Bία ανηλίκων στη σύγχρονη εποχή: Ποια είναι η απάντηση της οικογένειας, του σχολείου και των ΜΜΕ;

Η βία και η παραβατικότητα ανηλίκων αποτελούν φαινόμενα που σχετίζονται άμεσα με την κοινωνική πραγματικότητα την οποία βιώνουν οι ανήλικοι δράστες. Οι ανήλικοι, με τα δικά τους ασφαλώς χαρακτηριστικά, λειτουργούν σαν «καθρέπτης» των συμπεριφορών ενηλίκων. Συνεπώς, οι συμπεριφορές που υιοθετούν αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τις συνθήκες που βιώνουν στο οικογενειακό και κοινωνικό τους πλαίσιο, καθώς και τα πρότυπα που ασκούν ισχυρή επίδραση στην καθημερινότητά τους.

Όταν οι ανήλικοι αντιδρούν με βία ή συγκρούονται με τον ποινικό νόμο, αποδεικνύεται -βάσει της θεωρίας της θεσμικής δυσλειτουργίας- ότι οι θεμελιώδεις κοινωνικοποιητικοί θεσμοί (οικογένεια, σχολείο, εργασία, αξιακή ατμόσφαιρα) δεν έχουν λειτουργήσει επαρκώς στη ζωή τους. Παράλληλα, τα πρότυπα με τα οποία έχουν διαπαιδαγωγηθεί είναι είτε βίαια, είτε ανεπαρκή, είτε «αδύναμα» να τους εξοπλίσουν με τα απαραίτητα εφόδια και τις κατάλληλες δεξιότητες προκειμένου να ανταποκριθούν στις κοινωνικές προκλήσεις. Πιο συγκεκριμένα, όταν ο κοινωνικός και οικογενειακός ιστός υφίστανται πιέσεις και κλυδωνισμούς, όταν το σχολείο παραμένει αμέτοχο στις εξελίξεις και όταν τα ΜΜΕ εστιάζουν σχεδόν αποκλειστικά στην αρνητική πλευρά της ζωής -συγκρούσεις, βία, έγκλημα- δημιουργείται μια αρνητική εικόνα του κόσμου που αυξάνει τον φόβο και την ανασφάλεια, προκαλεί γενικευμένη απογοήτευση και οξύνει τις συμπεριφορές βίας.

Στη σημερινή κοινωνία, όπου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαμορφώνουν ολοένα και περισσότερο τις αξίες των νέων, είναι επιτακτική η ανάγκη προβολής θετικών προτύπων. Οι νέοι που διακρίνονται στην επιστήμη, την τέχνη, τον αθλητισμό ή άλλους νευραλγικούς τομείς μπορούν να εμπνεύσουν και να καθοδηγήσουν τους ανήλικους σε πιο δημιουργικούς και εποικοδομητικούς δρόμους ζωής. Η έλλειψη προτύπων αποτελεί σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα που πρέπει -επιτέλους- να αντιμετωπιστεί με έμπρακτα παραδείγματα. Λαμβάνοντας μάλιστα υπ’ όψιν μας ότι οι νέοι, σε ένα ποσοστό, χάνουν την εμπιστοσύνη τους σε πρόσωπα και θεσμούς γίνεται ακόμα πιο σαφής η πολυπλοκότητα του ζητήματος. 

Στο πλαίσιο της αρθρογραφίας μας έχουμε αναπτύξει εκτενώς τα χαρακτηριστικά της παραβατικότητας και το προφίλ του ανήλικου παραβάτη. Στο παρόν άρθρο εστιάζουμε στο «μετά»: σε προτάσεις και δράσεις που μπορούν να επηρεάσουν θετικά τη συμπεριφορά των νέων και να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο στην πρόληψη της βίας, εξετάζοντας τον ρόλο της οικογένειας, του σχολείου και των ΜΜΕ και διερευνώντας το πώς ο καθένας από αυτούς τους θεσμούς μπορεί να λειτουργήσει με θετικό πρόσημο στη ζωή του ανηλίκου.

Ο Ρόλος της Οικογένειας

Η οικογένεια παραμένει ο θεμελιώδης πυλώνας για την ανάπτυξη αξιών και συμπεριφορών. Όταν το οικογενειακό περιβάλλον είναι ασταθές ή βίαιο, οι νέοι ενδέχεται να υιοθετήσουν παρόμοιες συμπεριφορές. Αντίθετα, ένα υποστηρικτικό περιβάλλον και ένας σταθερός συναισθηματικός δεσμός με τον ανήλικο μπορούν να καλλιεργήσουν αξίες όπως ενσυναίσθηση, αλληλεγγύη και συναισθηματική ωριμότητα. Επομένως, στη σύγχρονη εποχή της αβεβαιότητας, με πολλούς γονείς να δυσκολεύονται να διαχειριστούν τις προκλήσεις της εφηβείας, είναι σημαντική η ενίσχυση των γονικών δεξιοτήτων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω εξειδικευμένων επιστημονικών δράσεων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων που θα προσφέρονται στους γονείς και θα τους παρέχουν εργαλεία για τη διαχείριση δύσκολων καταστάσεων και την προαγωγή θετικών πρακτικών ανατροφής.

Επίσης, η οικογένεια χρειάζεται να καλλιεργήσει εποικοδομητική επικοινωνία με τον ανήλικο από τα πρώτα κιόλας χρόνια ζωής του. Πολλά προβλήματα ξεκινούν όταν οι έφηβοι νιώθουν ότι δεν ακούγονται ή ότι οι βαθύτερες ανάγκες τους -συναισθηματικές και  ψυχολογικές- δεν αναγνωρίζονται και ότι οι γονείς τους λειτουργούν μόνο τιμωρητικά ή με αδιαφορία και συναισθηματική απάθεια. Αυτή ακριβώς η έλλειψη επικοινωνίας αναδεικνύεται με μεγάλη ένταση κατά τη σκιαγράφηση του προφίλ των ανήλικων παραβατών στη χώρα μας. Οι ανήλικοι παραβάτες συχνά βιώνουν απόρριψη από το οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να αναζητούν επιβεβαίωση σε παραβατικές ομάδες. Η ενδυνάμωσή τους είναι συνεπώς αναγκαία. Η ενθάρρυνση, η συζήτηση, η σταθερότητα στους κανόνες, η ανάπτυξη ενδιαφερόντων και δεξιοτήτων μπορούν να λειτουργήσουν με θετικό πρόσημο για τον έφηβο. Παράλληλα, η καθημερινή παρουσία των γονέων στη ζωή των παιδιών τους, όχι όμως με τη μορφή αυστηρής επιτήρησης και άτεγκτου ελέγχου, αλλά με έμπρακτο ενδιαφέρον και ποιότητα χρόνου, λειτουργεί προστατευτικά. Η συμμετοχή των γονέων σε σχολικές και εξωσχολικές δραστηριότητες, η επίβλεψη της κοινωνικής ζωής του παιδιού τους, η διαχείριση του χρόνου οθόνης, η θέσπιση ορίων και η ενίσχυση των δυνατοτήτων του ανηλίκου μέσα από δραστηριότητες και ενδιαφέροντα που θα του παρέχουν δημιουργικές διεξόδους, αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για να μην αναζητήσει επιβεβαίωση σε παραβατικές ομάδες και να μην αναπτύξει αντικοινωνικές ή ακόμα και παραβατικές συμπεριφορές ο έφηβος.

Ο Ρόλος του Σχολείου

Το σχολείο, ως δεύτερος σημαντικός φορέας κοινωνικοποίησης, έχει καθοριστικό ρόλο στη συναισθηματική και στην κοινωνική ανάπτυξη των νέων και βέβαια στην εκπαίδευσή τους, προκειμένου να ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις της εποχής. Προς αυτή την κατεύθυνση, το σύγχρονο πολυπολιτισμικό σχολείο οφείλει να αναλάβει ενεργό ρόλο στη διαχείριση της διαφορετικότητας και στην επίλυση εντάσεων και συγκρούσεων. Πέρα από αυτό, όμως, είναι κρίσιμο κάθε μαθητής να έχει στο σχολικό περιβάλλον χώρο και χρόνο για να αναδείξει τις αξίες του, τη μοναδικότητά του και τις δεξιότητές του. Η δημιουργία ενός περιβάλλοντος που δίνει πραγματικό βήμα σε όλα τα παιδιά, μέσα από εργαστήρια δημιουργικής έκφρασης, εικαστικά δρώμενα, θεατρικές και μουσικές παραστάσεις, αθλητικούς αγώνες και προγράμματα ανάπτυξης δεξιοτήτων, συμβάλλει ουσιαστικά στη μείωση των συγκρούσεων και στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησης.

Το σχολείο λειτουργεί υπό αυτή την έννοια ως χώρος διαμόρφωσης ταυτότητας, καλλιέργειας κοινωνικών δεξιοτήτων, ενίσχυσης της ενσυναίσθησης και δημιουργίας σταθερών σχέσεων. Για να επιτευχθούν όμως τα προαναφερθέντα, απαιτείται η αναβάθμιση του ρόλου του σχολείου ώστε να αποκτήσει μια σύγχρονη οπτική και έναν  δυναμικό χαρακτήρα στην πρόληψη της βίας και στην καλλιέργεια αξιών και ιδανικών. Επιπροσθέτως, το σχολείο χρειάζεται να λειτουργήσει πιο συστηματικά ως μηχανισμός υποστήριξης. Είναι επομένως σημαντική η ενίσχυση του ρόλου των σχολικών ψυχολόγων, των κοινωνικών λειτουργών και γενικότερα των αρμόδιων φορέων της Πολιτείας μας, που μπορούν να υποστηρίξουν έμπρακτα τη μαθητική κοινότητα και να προσφέρουν στους ανήλικους τα κατάλληλα εργαλεία για να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους και να αναπτύξουν ουσιαστικούς τρόπους επικοινωνίας. Πολλά περιστατικά βίας προκύπτουν μεταξύ μαθητών που δεν έχουν μάθει να εκφράζουν λεκτικά τις δυσκολίες τους ή να ζητούν βοήθεια όταν την έχουν ανάγκη. Πρόκειται για παιδιά που βιώνουν έντονες κρίσεις μέσα στην οικογένειά τους και μέσα σε κοινωνίες που έχουν υποστεί σοβαρές αναταράξεις και πολλαπλές κρίσεις -οικονομική, αξιακή, υγειονομική- και που καθημερινά καλούνται να διαχειριστούν συναισθήματα αβεβαιότητας, φόβου και ανασφάλειας. Άρα, αναφερόμαστε σε παιδιά που χρήζουν βοήθειας, στήριξης και καθοδήγησης. 

Τέλος, η συνεργασία σχολείου – οικογένειας είναι καθοριστική. Όταν οι δύο πλευρές λειτουργούν αποσπασματικά ή/και ακολουθώντας τελείως διαφορετικούς δρόμους, οι μαθητές λαμβάνουν αντικρουόμενα μηνύματα. Αντίθετα, όταν υπάρχει κοινή γραμμή, συνέπεια στους κανόνες, διάλογος και πραγματική διάθεση συνεργασίας, τότε ενισχύεται το προστατευτικό πλαίσιο για τον έφηβο. Δεν πρέπει, όμως, να παραγνωρίζουμε εκείνες τις περιπτώσεις όπου οι γονείς είναι απόντες από τη ζωή του παιδιού, είτε συναισθηματικά απόντες παρόλο που φαινομενικά η οικογένεια δεν αντιμετωπίζει προβλήματα, είτε απόντες λόγω σοβαρών δυσλειτουργιών στην οικογένεια (γονείς στη φυλακή, γονείς που κάνουν χρήση ουσιών ή/και κατάχρηση αλκοόλ, γονείς που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του γονικού τους ρόλου για μια σειρά λόγων). Συνεπώς, το σχολείο οφείλει να στηρίξει τα παιδιά που μεγαλώνουν σε δυσλειτουργικά οικογενειακά περιβάλλονται και να αποτελέσει έναν χώρο διαμόρφωσης ουσιαστικών σχέσεων, καλλιέργειας αξιών και ανάπτυξης σημαντικών -για τη μελλοντική εξέλιξη των ανηλίκων- δεξιοτήτων.

Η Δύναμη των ΜΜΕ

Τα ΜΜΕ, ως βασικοί διαμορφωτές της κοινής γνώμης, φέρουν μεγάλη ευθύνη στην παρουσίαση της κοινωνικής πραγματικότητας. Η υπερβολική εστίαση σε εικόνες βίας και η συνεχής προβολή εγκλημάτων και συγκρούσεων ανηλίκων διαμορφώνουν στο ευρύ κοινό μια παραμορφωμένη εικόνα της κοινωνίας, εντείνοντας την αίσθηση αδιεξόδου και ανασφάλειας, ιδιαίτερα στους νέους. Η συνεχής έκθεση σε σκηνές βίας και επιθετικότητας μπορεί ακόμα να προκαλέσει απευαισθητοποίηση των ανηλίκων στη βία, να μειώσει το όριο ανοχής τους και να κανονικοποιήσει συμπεριφορές που, υπό άλλες συνθήκες, θα θεωρούνταν απορριπτέες ή ακατάλληλες. Αξιοσημείωτο είναι ότι ανήλικοι οι οποίοι είναι αυτόπτες μάρτυρες βίαιων επιθέσεων, αντί να βοηθήσουν το θύμα, καταγράφουν  με το κινητό τους τηλέφωνο την επίθεση και στη συνέχεια το διαπομπεύουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που αποτελεί μια απαράδεκτη πρακτική. 

Παράλληλα, ο μιμητισμός σε αυτές τις υποθέσεις λειτουργεί έντονα: οι ανήλικοι παρατηρούν, εσωτερικεύουν και συχνά μιμούνται συμπεριφορές που βλέπουν να προβάλλονται καθημερινά στα ΜΜΕ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σε μια εποχή άλλωστε όπου η πληροφορία μεταδίδεται με αστραπιαία ταχύτητα και ο ανήλικος δεν έχει αναπτύξει ακόμα την κριτική σκέψη να επεξεργάζεται την είδηση, ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνεται η πραγματικότητα αποκτά καθοριστική σημασία καθώς επηρεάζει άμεσα τις αξίες, τις στάσεις και τις επιλογές του.

Γι’ αυτό είναι επιτακτική ανάγκη τα ΜΜΕ να δώσουν βήμα και χρόνο στην προβολή θετικών προτύπων: νέων που διακρίνονται στην επιστήμη, την τέχνη, τον αθλητισμό, την κοινωνική δράση. Η συστηματική ανάδειξη αυτών των επιτυχιών και γενικότερα μιας θετικής στάσης ζωής, καθώς και η εστίαση από τα Μέσα στους αγώνες που κάνει ένας νέος για να επιτύχει τους σημαντικούς στόχους του θα δώσουν κίνητρο σε ανήλικα άτομα και θα τα ενδυναμώσουν, καθώς η ανηλικότητα αναζητά σημεία αναφοράς και πρότυπα ταύτισης σε έναν κόσμο που συχνά τους φαίνεται εχθρικός ή αδιέξοδος. 

Δική μας πρόταση είναι να αφιερώνεται καθημερινά στα κεντρικά δελτία ειδήσεων και στις ενημερωτικές εκπομπές μια πεντάλεπτη τουλάχιστον παρουσίαση παραδειγμάτων ανηλίκων και νέων που διαπρέπουν στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Θεωρούμε ότι μια τέτοια σταθερή πρακτική δεν θα λειτουργήσει απλώς ως συμπληρωματικό στοιχείο του ενημερωτικού περιεχομένου αλλά θα έχει μια ουσιαστικά συμβολή στη διαμόρφωση μιας θετικής εικόνας για τη νέα γενιά. Μέσα από αυτή την προσέγγιση θα  εδραιωθεί μια ρεαλιστική και ταυτόχρονα αισιόδοξη οπτική για την κοινωνία, η οποία θα αντισταθμίσει την αρνητική εικόνα της βίας και θα ενισχύσει την πίστη των νέων στον εαυτό τους, στις δυνατότητές τους και στη δύναμη της προσωπικής δράσης αλλά και της συλλογικής προσπάθειας.

Η σημασία των θετικών προτύπων

Τα θετικά πρότυπα, είτε προέρχονται από το οικογενειακό περιβάλλον, είτε από το σχολείο, είτε από τη δημόσια σφαίρα, αποτελούν καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης της ταυτότητας των νέων. Η παρουσία ανθρώπων που προβάλλουν ισχυρές αξίες μπορεί να καθοδηγήσει τους ανήλικους, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων ή κοινωνικής πίεσης. Η συστηματική ανάδειξη αυτών των προτύπων μπορεί να προσφέρει στους νέους την ευκαιρία να διευρύνουν τους ορίζοντες της σκέψης τους και να αναζητήσουν εναλλακτικούς τρόπους έκφρασης, πέρα από τη βία και την επιθετικότητα.

Τα πρότυπα αυτά συμβάλλουν επίσης στη διαμόρφωση μιας σταθερής αξιακής βάσης, η οποία βοηθά τους ανήλικους να αναπτύξουν κριτήρια επιλογής και στάσης ζωής. Όταν οι νέοι βλέπουν ανθρώπους που αγωνίζονται με συνέπεια, υπομονή και επιμονή για την επίτευξη των στόχων τους, εσωτερικεύουν την ιδέα ότι η πρόοδος και η κοινωνική αναγνώριση μπορούν να επιτευχθούν μέσα από θετικές πρακτικές και όχι μέσα από την επιβολή ή τη βία. Αυτή η διαδικασία ενισχύει την αυτοεκτίμησή τους και μειώνει την ανάγκη αναζήτησης επιβεβαίωσης μέσα από αντικοινωνικές συμπεριφορές. Παράλληλα, η επαφή των νέων με πρότυπα που αντιπροσωπεύουν διαφορετικά μονοπάτια επιτυχίας διευρύνει το πεδίο των επιλογών τους. Νέοι άνθρωποι που ασχολούνται με την επιστήμη, τον αθλητισμό, τις τέχνες και την κοινωνική δράση μπορούν να λειτουργήσουν ως παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι η δημιουργικότητα, η επιμονή και η αφοσίωση έχουν πραγματικό αντίκτυπο στην ευρύτερη κοινωνία. 

Επιπροσθέτως, κρίνουμε ότι είναι πολύ σημαντικό για τους ανήλικους να αποκτήσουν σαφείς στόχους, να αναπτύξουν ενδιαφέροντα και να καλλιεργήσουν περισσότερο τις κοινωνικές τους δεξιότητες, γιατί κατά τη σκιαγράφηση του προφίλ των ανήλικων παραβατών διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για νέους που συνήθως δεν έχουν στόχους, ούτε όνειρα και φιλοδοξίες για προσωπική εξέλιξη και επαγγελματική ανέλιξη. Βλέπουμε ακόμα ότι έχουν ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση με χαμηλές επιδόσεις, ενώ και ένα ποσοστό αυτών έχει εγκαταλείψει τις σχολικές του σπουδές, που αποτελεί εξίσου ένα σημείο σοβαρού προβληματισμού μας. Παράλληλα ένας αξιοσημείωτος αριθμός εμφανίζει εμπλοκή με εξαρτησιογόνες ουσίες και ένα ποσοστό αντιμετωπίζει ψυχοκοινωνικά ζητήματα. Συνεπώς, διαπιστώνουμε ότι είναι οξύτατα τα κοινωνικά ζητήματα που σχετίζονται με το φαινόμενο της παραβατικότητας ανηλίκων και αυτά πρέπει να αναδειχθούν στον δημόσιο λόγο και να αντιμετωπιστούν πιο αποτελεσματικά από την Πολιτεία.

Τέλος, πρέπει να τονίσουμε ότι τα θετικά πρότυπα έχουν μεγαλύτερη επίδραση όταν συνοδεύονται από σταθερή και ουσιαστική παρουσία στην καθημερινότητα των νέων. Δεν αρκεί η περιστασιακή προβολή ενός θετικού παραδείγματος, αλλά απαιτείται η συνεχής υπενθύμιση ότι η πρόοδος, η συνεργασία και ο σεβασμός είναι αξίες που επιβραβεύονται. Όταν οι νέοι βλέπουν αυτές τις αξίες να επανέρχονται με συνέπεια σε όλες τις πτυχές της ζωής τους -στην οικογένεια, στο σχολείο, στον δημόσιο λόγο- τότε ενισχύεται η πεποίθηση ότι υπάρχουν μοντέλα ταύτισης που μπορούν να τους καθοδηγήσουν σταθερά προς μια πιο δημιουργική και ισορροπημένη ενήλικη ζωή, με όνειρα και στόχους.

Διαπιστώσεις

Η παραβατικότητα ανηλίκων αποτελεί ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο που δεν μπορεί να ερμηνευθεί μονοδιάστατα ούτε να αντιμετωπιστεί αποσπασματικά. Απαιτείται μια ολιστική προσέγγιση που αναγνωρίζει τον καθοριστικό ρόλο της οικογένειας και του σχολείου στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, των αξιών και των συμπεριφορών των νέων. Η οικογένεια, ως πρώτος φορέας κοινωνικοποίησης, καλείται να αναπτύξει σταθερές, συνεκτικές και υποστηρικτικές σχέσεις, να ενισχύσει την επικοινωνία και να προσφέρει ένα ασφαλές περιβάλλον όπου ο έφηβος αισθάνεται ότι γίνεται σεβαστός, ότι η αξία του εκτιμάται, ότι ακούγεται και κατανοείται. Παράλληλα, το σχολείο οφείλει να υπερβεί τον παραδοσιακό του ρόλο και να αναδειχθεί σε δυναμικό χώρο καλλιέργειας δεξιοτήτων, ενσυναίσθησης και κριτικής σκέψης, παρέχοντας στους μαθητές κατάλληλα εργαλεία, πολύτιμα εφόδια και ουσιαστικές ευκαιρίες που προάγουν τη συνεργασία, τον σεβασμό και τη δημιουργικότητα.

Σε αυτό το πλαίσιο η ανάδειξη θετικών προτύπων από τα ΜΜΕ αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Οι νέοι χρειάζονται παραδείγματα που τους εμπνέουν, που τους δίνουν κίνητρο να εξελιχθούν και να διευρύνουν τους ορίζοντές τους και που αποδεικνύουν ότι η προσωπική αλλά και η κοινωνική πρόοδος είναι στην πράξη εφικτές. Η προβολή τέτοιων προτύπων λειτουργεί ως αντίβαρο στις αρνητικές επιρροές που μπορεί να τους ωθούν σε βίαιες ή παραβατικές συμπεριφορές, διαδραματίζοντας έναν θετικό ρόλο στην πολλές φορές δύσκολη καθημερινότητά τους, δεδομένου ότι ο έφηβος έρχεται αντιμέτωπος με πολλαπλές προκλήσεις και ειδικότερα ο έφηβος ο οποίος προέρχεται από ένα δυσλειτουργικό περιβάλλον πρέπει να υποστηριχθεί περισσότερο τόσο από το σχολείο του όσο και από τους αρμόδιους φορείς της Πολιτείας. Καθίσταται σαφές ότι η αντιμετώπιση της παραβατικότητας των ανηλίκων δεν περιορίζεται σε μεμονωμένες δράσεις, αλλά απαιτεί συστηματική συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων και θεσμών, συνέπεια στις πολιτικές πρόληψης και διαρκή επένδυση στους νέους. Όταν η κοινωνία αναγνωρίζει τη σημασία της πρόληψης και στηρίζει τις δομές που προάγουν την ανάπτυξη των εφήβων, δημιουργείται ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο οι νέοι μπορούν να εξελιχθούν, να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους και να καλλιεργήσουν τη δημιουργικότητά τους, με μεγαλύτερη εστίαση στους στόχους τους. 

Εκπαιδευτική Δράση: Θα ολοκληρώσω το παρόν άρθρο με την αναφορά σε μια σημαντική επιστημονική δράση που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 2025. Στο πλαίσιο του ετήσιου σεμιναρίου «Child Friendly Justice – Bridging Child Protection and Child Justice», που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, 22-24 Οκτωβρίου 2025, από το Ευρωπαϊκό Δίκτυο για τη Φιλική για τα Παιδιά Δικαιοσύνη/Child Friendly Justice European Network και τη Defence for Children International Greece, με την υποστήριξη του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Ελλάδος, είχα την τιμή και τη χαρά να συμμετέχω ως ομιλήτρια, εστιάζοντας στον ρόλο των ΜΜΕ και τη χρήση της γλώσσας για την απεικόνιση ανήλικων παραβατών αλλά και θυμάτων.

Η ομιλία έφερε τον τίτλο “Telling a different story: media, stigma and children´s rights” και έλαβε χώρα τηνΠέμπτη, 23-10, στο Athenaeum Intercontinental. Μέσα από τις ερωτήσεις που μου έθεσε η Ναντίνα Τσέκερη(Vice-Chair, Child Friendly Justice European Network, director of Defence for Children International Greece) αναλύσαμε το πώς απεικονίζεται -μέσω της γλώσσας- η εγκληματικότητα και η θυματοποίηση ανηλίκων.Κεντρικό μας μήνυμα ήταν “Words matter”. Βλ. αναλυτικά:“Telling a different story: media, stigma and children´s rights”, 23-10-2025 στο πλαίσιο του ετήσιου σεμιναρίου «Child Friendly Justice – Bridging Child Protection and Child Justice» | Καρδαρά Αγγελική

Το σεμινάριο είχε ως επίκεντρο την ενίσχυση της συνεργασίας για την ανάπτυξη παιδοκεντρικών συστημάτων δικαιοσύνης στην Ευρώπη και αποτέλεσε χώρο εποικοδομητικής ανταλλαγής απόψεων. 

Σημείωση: Τα παραπάνω ζητήματα, που αποτελούν αντικείμενο διερεύνησης του παρόντος άρθρου, αναλύονται στο βιβλίο της γράφουσας Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2021. 

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας