στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου. Πρόκειται για συμφωνία εν είδει εξώδικου συμβιβασμού, πράγμα που σημαίνει ότι τα μέρη δεν μπορούν να ρυθμίσουν τη συγκεκριμένη διαφορά τους με νέο και διαφορετικό τρόπο ως προς τις ειδικότερες αξιώσεις τους (ουσιαστικό δεδικασμένο), ενώ το Πρακτικό Διαμεσολάβησης δεν μπορεί να προσβληθεί με ένδικα μέσα (π.χ. έφεση).
Δέον όπως διευκρινισθεί ότι τα μέρη που προσέρχονται εκουσίως στη διαμεσολάβηση δεν υποχρεούνται να επιλύσουν τη διαφορά τους, αλλά μπορούν ελεύθερα ν’ αποχωρήσουν από τη διαδικασία οποτεδήποτε το επιθυμούν χωρίς να χρειάζεται καμία αιτιολόγηση της απόφασής τους και να προσπαθήσουν να επιλύσουν τη διαφορά τους στο δικαστήριο ή με άλλους εξωδικαστικούς τρόπους – σε κάθε περίπτωση το όφελος συμμετοχής στη διαμεσολαβητική διαδικασία είναι ποικιλοτρόπως σημαντικό. Ο Νόμος προβλέπει επίσης ότι τα μέρη δεν χάνουν κανένα δικαίωμά τους και καμία αξίωσή τους κατά τη διάρκεια της διαμεσολαβητικής διαδικασίας, καθώς ρυθμίζεται η αναστολή των νομίμων προθεσμιών (δικονομικών αλλά και παραγραφής κ.ο.κ.) και η συνέχισή τους σε περίπτωση εν γένει μη ευδοκίμησης για οποιονδήποτε λόγο της διαμεσολαβητικής προσπάθειας. Οι δε νομικοί παραστάτες-δικηγόροι δεν μπαίνουν στη διαδικασία κατάστρωσης της αποδεικτικής βασιμότητας των ισχυρισμών τους συντάσσοντας δικόγραφα προτάσεων και περαιώνοντας όλο το λοιπό δικαστικό πλέγμα της συνήθους απασχόλησής τους, αλλά αμείβονται για να επιτελέσουν τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο τους στη διαμεσολάβηση, λειτουργώντας ως θεματοφύλακες της ασφάλειας δικαίου και βοηθώντας τους εντολείς τους να επιλύσουν μια συγκρουσιακή διαφορά, που επηρεάζει τη ζωή τους, άμεσα και ταχύτερα, με λιγότερα έξοδα των πολιτών συγκριτικά με τα απαιτούμενα ενδοδικαστικώς (χαμηλότερο κόστος της διαμεσολάβησης) και κυρίως από κοινού με το άλλο μέρος, συμβάλλοντας ενδεχομένως και στη διατήρηση ή αποκατάσταση της σχέσης των εμπλεκόμενων μερών. Η διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορεί να έχει διάρκεια μόλις λίγες ώρες, μπορεί να ολοκληρωθεί ακόμη και εντός μίας ημέρας, πράγμα που σημαίνει ότι ένας πολίτης μπορεί να επιλύσει – κυριολεκτικά – άμεσα μία διαφορά και να απαλλαγεί από το βάρος των μεσο-μακροχρόνιων συνεπειών ενός δυσβάσταχτου προβλήματος – αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιπτώσεις μεγάλης χρονικής έκτασης της διαμεσολαβητικής διαδικασίας σε υποθέσεις σύνθετου, ποιοτικά ή ποσοτικά, αντικειμένου ή σε υποθέσεις με πάρα πολλά εμπλεκόμενα πρόσωπα.
Πρέπει να καταστεί σαφές ότι στη διαμεσολάβηση σκοπός είναι η εξεύρεση μιας αμοιβαία αποδεκτής λύσης σ’ ένα κοινό πρόβλημα των μερών, στα οποία δεν επιβάλλεται η λύση από άλλον, όπως συμβαίνει στο δικαστήριο μέσω της κρίσης των δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι εφαρμόζουν αυτά που υπαγορεύει ο νομοθέτης σχετικά με την υπόθεση. Αντιθέτως, τα ίδια τα μέρη διαπραγματεύονται βάσει των προσωπικών τους (πραγματικών) αναγκών και (πραγματικών) συμφερόντων (παρόντων φυσικά των νομικών τους παραστατών-δικηγόρων), δηλαδή δεν υπερισχύει η εκάστοτε νομοθεσία ούτε αναζητούνται οι ένοχοι της σύγκρουσης για να τους αποδοθεί κάποια κατηγορία ή για να σχολιαστεί η συμπεριφορά τους, αλλά τα μέρη συνεργάζονται για να προσπαθήσουν να συμφωνήσουν, ταχύτερα και οικονομικότερα συγκριτικά με τη δικαστική διένεξη, σε λύσεις που τους ταιριάζουν και τους εξυπηρετούν. Παρεμπιπτόντως, στη διαμεσολάβηση οι άνθρωποι έχουν την ευκαιρία οι ίδιοι να εκφραστούν για το πρόβλημά τους, για τα συναισθήματα και για την οπτική τους γωνία ενώπιον ενός αμερόληπτου τρίτου, του διαμεσολαβητή, ο οποίος ακροάζεται τις ανάγκες και τα συμφέροντά τους χωρίς να τους κρίνει και χωρίς να τους ανακρίνει. Στο δικαστήριο σπανιότατα οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να βιώσουν αυτή την ευεργετική και «καθαρτική» εμπειρία ως διάδικοι, καθώς η έκφρασή τους εξαντλείται στους ισχυρισμούς των δικογράφων και των αποδεικτικών σκοπιμοτήτων του πληρεξούσιου δικηγόρου τους – ισχυρισμών που κατευθύνονται μαεστρικά στην ευόδωση των εννόμων συμφερόντων των εντολέων τους.
Εξ άλλου, η διαμεσολαβητική διαδικασία είναι εκ του νόμου εκούσια, εθελοντική, ελεύθερα διαμορφώσιμη από τα ίδια τα μέρη ως προς τη δομή της, αν και τυπικά περιλαμβάνει ορισμένα στάδια, που συνήθως ακολουθούνται με την παρακάτω σειρά. Ειδικότερα, περιλαμβάνει το προπαρασκευαστικό στάδιο με τις αρχικές επικοινωνίες του διαμεσολαβητή με τα μέρη και με τους δικηγόρους τους για την κατάλληλη προετοιμασία της διαδικασίας που δυνητικά καταλήγει στον ορισμό ημερομηνίας, ώρας και τόπου διεξαγωγής. Έπειτα ακολουθούν τα καθ’ αυτά στάδια της διαμεσολάβησης, τουτ’ έστιν οι εναρκτήριες ομιλίες του διαμεσολαβητή και των μερών και των νομικών παραστατών τους (κοινή συνάντηση), οι ιδιωτικές συναντήσεις των μερών και του διαμεσολαβητή και η τελική συνεδρία για την ολοκλήρωση της διαδικασίας με επίτευξη ή μη συμφωνίας των μερών. Κάθε στάδιο έχει τη δική του σημασία και στόχευση επί της διαδικασίας και εξυπηρετεί με συγκεκριμένο τρόπο τη λειτουργική εξέλιξή της, χωρίς να υπάρχει υποχρέωση τήρησής τους, αφού τα μέρη με τον διαμεσολαβητή μπορούν να συμφωνήσουν διαφορετικά (π.χ. να πραγματοποιήσουν μόνο κοινές συνεδρίες ή μόνο ιδιωτικές ή οτιδήποτε άλλο επιθυμούν και εξυπηρετεί τις ανάγκες τους).
Σημειωτέον ότι η διαμεσολάβηση φέρει ομοιότητες με τη διαιτησία ή τη δικαστική μεσολάβηση, όπως προβλέπονται και ρυθμίζονται οι αντίστοιχες διαδικασίες στην ελληνική έννομη τάξη, αλλά φέρει και ουσιώδεις διαφορές. Διαμεσολάβηση, δίκη, διαιτησία, δικαστική μεσολάβηση κ.ά. συνιστούν διαθέσιμες επιλογές για να επιλυθούν οι έννομες διαφορές που ενσκήπτουν στη ζωή ενός πολίτη. Δεν προσφέρονται όλες οι επιλογές για όλους τους ανθρώπους και για όλες τις υποθέσεις. Υπάρχουν υποθέσεις κατάλληλες να επιλυθούν με διαμεσολάβηση, άλλες που ταιριάζει να επιλυθούν με διαιτησία, ορισμένες που μπορούν να επιλυθούν μ’ έναν απλό εξώδικο συμβιβασμό, υπάρχουν και αρκετές που μπορούν να επιλυθούν μόνο από τα δικαστήρια, υπάρχουν και αυτές που λύνονται με δικαστική μεσολάβηση. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται ο κρίσιμος και σύνθετος ρόλος κάθε νομικού επιστήμονα, ιδίως όμως του δικηγόρου, καθώς είναι περισσότερο από άλλοτε αναγκαίο να είμαστε σε θέση να συνδράμουμε και να συμβουλέψουμε τον εκάστοτε πολίτη, που μας προσεγγίζει για βοήθεια σε μια υπόθεσή του, ως προς την καταλληλότερη επιλογή για την επίλυση της δικής του συγκεκριμένης κάθε φορά διαφοράς ζυγίζοντας τα γεγονότα, τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, τα συμφέροντα και τις ανάγκες του εκάστοτε πολίτη-εντολέα.
Κατά προσωπική εκτίμηση, όλα τα παραπάνω αποτελούν το 0,5% των πληροφοριών που οφείλει να έχει υπ’ όψιν του οιοσδήποτε νομικός επιστήμονας και οιοσδήποτε πολίτης, προκειμένου να είναι ικανός για περίσκεψη του θεσμού της διαμεσολάβησης. Τούτο, επειδή όλες οι ανωτέρω πληροφορίες δημιουργούν στο μέσο συνετό άνθρωπο δεκάδες ερωτήσεις, οι οποίες και να απαντηθούν θα οδηγήσουν σε ποσοστό 1% γνώσης γύρω απ’ το θεσμό της διαμεσολάβησης. Ο ισχύων Νόμος για τη διαμεσολάβηση ψηφίστηκε το 2019. Μεσολάβησε η πανδημία. Αρκετοί πολίτες δηλώνουν πλήρη άγνοια για τη διαμεσολάβηση. Αρκετοί δικηγόροι «της αγοράς», αφ’ ότου το Ανώτατο Ακυρωτικό μας Δικαστήριο «ελευθέρωσε» την πορεία του θεσμού, εξαναγκάστηκαν να πληροφορηθούν αποκλειστικά αυτά που τους χρειάζονται για να συνεχίσουν να κάνουν τη γνωστή δουλειά τους, δηλαδή διάβασαν μεμονωμένα το άρθρο 3 (ενημερωτικό έντυπο) και το άρθρο 6 (ΥΑΣ) του ισχύοντος Νόμου για τη διαμεσολάβηση, προκειμένου να μην κινδυνεύουν οι αγωγές των εντολέων τους με τις επαπειλούμενες στο Νόμο δικονομικές κυρώσεις – πέραν τούτων ουδέν.
Αρκετοί εξ αυτών των δικηγόρων από επαγγελματικό αυτοματισμό και λαθεμένα, αβασίμως, αδίκως μέχρι και σήμερα θεωρούν ότι η διαμεσολάβηση αφαιρεί δικηγορική ύλη, ενώ η παράστασή τους είναι υποχρεωτική και προβλέπεται ειδικώς η αμοιβή τους (τόσο για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία όσο και για την πλήρη διαμεσολάβηση – άλλο πράγμα ότι αρκετοί δεν αιτούνται αμοιβή για την ΥΑΣ ή ότι δεν γνωρίζουν καθόλου την ύπαρξη γραμματίου προείσπραξης για την πλήρη διαμεσολάβηση), την οποία δυνητικά εισπράττουν χωρίς να περιμένουν σε ουρές για απάνθρωπη εξυπηρέτηση, χωρίς να χάνουν εργατοώρες αναμένοντας τη σειρά πινακίου, χωρίς να συντάσσουν δεκάδες σελίδες ισχυρισμών και δικογράφων, χωρίς να αναζητούν και να καταστρώνουν αποδεικτικά μέσα εξόντωσης αντιδίκων κλπ. Θεωρούν ότι ο διαμεσολαβητής μπορεί να τους εξασφαλίσει το επιθυμητό για τον πελάτη τους αποτέλεσμα, ενώ ο διαμεσολαβητής δεν εκδίδει καμία απόφαση και υποχρεούται να είναι ουδέτερος και να μεταχειρίζεται ισότιμα τα μέρη διευκολύνοντας τη μεταξύ τους επικοινωνία. Θεωρούν ότι η διαμεσολάβηση είναι περιττή επειδή τα μέρη συμβιβάζονται και χωρίς το διαμεσολαβητή αν θέλουν να συμβιβαστούν, ενώ αυτό δεν αμφισβητείται απ’ το θεσμό ή το Νόμο και μαρτυρεί άγνοια του ρόλου και της σημασίας της διαμεσολάβησης. Θεωρούν ότι τίθενται ζητήματα συνταγματικότητας ως προς ορισμένες διατάξεις του ισχύοντος Νόμου για τη διαμεσολάβηση, ενώ και η ενωσιακή Νομολογία και ο Άρειος Πάγος έχουν αποφανθεί περί των σχετικών αιτιάσεων, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι δεν επιδέχεται μεταρρύθμιση το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο για την άρση τυχόν βάσιμων ανάλογων αιτιάσεων. Θεωρούν ότι δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία που ν’ αποδεικνύουν τη χρησιμότητα ή την αποτελεσματικότητα της διαμεσολάβησης, ενώ η αρμόδια θεσμοθετημένη Επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης παρέχει τα σχετικά στοιχεία της πορείας του θεσμού κι ενώ παγκοσμίως η διαμεσολάβηση εδώ και δεκαετίες έχει δοκιμαστεί θεσμικά κι έχει καρποφορήσει. Θεωρούν ότι τα μέρη πρέπει να τα βρουν οπωσδήποτε αφ’ ης στιγμής υπαχθούν στη διαμεσολαβητική διαδικασία, ενώ ο Νόμος δίνει το δικαίωμα στα μέρη να εγκαταλείψουν τη διαμεσολάβηση οποτεδήποτε και αναιτιολόγητα, διεκδικώντας τα δικαιώματα ή τις αξιώσεις τους με οιονδήποτε άλλο τρόπο, ενδοδικαστικό ή εξωδικαστικό.
Θεωρούν ότι οι διαμεσολαβητές είναι όσοι απέτυχαν στη μαχόμενη δικηγορία, ενώ η παρακολούθηση της εκπαίδευσης των διαμεσολαβητών και της συνακόλουθης απόκτησης αντίληψης για το γνωσιακό τους υπόβαθρο, για τις καλλιεργούμενες δεξιότητές τους και για τα αποτελέσματα του ρόλου τους στις ζωές των ανθρώπων ενδέχεται να προξενήσει ακόμη κι αισθήματα μειονεξίας σ’ έναν μαχόμενο δικηγόρο σε αρκετές περιπτώσεις, ενώ επίσης η απόκτηση της ικανότητας να επιτελεί κάποιος παράλληλα στην επαγγελματική του ζωή τους ρόλους του διαμεσολαβητή και του μαχόμενου δικηγόρου συνιστά έργο υψηλό και μόνο ως προς το βεληνεκές της ευθύνης διαχωρισμού των δύο ρόλων, ενώ τέλος και να ίσχυε μια τέτοια τοποθέτηση δεν επηρεάζει με κανέναν τρόπο την εγγενή αξία του θεσμού ούτε το διαμεσολαβητή ως πρόσωπο, δεδομένου ότι δεν απαιτείται να είναι δικηγόρος ή νομικός επιστήμονας ο διαμεσολαβητής και τα μέρη παρίστανται με τον δικηγόρο τους στη διαδικασία, οπότε εξασφαλίζεται η παρουσία ενός «επιτυχημένου» μαχόμενου δικηγόρου, ο οποίος καλείται να αξιοποιήσει άλλες δεξιότητες αρκετά απομακρυσμένες απ’ αυτές του «μαχόμενου». Παρεμπιπτόντως, την τελευταία θεώρηση συνήθως διατυπώνουν ορισμένοι νομικοί επιστήμονες, οι οποίοι πορεύονται σ’ έναν διαρκώς εξελισσόμενο κόσμο και στη ραγδαία μεταβαλλόμενη επαγγελματική πραγματικότητα του 21ου αιώνα με μόνες αποσκευές τις σχεδόν «σβησμένες» ακαδημαϊκές γνώσεις προπτυχιακού επιπέδου προ πολλών ετών και τις εμπειρίες του εργασιακού τους μικρόκοσμου, που ασφαλώς είναι πολύτιμες και διδακτικές και γι’ αυτό μαθητεύουμε κοντά τους, αλλά δεν αρκούν αυτές οι αποσκευές για τη διατύπωση άδικων και αβάσιμων θεωρήσεων για τη διαμεσολάβηση και τους διαμεσολαβητές. Και ο κατάλογος με τις εσφαλμένες θεωρήσεις για τη διαμεσολάβηση δεν σταματά στα παραπάνω.
Όσοι νομικοί επιστήμονες ή πολίτες έχουν τις ανωτέρω θέσεις πιθανότατα δεν έχουν ενημερωθεί επαρκώς ή καταλλήλως. Πάρα ταύτα, κατά την επαγγελματική πρακτική ή ακόμα και κατά το δημόσιο λόγο τους αποδίδουν τέτοιου είδους αιτιάσεις στο θεσμό της διαμεσολάβησης και τον ισχύοντα περί ταύτης Νόμο στην ελληνική έννομη τάξη. Εξ άλλου, οι σημερινοί νομικοί επιστήμονες που έχουν αποφοιτήσει από τις ελληνικές νομικές σχολές δεν έχουν εκπαιδευθεί ακαδημαϊκά ούτε έχουν διδαχθεί περί της διαμεσολάβησης, καθώς δεν συμπεριλαμβανόταν ως μάθημα του προγράμματος σπουδών τους, ενώ για τους περισσότερους ήταν εκτός ακαδημαϊκής ύλης οιαδήποτε αναφορά σε εξωδικαστική επίλυση διαφορών. Γι’ αυτούς, ο θεσμός της διαμεσολάβησης αποτελεί terra incognita. Ιδίως οι σημερινοί δικηγόροι εκπαιδεύτηκαν, βάσει των ακαδημαϊκών προγραμμάτων σπουδών, μόνο για μία δουλειά, τη μαχόμενη δικηγορία και αποκλειστικά στην παραδοσιακή της μορφή. Για την κατανόηση, αντίληψη, ορθή εφαρμογή του θεσμού της διαμεσολάβησης οι σημερινοί μαχόμενοι δικηγόροι της αγοράς χρειάζονται επαρκή ενημέρωση κι εκπαίδευση, χωρίς να σημαίνει αυτό πως πρέπει να διαπιστευθούν μέσω των Εξετάσεων του Υπουργείου Δικαιοσύνης για να γίνουν διαμεσολαβητές οι ίδιοι. Υπάρχουν τρόποι εκπαίδευσης αποκλειστικά στο ρόλο του νομικού παραστάτη στη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Η σημερινή αγορά εργασίας ούτως ή άλλως απαιτεί τον διά βίου εμπλουτισμό των εργασιακών δεξιοτήτων, πολλώ δε μάλλον των δεξιοτήτων των δικηγόρων, των οποίων το επάγγελμα αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις, την ίδια στιγμή που η παροχή νομικών υπηρεσιών σε οιονδήποτε εντολέα ανανοηματοδοτείται.
Η αμφισβήτηση και η μη αποδοχή νέων θεσμών, ακόμη κι αν για τα υπόλοιπα – ευρωπαϊκά και μη – κράτη έχουν ήδη ωριμάσει ή και «παλιώσει», είναι ίδιον γνώρισμα της ελληνικής έννομης τάξης και φυσικά της ελληνικής κοινωνίας, στις οποίες οι θετικές αλλαγές εκκινούν με καθυστέρηση δεκαετιών συγκριτικά με τον υπόλοιπο κόσμο. Είναι γνωστό ότι η χώρα μας σε πολλά επίπεδα και σε αρκετούς τομείς εφαρμόζει το γνωστό σλόγκαν του γνωστού καθαριστικού προϊόντος «αυτήν ξέρουμε, αυτήν εμπιστευόμαστε». Εξίσου γνωστό είναι ότι αρκετοί πολίτες αυτής της χώρας αρέσκονται σε μακροχρόνιους εκδικητικούς δικαστικούς αγώνες αλληλοεξόντωσης, για λόγους που σχετίζονται με την παγιωμένη εγωμανή συλλογική και ατομική ιδιοσυγκρασία και όχι μόνο, ακόμη κι αν πρόκειται για χρονοβόρα και κοστοβόρα και ψυχοφθόρα έννομη διαφορά τους με τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Περαιτέρω, κι αν ήθελε υποτεθεί ότι ο ισχύων Νόμος περί διαμεσολάβησης είναι εν μέρει προβληματικός σε ορισμένες διατάξεις του, ότι η διαμεσολάβηση εφαρμόζεται στρεβλά ή περιορισμένα, ότι η σχετική ενημέρωση πολιτών και νομικών επιστημόνων δεν είναι ικανοποιητική, ότι κάποιος επαγγελματικός κλάδος αρνείται να προσαρμοστεί στη λειτουργικότητα του θεσμού, τότε τέτοιες συνθήκες θα συνιστούσαν επαρκείς λόγους για να επικρίνεται συλλήβδην η διαμεσολάβηση; Ποιος θεσμός και ποιος νόμος δεν επιδέχεται μεταρρύθμιση; Ακόμη και τέτοιες συνθήκες να υφίσταντο, θα αναδεικνυόταν ότι χρειάζεται περισσότερη πληροφόρηση, περισσότερη εκπαίδευση, περισσότερη προσπάθεια εναρμόνισης και προσαρμογής του θεσμού στις διαπιστωμένες ανάγκες και προκλήσεις. Οι αλλοδαπές έννομες τάξεις, που έχουν εντάξει από καιρό τη διαμεσολάβηση στους διαθέσιμους τρόπους επίλυσης διαφορών των πολιτών τους, είναι υποδεέστερες της ημεδαπής;
Ο κόσμος μεταβάλλεται και προοδεύει ραγδαία. Παρ’ όλο που συχνότατα παρατηρούνται διαδρομές «εμπρός-πίσω» στον ιστορικό χρόνο, όπως συμβαίνει στη χώρα μας σε ποικίλα ζητήματα της επικαιρότητας και όχι μόνο, όσο μεταπλάθονται οι αντιλήψεις, οι ανάγκες, οι νοοτροπίες και τα συμφέροντα των κοινωνιών και των ατόμων, θεσμοί – όπως η διαμεσολάβηση – θα κατακτούν όλο και περισσότερο χώρο στον ανθρώπινο βίο. Ίσως στη χώρα μας βρισκόμαστε στο ιστορικό στάδιο συνύπαρξης τέτοιων θεσμών με τις προαιώνιες και παγιωμένες κουλτούρες διαβίωσης, οπότε ο στόχος της αρμονικής σύμπραξης να παραμένει προς το παρόν στα άρθρα και στην Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου. Εντούτοις, φαίνεται λογικό πως η αυθύπαρκτη κι εγγενής αξία ενός θεσμού δεν συνεπάγεται με βεβαιότητα ότι θα τελεσφορήσει και στη χώρα μας ανεξαρτήτως των πραγματικών δεδομένων. Η επιδιωκόμενη καρποφορία του ισχύοντος Νόμου για τη διαμεσολάβηση στην ελληνική έννομη τάξη φαίνεται να εξαρτάται από πολλούς, διαφορετικούς, ενίοτε αντικρουόμενους ή και απρόβλεπτους παράγοντες. Το πεδίο της προσπάθειας προς τη διαμόρφωση της ορθής αντίληψης για τη διαμεσολάβηση, κατά την οποία ο θεσμός δεν επιτίθεται στο Σύνταγμα, δεν επιτίθεται στους πολίτες, δεν επιτίθεται σε κανέναν επαγγελματικό κλάδο, αλλ’ απεναντίας συμπορεύεται και συλλειτουργεί ως μία ακόμη επιλογή μαζί με όλους τους υπόλοιπους τρόπους διευθέτησης εννόμων διαφορών εντός της Δικαιοσύνης με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, υπάρχει. Σ’ αυτό το πεδίο, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η πλευρά είναι μία, δεν χρειάζονται στρατόπεδα. Η διαμεσολάβηση ανήκει εννοιολογικά στους όρους της ανάπτυξης, του εμπλουτισμού και της συμπληρωματικότητας ως προς τη Δικαιοσύνη.
Με αφορμή διάφορα περιστατικά βίας της επικαιρότητας, τα οποία είναι τόσο προβεβλημένα ώστε δεν χρειάζεται αναφορά σε συγκεκριμένα για λόγους οικονομίας, επιχειρείται κατωτέρω η αναγωγή στο δάσος, μετακυλίοντας την προσοχή του αναγνώστη από το δένδρο. Και στη χώρα μας παρατηρείται η διαρκής έκθεση των πολιτών σε μια ατμόσφαιρα επιθετικότητας, ανοχής της βίας, της ανεξέλεγκτης σύγκρουσης, της αποδοχής της βλάβης των άλλων. Τίθενται σε κίνδυνο βασικές αρχές διαβίωσης και συμβίωσης, όπως η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη, ο ορθός λόγος. Με φανερούς και αφανείς τρόπους μια ολόκληρη κοινωνία «εκπαιδεύεται» να συναινεί στην αγριότητα, να φοβάται ν’ αντιδράσει για να διαφυλαχθεί η κοινωνική ειρήνη, ν’ ανέχεται απαράδεκτες συμπεριφορές, να βολεύεται στον ατομικισμό, ν’ αδιαφορεί για τους κοινωνικούς δεσμούς, να εκλαμβάνει την φιλειρηνική στάση ως αδυναμία, να θεωρεί την συμπόνια αχρείαστη, να βλέπει τη βαρβαρότητα και την αλληλοκαταστροφή ως κανονικότητα. Η κυρίαρχη κουλτούρα ποδηγετεί τους ανθρώπους να φυλακίζονται σε μοντέλα σχέσεων, συνεργασιών, συμπεριφορών, τα οποία ασφαλώς προκαλούν διαφωνίες και προβλήματα, που, αντί όμως να μετατραπούν σε πεδία διαλόγου, ειλικρινούς επικοινωνίας, αλληλοεξυπηρέτησης και αλληλοϊκανοποίησης, καταλήγουν να γίνονται πεδία ατελεύτητων μαχών και απελπιστικής αλληλοεξόντωσης. Θεσμοί, όπως η διαμεσολάβηση, στην ελληνική έννομη τάξη κινούνται εξ ορισμού στην αντίθετη κατεύθυνση από την παραπάνω αντιπαραγωγική και πολλαπλά βλαπτική καθεστωτική ελληνική πραγματικότητα. Το δεδομένο τούτο, ως προς τη διαμεσολάβηση και τον ισχύοντα Νόμο περί ταύτης, είναι αρκετό για να «κινητ(ρ)οποιεί» το μέσο συνετό μέτοχο του νομικού κόσμου να ενημερωθεί, να εκπαιδευτεί και να ενθαρρύνει τη διαμεσολάβηση όπου και όποτε αυτή συνεμφανίζεται ως επιλογή για τα εμπλεκόμενα σε μια έννομη διαφορά πρόσωπα.
Αντί επιλόγου, ενδείκνυται η αναφορά στο ρόλο του σύγχρονου δικηγόρου ως προς τη διαμεσολάβηση. Ο σημερινός δικηγόρος, δραστηριοποιούμενος στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, έχει να ωφεληθεί σ’ επαγγελματικό και ανθρώπινο επίπεδο, εφ’ όσον αναγνωρίσει ότι δεν υφίσταται μόνο η αντιδικία, εφ’ όσον αντιληφθεί πως κάθε φορά που μάχεται για την υπεράσπιση του εντολέα του αναπόφευκτα αγνοεί σοβαρά περιστατικά του «δικαίου» της άλλης πλευράς, εφ’ όσον ακροάζεται προσεκτικά και διερευνά υπομονετικά τα πραγματικά συμφέροντα και τις ανάγκες του εντολέα του ώστε να τον κατευθύνει στον προσήκοντα τρόπο επίλυσης του προβλήματός του κι εφ’ όσον συνειδητοποιήσει ότι η διαμεσολάβηση είναι μια ανθρωποκεντρική διαδικασία και απαιτεί άλλες «δεξιότητες παράστασης» από αυτές της μαχόμενης δικηγορίας. Εάν ο σύγχρονος δικηγόρος προσπαθήσει να καλλιεργεί τα παραπάνω, έχει να ωφεληθεί επαγγελματικά, επειδή το μόνο που θα διαπιστώσει είναι ότι πολλές φορές η διαμεσολάβηση φανερώνεται ως εξίσου – ή και η μοναδική – ωφέλιμη με ποικίλους τρόπους επιλογή, όχι μόνο για τα εμπλεκόμενα στην εκάστοτε διαφορά μέρη αλλά και για τον ίδιο, κατ’ επέκταση και σε διαφορετικό επίπεδο για την ίδια τη Δικαιοσύνη. Μέχρι το Κράτος να καταστήσει υποχρεωτική την εκπαίδευση των εκκολαπτόμενων – ή και μη – νομικών επιστημόνων στη διαμεσολάβηση – ή και στις λοιπές μορφές εναλλακτικής επίλυσης διαφορών – το ζήτημα φαίνεται προσωπικό για τον σύγχρονο δικηγόρο, ο οποίος καλείται να επιδοθεί σ’ ένα επαγγελματικό (ή και νοητικό) ξεβόλεμα, προκειμένου ν’ ακονίσει την ικανότητα προσαρμογής του στις αλλαγές που ήρθαν, έρχονται, θα έρθουν αλλά και την ικανότητα αντίστασης στις αλλαγές που δεν πρέπει να έρθουν. Κατά προσωπική εκτίμηση, η διαμεσολάβηση ανήκει στις αλλαγές που χρειαζόταν να έρθουν.
Γεώργιος-Φοίβος Ξενάκης, Δικηγόρος
Υ.Γ. Εάν κάποιος στη χώρα μας βρεθεί σ’ έναν χώρο ενημέρωσης ή και εκπαίδευσης για τη διαμεσολάβηση, ενδεχομένως να πληροφορηθεί ότι σε ορισμένες αλλοδαπές έννομες τάξεις η άτυπη «διαβούλευση» σήμερα αφορά στον τρόπο αξιοποίησης της τεχνητής νοημοσύνης στη διαμεσολάβηση. Κατά την έξοδο από έναν τέτοιο χώρο, μπορεί ν’ ακούσει ότι η διαμεσολάβηση δεν χρειάζεται στην ελληνική έννομη τάξη. Η συγκριτική σκέψη (τι συζητείται αλλού και τι συζητείται στην Ελλάδα) που προκύπτει από το παραπάνω δεδομένο παραπέμπει στα εξής: «Αν οι Έλληνες Δικηγόροι αρχίσουν να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους, προεχόντως ως πάροχο νομικών υπηρεσιών, με τον λιγότερο δυνατό χρόνο εκτός του γραφείου και με όλο και περισσότερο χρόνο στην βιβλιοθήκη τους, αν φαντασθούν τον εαυτό τους να μελετά όλο και πιο πολύ και να «τρέχει» όλο και πιο λίγο, αν τον φαντασθούν εγκρατή γνώστη τούτου ή εκείνου του δικαιϊκού κλάδου, αν τον φαντασθούν όχι μόνο χρήστη, καταναλωτή, αλλά και συνδημιουργό νομικής γνώσης, αν τον φαντασθούν όχι μόνο «μαχόμενο», αλλά και ειλικρινά διαλεγόμενο, τότε μόνο θα μπορέσουν να φαντασθούν τον εαυτό τους στον ρόλο του διαμεσολαβητή, στον ρόλο του παράγοντα μιας ειρηνικής, συναινετικής, βαθιά πολιτισμένης διαδικασίας επιλύσεως διαφορών μεταξύ ανθρώπων. Αν αυτά δεν συμβούν, αν αυτή η μεταβολή της αυτοαντίληψης των δικηγόρων δεν πραγματωθεί, τότε ο θεσμός της διαμεσολάβησης, δεν θα εύρει έδαφος να ριζώσει στον δικηγορικό κόσμο της χώρας, και τότε, με τους δικηγόρους αδιάφορους, αν όχι εχθρικούς, προς τον θεσμό της διαμεσολάβησης, πολύ δύσκολα μπορούμε να φαντασθούμε τη διαμεσολάβηση να ευδοκιμεί στην ελληνική κοινωνία» (απόσπασμα από κείμενο που εκφωνήθηκε από τον κ. Παναγιώτη Κ. Τσούκα την Τετάρτη 13 Μαρτίου 2012 σε εκδήλωση του ΔΣΑ για την παρουσίαση του βιβλίου της δικηγόρου και διαπιστευμένης διαμεσολαβήτριας Β. Σκορδάκη «Η διαμεσολάβηση μέσα από το Ν. 3898/2010 (νομοθεσία – κατ’ άρθρο σχολιασμός). Μια ημέρα Διαμεσολάβησης, Αθήνα 2012», όπως συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Ο ασάλευτος χρόνος της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Εκατόν δεκαέξι κείμενα κριτικής 1876 – 2016», εκδ. ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΣ, 2017).