Οι άνθρωποί μας δεν είναι «περιεχόμενο» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης: Ηθικά διλήμματα στον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο

Οι άνθρωποί μας δεν είναι «περιεχόμενο» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης: Ηθικά διλήμματα στον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο

Στη σύγχρονη εποχή της εκτεταμένης δικτύωσης και της καθημερινής ψηφιακής μας έκθεσης αναδύονται κοινωνικά ζητήματα με σύνθετες διαστάσεις και προεκτάσεις, πολλά από τα οποία σχετίζονται με τον τρόπο χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media). Πρόκειται για φαινόμενα που οφείλουμε να προσεγγίσουμε με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία, αλλά και να μελετήσουμε ερευνητικά σε βάθος, ώστε να καταγράψουμε τον αντίκτυπό τους τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο αξιολογώντας τους πιθανούς κινδύνους και εστιάζοντας σε μια πιο αποτελεσματική χρήση των μέσων. 

Ένα από τα ζητήματα, που παρατηρούμε ολοένα και συχνότερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στο οποίο θα ήθελα να εστιάσω με το παρόν άρθρο, είναι η υπέρμετρη -κατά την κρίση μου- προσπάθεια καλλιέργειας ενός αισθήματος οικειότητας με το ευρύ κοινό. Στο πλαίσιο αυτό βλέπουμε να «φιλοξενούνται» πολυάριθμα στιγμιότυπα οικογενειακής ζωής, μέσα από το φακό της κάμερας ή του κινητού τηλεφώνου. Τα βίντεο αυτά συχνά προβάλλονται μέσα από μια οπτική τρυφερότητας, χιούμορ και ζεστασιάς, παρουσιάζοντας σκηνές που μοιάζουν να είναι αυθόρμητες και να αποτυπώνουν την αθωότητα και τη μοναδικότητα της στιγμής. 

Χαρακτηριστικά παραδείγματα που θα μπορούσα στο σημείο αυτό να παραθέσω: γονείς που οργανώνουν φάρσες στα παιδιά τους, ακόμη και όταν αυτά είναι μόλις λίγων μηνών, εγγόνια που πειράζουν γιαγιάδες και παππούδες, καταγράφοντας τις αντιδράσεις τους οι οποίες ποικίλουν από αυθόρμητα γέλια μέχρι στιγμές αμηχανίας και δυσφορίας έως και βλέμματα απόγνωσης και λόγια αγανάκτησης. Πρόκειται για την προβολή οικογενειακών στιγμών που, με την πρώτη ματιά, αποπνέουν αγάπη και θαλπωρή. Χρειάζεται όμως προσοχή στην «ανάγνωση» του μηνύματος που μας μεταδίδουν. 

Πράγματι, πολλά από αυτά τα βίντεο φαίνονται αυθόρμητα και καταφέρνουν να αγγίξουν συναισθηματικά το κοινό, γνωρίζοντας ταυτόχρονα πολύ μεγάλη διάδοση και αναπαραγωγή. Μας κάνουν να γελάμε, να συγκινούμαστε, να ταυτιζόμαστε, να αναπολούμε δικές μας στιγμές και βιώματα της παιδικής μας ηλικίας ή να αναγνωρίζουμε στοιχεία της καθημερινότητάς μας. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουν προκαλέσει το χαμόγελό μας χαριτωμένα μωρά, καλοσυνάτοι παππούδες και γλυκύτατες γιαγιάδες, που «πέφτουν θύματα» μιας καλοστημένης φάρσας από άλλα μέλη της οικογένειας. Έτσι, κερδίζουν την προσοχή, την αλληλεπίδραση, τα σχόλια και, φυσικά, το πολυπόθητο “like”. Γιατί σαφώς δεν μπορούμε να αγνοήσουμε μια σοβαρή πραγματικότητα, ότι στο πλαίσιο του σύγχρονου ψηφιακού κόσμου, το “like” έχει αποκτήσει μια ιδιαίτερη συμβολική βαρύτητα, καθώς προσφέρει μια, έστω και επιφανειακή, αίσθηση κοινωνικής αποδοχής. Μολονότι γνωρίζουμε ότι πολλές φορές πρόκειται για μια «κίνηση» χωρίς ιδιαίτερη ουσία, το ‘like’ παραμένει ένα πρωταρχικό ζητούμενο των χρηστών που αισθάνονται περισσότερο αρεστοί και αποδεκτοί όταν μια ανάρτησή τους, μια φωτογραφία ή ένα βίντεό τους κερδίζει την αποδοχή του κοινού, η οποία εκφράζεται με το ‘like’ και το ‘share’ (κοινοποίηση). Ειδικά όταν το περιεχόμενο που προβάλλεται χρησιμοποιείται για επαγγελματικούς σκοπούς, τα όρια δοκιμάζονται σε ένα πλαίσιο ισχυρού ανταγωνισμού.

Φτάνουμε σε ένα σημείο επομένως στο οποίο διαπιστώνουμε, παρακολουθώντας τα εν λόγω βίντεο, ότι αυτό που ξεκινά ως αστείο ή στιγμιότυπο της καθημερινότητας, όπως για παράδειγμα εικόνες από τη ζωή ενός μωρού, μπορεί να  καταλήξει να αφήσει στον θεατή μια γλυκόπικρη -όπως την χαρακτηρίζω- γεύση. 

Ενδεικτικά παραδείγματα, που με έχουν προβληματίσει και με έχουν κάνει να αισθανθώ αμήχανα (τόσο με τον ρόλο της μητέρας, όσο και με τον επαγγελματικό μου ρόλο ως εκπαιδευτικού και ερευνήτριας) και να έχω δεύτερες σκέψεις για το εάν πρέπει να προβάλλονται, είναι τα ακόλουθα: βίντεο στα οποία ένα παιδί ξαφνιάζεται τόσο πολύ από τη φάρσα του γονέα ώστε κλαίει απαρηγόρητο, τα χάνει και κοιτάζει σαστισμένο την κάμερα ή πέφτει στην αγκαλιά του γονέα αναζητώντας ένα ασφαλές καταφύγιο. Βίντεο στα οποία ένα παιδί φωνάζει από θυμό ή εξάντληση, παρακαλώντας τον γονέα να σταματήσει τη βιντεοσκόπηση. Ή σκηνές στις οποίες ένας παππούς ή μια γιαγιά βρίσκεται εμφανώς σε μια άβολη κατάσταση και ζητά διακριτικά να μη δημοσιευθεί το υλικό. Εκεί γεννάται ένας συχνά σιωπηρός αλλά ουσιώδης προβληματισμός: «πού τελειώνει το χιούμορ και πού ξεκινά η ακούσια έκθεση και η προσβολή της προσωπικότητας»;

Αναμφίβολα η συναίνεση είναι ένα θεμελιώδες στοιχείο κάθε ανθρώπινης σχέσης και κάθε δημόσιας έκθεσης και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται να απουσιάζει από αυτά τα βίντεο. Συνεπώς, τι γίνεται όταν το άτομο που καταγράφεται αδυνατεί να εκφράσει συνειδητά και ρητά τη συναίνεσή του λόγω ηλικίας ή ευαλωτότητας; Ένα κρίσιμο, πρωτίστως ηθικό -και ενδεχομένως και νομικό δίλημμα- ανακύπτει εδώ (αφήνω ασφαλώς τα νομικά ζητήματα να τα εξετάσουν και να τα αναδείξουν οι νομικοί). Το ερώτημα όμως παραμένει και μας αφορά όλες και όλους: «έχουμε ως χρήστες και δημιουργοί ψηφιακού περιεχομένου το δικαίωμα να εκθέτουμε, δημόσια, πρόσωπα που δεν κατανοούν πλήρως τις συνέπειες αυτής της έκθεσης ή απλώς συναινούν για να μη δυσαρεστήσουν κάποιον δικό τους»; Ένα άλλο, εξίσου καίριο, ερώτημα που θα μπορούσε να τεθεί εδώ: «είναι αρκετή η σιωπηρή αποδοχή για να δικαιολογήσει τη δημόσια έκθεση μιας ευάλωτης στιγμής;».

Ειδικότερα, τι συμβαίνει, όταν αυτοί οι άνθρωποι δίνουν τη συγκατάθεσή τους όχι από επιθυμία που πηγάζει από την ψυχή τους αλλά για να μη χαλάσουν το χατίρι του εγγονού ή της εγγονής; Ή όταν, με καλή πρόθεση, συμφωνούν να «εκτεθούν» δημόσια για να στηρίξουν την κόρη ή τον γιο στην προσπάθεια προβολής τους, παρόλο που οι ίδιοι αισθάνονται άβολα, εκτεθειμένοι, ντροπιασμένοι ή -σε ορισμένες περιπτώσεις- ακόμα και πληγωμένοι από την επιμονή του παιδιού/του εγγονιού για ανάρτηση  βίντεο με τη συμμετοχή τους; 

Σε αυτές τις περιπτώσεις πόσο δεοντολογικά ορθή είναι τελικά η απόφαση να δημοσιευθεί το υλικό; 

Γιατί η ουσία της συναίνεσης δεν πρέπει να είναι η απουσία άρνησης, αλλά η παρουσία μιας συνειδητής, ελεύθερης και ουσιαστικής αποδοχής. Όταν ένα πρόσωπο συμμετέχει μεν, αλλά υπό καθεστώς πίεσης, από υποχρέωση ή με δυσφορία, τότε έχουμε ξεπεράσει ένα όριο και αυτό είναι το όριο του σεβασμού προς τα πραγματικά και ουσιαστικά «θέλω» του ατόμου.

Δεν αντιλέγω ότι η πρόθεση πίσω από τέτοιου είδους βίντεο μπορεί να είναι θετική: επιθυμία για μοίρασμα, για γέλιο, για σύνδεση με άλλους ή για επαγγελματική προβολή. Ωστόσο είναι απαραίτητο να μπούμε στη θέση του άλλου -του παιδιού, του ηλικιωμένου συγγενή, κάθε ανθρώπου που επιλέγουμε να «εκθέσουμε»- και να αναρωτηθούμε: «Αυτό που εμείς βρίσκουμε αστείο ή αξιαγάπητο και τρυφερό, γίνεται αντιληπτό και από το ίδιο το άτομο που εκτίθεται ως κάτι όμορφο; Πώς νιώθει για τη δημοσίευση αυτής της στιγμής; Ποιο είναι το αποτύπωμα που μπορεί να αφήνει στην ψυχή του και πώς μπορεί αυτή η έκθεση να το επηρεάσει μελλοντικά;».

Οι αγαπημένοι μας άνθρωποι σίγουρα δεν είναι «περιεχόμενο» και θα ήταν άδικο για τα πλέον προσφιλή μας πρόσωπα, όπως είναι τα παιδιά μας και οι γονείς μας, να φτάσουμε σε ένα σημείο που, ακόμα και χωρίς να το συνειδητοποιούμε πλήρως, τους προσεγγίζουμε σαν να ήταν ‘content των social media’. Οι άνθρωποί μας έχουν συναισθήματα, ευαισθησίες και βέβαια προσωπικά όρια, που πρέπει να γίνονται σεβαστά. Συνεπώς, είναι πολύ σημαντικό όταν αποφασίζουμε να δημοσιεύσουμε βίντεο που περιλαμβάνουν φάρσες, προσωπικές στιγμές ή ακόμα και ευάλωτες στιγμές ενός δικού μας προσώπου, το πρόσωπο που εμφανίζεται να είναι σε θέση να δώσει τη συναίνεσή του με πλήρη επίγνωση. Όχι απλώς για να μη χαλάσει το χατίρι του παιδιού ή του εγγονού, ούτε για να βοηθήσει την κόρη ή τον γιο στην προσωπική προβολή, ενώ το ίδιο έχει αμφιβολίες, δεύτερες σκέψεις ή δεν αισθάνεται καλά να καταγράφεται από μια κάμερα την ώρα που μαγειρεύει, την ώρα που φορά πιτζάμες και είναι ξαπλωμένο σε έναν καναπέ ή που αντιμετωπίζει μια δυσκολία, την οποία ενδεχομένως δεν θέλει να αποκαλύψει σε ένα ευρύτερο κοινό. 

Ένα ακόμα παράδειγμα που μπορεί να περάσει απαρατήρητο, αλλά έχει μια δεύτερη «ανάγνωση»: τους τελευταίους μήνες γνωρίζουν μεγάλη διάδοση βίντεο στα οποία οι δημιουργοί περιεχομένου ζητούν από έναν συγγενή να διαβάσει λέξεις στην αγγλική γλώσσα, τις οποίες δεν διαβάζει σωστά γιατί δεν γνωρίζει αγγλικά και εμείς ως θεατές ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια από το γεγονός (ουσιαστικά) ότι… ένα άτομο δεν έχει γνώση μιας γλώσσας. Αν όμως ψάξουμε το ζήτημα βαθύτερα και με κοινωνική ευαισθησία, μπορεί αυτό το άτομο να μην είχε ποτέ την ευκαιρία να μάθει μια γλώσσα και να εμπλουτίσει τις γνώσεις του και σίγουρα αυτό δεν είναι αντικείμενο αστεϊσμού. Μια τέτοια σκηνή παραπέμπει σε μια άλλη εικόνα: των παιδιών μιας τάξης που κοροϊδεύουν έναν συμμαθητή ή μια συμμαθήτρια, γιατί δεν ξέρει το μάθημα ή γιατί έχει δυσκολίες σε ένα μάθημα -και αυτά είναι φαινόμενα που πρέπει να καταπολεμήσουμε και όχι να ενισχύουμε μέσα από την προβολή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για να «σπάσουμε πλάκα». Ακόμα κι όταν η πρόθεση δεν είναι αρνητική και δεν έχει σκοπό να διαπομπεύσει και να χλευάσει το άτομο, γιατί άραγε να πρέπει να φτάσουμε στο σημείο να γελάμε σε βάρος ενός ατόμου που δεν έχει γνώση ενός αντικειμένου, είτε πρόκειται για τη γνώση μιας ξένης γλώσσας, είτε για οποιοδήποτε άλλο θέμα; Υπάρχουν πολύ πιο ενδιαφέροντα θέματα να μας απασχολήσουν και να αποτελέσουν αντικείμενο μιας πλάκας διαδικτυακά. Όπως για παράδειγμα, τύπου σκετσάκια στα οποία τα μέλη μιας οικογένειας υποδύονται ρόλους ή συμμετέχουν άτομα που δεν έχουν συγγενική σχέση μεταξύ τους, ώστε το βάρος να δίνεται στο αστείο και όχι στην οικογενειακή σχέση ή στο να προκαλέσουμε το γέλιο προβάλλοντας -και με μια υπερβολή μάλιστα- την όποια αδυναμία ενός συγγενικού μας προσώπου. 

Κατά συνέπεια, αν σκεφτούμε στο τέλος της ημέρας τι μας κάνει να γελάμε παρακολουθώντας βίντεο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θα διαπιστώσουμε ότι εν τέλει αυτό που έχει μεγαλύτερη αξία δεν είναι το γέλιο του θεατή αλλά η βεβαιότητα ότι το χαμόγελο εκείνου που εμφανίζεται στο βίντεο είναι αληθινό και πηγαίο. Ότι είναι αυθόρμητη έκφραση χαράς και όχι αποτέλεσμα αιφνιδιασμού ή εξαναγκασμού. Εάν άλλωστε ένα από τα ζητούμενα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι το μοίρασμα στιγμών, είναι σκόπιμο να επιλέξουμε τουλάχιστον να μοιραζόμαστε στιγμές σεβασμού και ουσιαστικής ανθρώπινης σύνδεσης. Η «χρυσή τομή» ίσως είναι δύσκολο να βρεθεί, όμως αξίζει να την αναζητήσουμε. Γιατί, χωρίς αμφιβολία, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσφέρουν σημαντικές δυνατότητες επικοινωνίας, έκφρασης και επαγγελματικής προβολής. Εν τούτοις, σε αρκετές περιπτώσεις, οδηγούν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα: στην αποξένωση, στην απώλεια της επαφής και της χαράς που μπορούμε να αισθανθούμε στην πραγματική ζωή και όχι πίσω από μια οθόνη, «παγιδευμένοι» στον διαδικτυακό κόσμο, προσπαθώντας να δημιουργήσουμε ή να βιώσουμε συναισθήματα επίπλαστης χαράς.

Συνοψίζοντας, σε μια εποχή όπου κάθε στιγμή μπορεί να γίνει «story» και κάθε πρόσωπο εν δυνάμει «περιεχόμενο», η ανάγκη να θέσουμε όρια δεν είναι απλώς επιθυμητή, αλλά επιβεβλημένη. Όσο κι αν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μάς προσφέρουν νέες δυνατότητες επικοινωνίας και δημιουργικότητας, δεν πρέπει να ξεχνάμε το πιο σημαντικό: ότι το χαμόγελο ή αντίθετα τα δάκρυα ενός παιδιού, η αμηχανία μιας γιαγιάς, η κούραση ενός παππού, το βλέμμα απορίας ενός συγγενή που δεν έμαθε να διαβάζει αγγλικά δεν είναι θέαμα προς κατανάλωση από ένα αδηφάγο κοινό. Είναι οι άνθρωποί μας και την «εποχή της εικόνας» οφείλουμε να τους προστατεύσουμε ακόμα περισσότερο. Από την άλλη πλευρά, ως αποδέκτες αυτού του μηνύματος, έχουμε την ευθύνη να υπερασπιζόμαστε και να ζητάμε την προστασία των ατόμων που εκτίθενται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ιδιαίτερα όταν αντιλαμβανόμαστε ότι η δημόσια έκθεσή τους γίνεται χωρίς τη συναίνεσή τους ή με τρόπο που πλήττει την αξιοπρέπεια και την ιδιωτικότητά τους. 

Ας γίνουμε συνεπώς «έξυπνοι χρήστες» του μέσου και ας λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας ότι ένα από τα πρωταρχικά ζητούμενα της σύγχρονης εποχής είναι να αξιολογούμε και να «διαβάζουμε» με κριτική σκέψη το ποικιλόμορφο περιεχόμενο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Εξίσου σημαντικό να μάθουμε να βλέπουμε ξανά τους ανθρώπους μας στο πλαίσιο της πραγματικής ζωής και όχι πίσω από μια οθόνη,  όχι μέσα από το «μάτι» της κάμερας, αλλά μέσα από τα μάτια της ενσυναίσθησης, της κατανόησης και του σεβασμού. Ειδικά όταν πρόκειται για τα παιδιά μας, είναι αναγκαίο να ακούσουμε με προσοχή τα «θέλω» τους και όταν αυτά δεν μπορούν ακόμα να εκφραστούν, τότε αξίζει να περιμένουμε μέχρι να μπορέσουν να μας πουν τα ίδια τι επιθυμούν και εάν αποδέχονται την έκθεσή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και με ποιον τρόπο.  

Ελπίζω ότι το παρόν άρθρο θα δώσει τουλάχιστον το έναυσμα για σκέψη και προβληματισμό και θα φέρει στο προσκήνιο το συγκεκριμένο θέμα, που κατά την άποψή μου είναι σοβαρό και μπορεί στο μέλλον να λάβει ακόμα πιο σύνθετες προεκτάσεις.

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας