Στιγματιστικός Λόγος και ΜΜΕ: Λέξεις που πληγώνουν 

Ως δυναμικό και πολυδιάστατο φαινόμενο, η γλώσσα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο τόσο στην καθημερινή μας επικοινωνία όσο και στη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας. Οι λεκτικές επιλογές, είτε συνειδητές είτε ασυνείδητες, επηρεάζουν ουσιωδώς τη μετάδοση του μηνύματος και τον τρόπο πρόσληψης και ερμηνείας των γεγονότων από το κοινό. Οι λέξεις, όπως και το ευρύτερο πλαίσιο παρουσίασης (framing), δεν αποτελούν ουδέτερα περιγραφικά εργαλεία, αλλά συμβάλλουν στη νοηματοδότηση της κοινωνικής εμπειρίας και, όπως επισημαίνουν γλωσσολόγοι και μελετητές άλλων κοινωνικών επιστημών, στην κατασκευή της κοινωνικής πραγματικότητας. Υπό αυτό το πρίσμα ο δημόσιος λόγος λειτουργεί ως πεδίο στο οποίο μπορούν να αναπαραχθούν ή να αμφισβητηθούν κοινωνικά στερεότυπα, αξιακά συστήματα και σχέσεις εξουσίας.

Επομένως, είναι κρίσιμης σημασίας ο λόγος των ΜΜΕ να χαρακτηρίζεται από ακρίβεια, σαφήνεια και τεκμηρίωση, αποφεύγοντας αμφισημίες και εκφράσεις που στιγματίζουν κοινωνικές ομάδες ή αναπαράγουν στερεοτυπικές και προκατειλημμένες αντιλήψεις. Λέξεις και φράσεις που συναντώνται στον δημοσιογραφικό λόγο, όπως «τέρας», «αρρωστημένο μυαλό», «σαλεμένος νους», «τρελός», «ψυχοπαθής», «επικίνδυνος», «αδίστακτος» και παρόμοιες, χρησιμοποιούνται είτε για να χαρακτηρίσουν άτομα που έχουν παραβιάσει τον νόμο ή φέρονται να έχουν διαπράξει μια εγκληματική ενέργεια χωρίς να έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, είτε για άλλες ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Αυτές οι εκφράσεις ενισχύουν τη ρητορική φόβου και καλλιεργούν τρομολαγνεία, παραβιάζοντας παράλληλα το τεκμήριο της αθωότητας σε περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχει αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Επίσης, οι συγκεκριμένες λεκτικές επιλογές απομακρύνουν το κοινό από την ουσία των γεγονότων, κλονίζουν την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, χωρίς να προσφέρουν προτάσεις ή λύσεις και εδραιώνουν τον φόβο απέναντι σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, όπως άτομα με ζητήματα ψυχικής υγείας. Με αυτό τον τρόπο διαιωνίζονται κοινωνικές ανισότητες και αποκλεισμοί. 

Ιδιαίτερη έμφαση αξίζει να δοθεί και στον τρόπο παρουσίασης των γυναικών στο αστυνομικό και δικαστικό ρεπορτάζ. Όταν μια γυναίκα έρχεται σε σύγκρουση με τον νόμο, συχνά περιγράφεται με σκληρούς, υπερβολικά δραματοποιημένους χαρακτηρισμούς, που παραπέμπουν περισσότερο σε ταινία τρόμου παρά σε ερευνητική δημοσιογραφία. Σε υποθέσεις ανθρωποκτονιών, για παράδειγμα, η γυναίκα περιγράφεται ως «μαύρη χήρα», «γυναίκα αράχνη», «σατανική», «διαβολική», «γεννημένη εγκληματίας» και «εκ φύσεως κακιά», επαναλαμβάνοντας παρωχημένα στερεότυπα που συνδέουν τη γυναικεία φύση με δολιότητα, χειραγώγηση απάτη και έμφυτη κακία, ενισχύοντας έτσι έναν έμφυλο μισογυνισμό με άμεσο ή έμμεσο τρόπο.

Από την άλλη πλευρά καταγράφονται περιπτώσεις γυναικών θυμάτων πολύ σοβαρών και βίαιων εγκλημάτων, όπως εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας, που αντιμετωπίζονται στον δημοσιογραφικό λόγο με όρους οι οποίοι οδηγούν σε δευτερογενή θυματοποίηση. Λεκτικές επιλογές που υπονοούν συνενοχή, προκλητικότητα ή αμφισβήτηση της αξιοπιστίας τους πρέπει να αποφεύγονται. Εκφράσεις όπως «προκαλούσε με την εμφάνισή της», «επέστρεφε μόνη της το βράδυ», «είχε καταναλώσει αλκοόλ», «δεν έφερε αμέσως αντίσταση», «ήταν χρήστρια ουσιών», «υπήρχε παρελθόν ανάμεσά τους», «ήταν προκλητική» ή «δεν μίλησε αμέσως» μετατοπίζουν την ευθύνη από τον δράστη στο θύμα και υπονομεύουν την αξιοπιστία των καταγγελιών. 

Παρόμοιο αντίκτυπο έχουν και εκφράσεις όπως «δεν θυμόταν όλες τις λεπτομέρειες», «ήταν σε σχέση με τον κατηγορούμενο», «είχε ψυχολογικά προβλήματα» ή ακόμα αναφορές σε «οικογενειακά προβλήματα»,  οι οποίες λειτουργούν ως σιωπηρές αμφισβητήσεις της εγκυρότητας της μαρτυρίας του θύματος. Σαφώς, σε κάθε υπόθεση απαιτείται νηφαλιότητα και σεβασμός στο τεκμήριο της αθωότητας έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Παράλληλα, ο δημόσιος λόγος οφείλει να αναγνωρίζει και να διασφαλίζει την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα των θυμάτων, αποφεύγοντας κάθε μορφή στιγματισμού ή δευτερογενούς θυματοποίησης. Ο/η δημοσιογράφος δεν είναι δικαστής, για να κηρύσσει αθώους και ενόχους. Δεν έχει αρμοδιότητα απονομής δικαιοσύνης ή διατύπωσης τελεσίδικων κρίσεων.  Φέρει όμως μια σημαντική και υψηλή ευθύνη, η οποία συνίσταται στο να παρέχει στο ευρύ κοινό αμερόληπτη, τεκμηριωμένη και σύμφωνη με τις αρχές της δημοσιογραφικής και επιστημονικής δεοντολογίας ενημέρωση. 

Στο άρθρο της γράφουσας στο propago.gr – Η λυδία λίθος της ενημέρωσης υπό τον τίτλο «Μιντιακές απεικονίσεις εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας με θύματα γυναίκες» επισημαίνεται πως οι μιντιακές απεικονίσεις συχνά υποβαθμίζουν το τραύμα του θύματος, εστιάζοντας στον δράστη και στις επιπτώσεις που έχει η υπόθεση στη δική του προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική ζωή, καθώς και στην αποκάλυψη «συνταρακτικών λεπτομερειών». Ωστόσο, παραβλέπουν ή δεν φωτίζουν επαρκώς τις δυσμενείς συνέπειες που υφίστανται οι γυναίκες, σε πολλαπλά μάλιστα επίπεδα, όπως σε ψυχολογικό, κοινωνικό και οικονομικό. Αναλυτικά για το θέμα, βλ. Εγκλήματα κατά της ζωής και μιντιακές απεικονίσεις: Η απεικόνιση της γυναίκας ανθρωποκτόνου στα ΜΜΕ – propago.gr

Παρόμοια προβληματική αναδεικνύει και η χρήση όρων όπως «σοκ», «τρόμος», «πανικός» και «ανατριχίλα», που εμφανίζονται συχνά σε πρωτοσέλιδα. Οι εν λόγω όροι δραματοποιούν σε υπέρμετρο βαθμό τα γεγονότα, ακόμα και όταν τα επιστημονικά δεδομένα δεν επιβεβαιώνουν ή δεν επιβεβαιώνουν πλήρως την εικόνα που παρουσιάζεται στα Μέσα Ενημέρωσης. Καθίσταται σαφές ότι αυτή η πρακτική διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και προκαλεί στο κοινό «ηθικό πανικό», δηλαδή μια υπέρμετρη κοινωνική αντίδραση φόβου και ανησυχίας που είναι δυσανάλογη προς τα πραγματικά δεδομένα ή την αντικειμενική απειλή και η οποία συχνά βασίζεται σε υπερβολές και προκαταλήψεις, ενισχύοντας αρνητικά στερεότυπα και κοινωνικό στιγματισμό. Πρόκειται για έναν όρο που περιέγραψε διεξοδικά ο Stanley Cohen ήδη από τη δεκαετία του 1970 και μέχρι σήμερα μας απασχολεί σε ερευνητικό επίπεδο. 

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο τα ΜΜΕ παρουσιάζουν τη νεολαία. Η εικόνα της νεολαίας προβάλλεται σχεδόν αποκλειστικά με αρνητικό πρόσημο και με συναισθηματικά φορτισμένη γλώσσα, όπως καταδεικνύεται και από τις ακόλουθες εκφράσεις: «τρόμο σκορπούν οι συμμορίες ανηλίκων», «ανήλικοι δολοφόνοι», «μάστιγα η βία ανηλίκων», που καλλιεργούν την αντίληψη μιας «επικίνδυνης γενιάς». Η υπερβολική χρήση αντίστοιχων όρων δημιουργεί αίσθημα φόβου, χωρίς να δίνεται η απαραίτητη βαρύτητα στα σημαντικά επιτεύγματα, τη δημιουργικότητα και τη θετική κοινωνική δράση που αναπτύσσουν πολλοί νέοι, οι οποίοι παραμένουν σχεδόν αόρατοι στον δημόσιο λόγο.

Η απουσία ενός θετικού αντισταθμίσματος οδηγεί σε μια μονομερή εικόνα, η οποία επιβαρύνει τη δημόσια αντίληψη, στιγματίζοντας συλλογικά ολόκληρες κοινωνικές ομάδες και ενισχύοντας προκαταλήψεις απέναντι στη νεολαία. Παρά το γεγονός ότι βίαια εγκλήματα με δράστες ανήλικα άτομα παρουσιάζουν αυξητική τάση και στη χώρα μας, η παραβατικότητα ανηλίκων παραμένει σχετικά χαμηλή σε σύγκριση με άλλες κοινωνικές ομάδες. Είναι, συνεπώς, επιτακτική η ανάγκη να εμβαθύνουμε στην παραβατικότητα των ανηλίκων, αναδεικνύοντας τις σύνθετες πτυχές και διαστάσεις της στο δημόσιο λόγο, χωρίς όμως να παραγνωρίζουμε και να αφήνουμε στην αφάνεια την άλλη όψη – αυτή της νέας γενιάς που ονειρεύεται, θέτει στόχους και αγωνίζεται για την υλοποίησή τους.

Καθίσταται εμφανές ότι τα Μέσα Ενημέρωσης φέρουν την ευθύνη να παρουσιάσουν μια πιο ισορροπημένη, επιστημονικά τεκμηριωμένη και ολιστική εικόνα της νεολαίας. Μια προσέγγιση που αναγνωρίζει τόσο τις προκλήσεις με τις οποίες η ανηλικότητα έρχεται αντιμέτωπη στη σύγχρονη εποχή, όσο όμως και τη δημιουργική, δυναμική και ενεργή συμβολή της στα κοινωνικά και πολιτισμικά δρώμενα, εστιάζοντας στην κατανόηση των αιτίων της παραβατικότητας, των παραγόντων εγκληματογένεσης και  -το κυριότερο- στην ανάδειξη θετικών πρωτοβουλιών και πολιτικών πρόληψης και έγκαιρης παρέμβασης.

Στο σημείο αυτό προκρίνεται η χρήση μιας ουδέτερης και τεκμηριωμένης γλώσσας, η οποία θα διακρίνεται για τη σαφήνεια και την επιστημονική της συγκρότηση, αποφεύγοντας περιττές εξάρσεις και υπερβολικούς συναισθηματισμούς. Με άλλα λόγια, η χρήση μιας γλώσσας που δεν θα αποσκοπεί στην επιφανειακή επίκληση του συναισθήματος, αλλά στην ανάδειξη της ουσίας κάθε υπόθεσης και στη συμβολή σε μια γόνιμη και τεκμηριωμένη δημόσια συζήτηση για φαινόμενα όπως η παραβατικότητα ανηλίκων, τα οποία προκαλούν έντονο προβληματισμό και απαιτούν ουσιαστικές και κοινωνικά επωφελείς λύσεις.

Ένα ακόμα παράδειγμα, που θα μπορούσαμε να παραθέσουμε στο πλαίσιο του στιγματιστικού λόγου, αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο τα ΜΜΕ αναφέρονται στους φυλακισμένους, οι οποίοι παρουσιάζονται συλλήβδην ως «επικίνδυνοι», «αποβράσματα», «σκληροί και αμετανόητοι εγκληματίες», αποσιωπώντας τις διαφορετικές προσωπικές διαδρομές και τις σύνθετες κοινωνικές συνθήκες που συναντώνται πίσω από τα κάγκελα. Σαφώς, υπάρχει και η πολύ σκληρή όψη των φυλακών. Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος: αποφυλακισμένοι που πραγματικά προσπαθούν να κάνουν μια νέα αρχή, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για το παρελθόν τους και επιχειρώντας να χτίσουν το μέλλον με πιο γερά θεμέλια. Η αναγνώριση αντίστοιχων προσπαθειών στον δημόσιο λόγο μπορεί να διαδραματίσει έναν θετικό ρόλο ως προς τη διαμόρφωση υποστηρικτικών πολιτικών επανένταξης, βασισμένων στην αποκαταστατική προσέγγιση και την κοινωνική ένταξη. Στο σημείο αυτό θα παραπέμψουμε σε ένα ακόμα άρθρο μας Γυναίκες στη φυλακή και στην αμείλικτη κοινωνική καταφρόνηση – propago.gr που καταδεικνύει το πώς το στίγμα μπορεί να λειτουργήσει επιβαρυντικά στη ζωή των φυλακισμένων γυναικών και στην προσπάθειά τους να επανενταχθούν στην κοινωνία με την αποφυλάκισή τους.

Ταυτόχρονα, τα εξαρτημένα από ουσίες άτομα σε αρκετές υποθέσεις που απασχολούν τα ΜΜΕ εμφανίζονται ως «απειλή για τη δημόσια ασφάλεια», χωρίς να εξετάζονται οι βαθύτερες αιτίες που οδηγούν στον εθισμό και χωρίς παράλληλα να προτείνονται επιστημονικά τεκμηριωμένες λύσεις για τις εξαρτητικές συμπεριφορές. Με αυτόν τον τρόπο περιορίζεται η κοινωνική κατανόηση και υπονομεύεται η δυνατότητα έμπρακτης υποστήριξης ευάλωτων ομάδων, οι οποίες χρειάζονται ενδυνάμωση και ένταξη και σίγουρα όχι στιγματισμό.

Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε στην προσοχή που απαιτείται στον τρόπο με τον οποίο τα ΜΜΕ αναφέρονται σε άτομα με αναπηρίες. Όροι και εκφράσεις που παρουσιάζουν την αναπηρία ως «τραγωδία», «κατάρα», ακόμα και ως «το τέλος της ζωής»,  όπως «καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι», «παγιδευμένος στο σώμα του» ή «καταδικασμένος σε αναπηρία», προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν ότι η αναπηρία αποτελεί μέρος της ζωής μας και μας αφορά, όλες και όλους. Η χρήση της ενδεδειγμένης ορολογίας, όπως «άτομα με αναπηρία», αντανακλά τη σύγχρονη προσέγγιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εστιάζει στο άτομο και όχι στην αναπηρία του.

Τα παραδείγματα που παρουσιάστηκαν στο παρόν άρθρο είναι σαφώς ενδεικτικά. Το βασικό σημείο που επιδιώκουμε να αναδείξουμε είναι ότι η σημασία των λεκτικών επιλογών δεν αφορά την πολιτική ορθότητα, αλλά συνδέεται άμεσα με την προστασία θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.  Οι λέξεις έχουν τη δύναμη να μεταφέρουν σημαντικά κοινωνικά μηνύματα σε ένα ευρύ κοινό, να καταρρίψουν στερεότυπα και εγκληματολογικούς μύθους. Από την άλλη πλευρά, συγκεκριμένες λεκτικές επιλογές, όπως αυτές που εξετάσαμε παραπάνω, μπορούν να στιγματίσουν, να οδηγήσουν σε δευτερογενή θυματοποίηση, σε κοινωνικό αποκλεισμό και απομόνωση.

Συνοψίζοντας, είναι αδιαμφισβήτητο ότι το γλωσσικό φαινόμενο διαθέτει τεράστια δύναμη και, όπως έχουν επισημάνει κορυφαίοι γλωσσολόγοι, αποτελεί ένα ζωντανό, πολυλειτουργικό και διαρκώς εξελισσόμενο μέσο, προσαρμοζόμενο στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες κάθε κοινωνικής ομάδας. Συνεπώς, η γλώσσα δεν είναι στατική, αλλά δυναμική και οι λειτουργίες της μπορούν να συνοψιστούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, που βοηθούν να κατανοήσουμε τον κρίσιμο ρόλο των λέξεων στην καθημερινή μας επικοινωνία και στη μετάδοση του μηνύματος: 

α) Η γλώσσα ως μέσο έκφρασης και μετάδοσης πληροφοριών, ιδεών, σκέψεων, συναισθημάτων

Σύμφωνα με τον γλωσσολόγο Edward Sapir, οι άνθρωποι χρειάζονται τη γλώσσα, που συνιστά ένα τέλειο συμβολικό σύστημα, για να εκφράσουν τα συναισθήματα, τις ιδέες και τις επιθυμίες τους σε συλλογικό επίπεδο. Πρωτίστως την χρειάζονται για να περιγράψουν την κατάσταση του κόσμου που τους περιβάλλει. Ακριβώς αυτή η σπουδαία ικανότητα του ανθρώπου να μεταδίδει πληροφορίες σχετικά με όλα τα γεγονότα που τον αφορούν διαφοροποιεί τη λεκτική από τη μη λεκτική επικοινωνία. Άρα μέσα από τις λεκτικές μας επιλογές επιτυγχάνουμε κάτι πολύ σημαντικό και ουσιαστικό: να εκφράζουμε βαθύτερες σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα, να ενημερωνόμαστε για το τι συμβαίνει γύρω μας και παράλληλα να μεταδίδουμε σε ένα ευρύτερο κοινό πληροφορίες.

β) Η γλώσσα ως μέσο διαιώνισης πολιτισμικών ομοιοτήτων και διαφορών

Η γλώσσα λειτουργεί ως το κύριο μέσο έκφρασης και μετάδοσης των πολιτισμικών ομοιοτήτων και διαφορών των λαών, γιατί η γλώσσα είναι φορέας και πηγή πολιτισμού, που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά κυρίως μέσα από τη γλωσσική έκφραση. Η γλώσσα υπό αυτή την έννοια αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση κάθε πολιτιστικής δημιουργίας. Γι’ αυτό άλλωστε σε ένα αφηρημένο επίπεδο κάνουμε λόγο για γλώσσα της μουσικής, γλώσσα της ζωγραφικής, γλώσσα της γλυπτικής, γλώσσα της ποίησης και για γλώσσα (όλων των μορφών) της τέχνης. Η γλώσσα συνεπώς είναι ένα κοινωνικό χαρακτηριστικό και ταυτόχρονα πολιτισμικό αγαθό με έντονα συμβολική λειτουργία. Ως εκ τούτου, οι συμβολικές διαστάσεις και προεκτάσεις που λαμβάνει το γλωσσικό φαινόμενο χρήζουν εμβάθυνσης, για να καταστούν κατανοητά βαθύτερα νοήματα και «κρυμμένα» μηνύματα.

γ) Η γλώσσα ως πράξη/ενέργεια

Η γλώσσα εκλαμβάνεται ως πράξη/ενέργεια, ήδη από τον φιλόσοφο Ludwig Wittgenstein, ο οποίος στην προσπάθειά του να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι χρησιμοποιούν και κατανοούν το γλωσσικό φαινόμενο το χαρακτήρισε «παιχνίδι». Σε αυτή την περίπτωση η μελέτη του γλωσσικού φαινομένου καθορίζεται από την αρχή του «τι κάνουμε με τη γλώσσα».

Κατά συνέπεια, γίνεται κατανοητό ότι με τις λεκτικές μας επιλογές δεν επιδιώκουμε απλά και μόνο να μιλήσουμε, αλλά να πράξουμε. Πιο συγκεκριμένα, κατά τον BronislawMalinowski κύρια λειτουργία της γλώσσας δεν είναι να εκφράσει τη σκέψη, αλλά να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Πρόκειται για την ευρέως διαδεδομένη προσέγγιση της «γλώσσας ως πράξης» («speech in action» approach), η οποία στην πορεία κέρδισε πολλούς υποστηρικτές. Η θεωρία του Malinowski και κατά κύριο λόγο η σύλληψη της «verbal act» παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τη θεωρία των «speech acts» του John Austin.

Βάσει της θεωρίας του Austin, οι άνθρωποι χρησιμοποιώντας τις λέξεις δεν περιγράφουν απλώς τον κόσμο που τους περιβάλλει αλλά προσπαθούν να τον προσαρμόσουν στις δικές τους ανάγκες ή επιθυμίες. Ειδικότερα, ο Austin θεωρούσε ότι οι προτάσεις δεν αποτελούν όλες απλή «δήλωση» ή «περιγραφή» μιας κατάστασης πραγμάτων, αλλά υπάρχουν προτάσεις που εκφράζουν διαταγές, άλλες που εκφράζουν επιθυμίες, άλλες που εκφράζουν δεσμεύσεις. Κατ’ αναλογία με τον Malinowski, ισχυριζόταν ότι η γλώσσα δεν χρησιμοποιείται απλώς για να περιγράψει συγκεκριμένες καταστάσεις (π.χ. «το χιόνι είναι λευκό») αλλά για να κάνει πράγματα, να επιτελέσει πράξεις.

Το έργο του Austin γνώρισε μεγάλη διάδοση χάρη στον Αμερικανό φιλόσοφο JohnSearle, ο οποίος μέσω της δικής του «Speech Act Theory» γνωστοποίησε σε ένα ευρύτερο κοινό τις παραπάνω ιδέες. Άλλωστε, οι Austin και Searle μέσα από τη Φιλοσοφία της Γλώσσας συστηματοποίησαν τη μελέτη των λεκτικών πράξεων.

Βάσει όλων των παραπάνω θεωριών, καταλήγουμε στις εξής κεντρικές διαπιστώσεις: πρώτον, ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις λέξεις για να κατασκευάσουν τον κόσμο γύρω τους στηριζόμενοι στα δικά τους «θέλω» και «πιστεύω». Δεύτερον, ότι οι λεκτικές πράξεις πρέπει να προσεγγίζονται στο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο παράγονται. Αποδεχόμαστε με άλλα λόγια την άποψη ότι η λέξη δεν είναι κενή περιεχομένου, αλλά αποτελεί τον μικρόκοσμο της συνείδησης, αφού είναι φορέας συμβολικών και ιδεολογικών μηνυμάτων. Ασπαζόμαστε επομένως τη διαπίστωση ότι ο λόγος είναι πολυφωνικός. Τρίτον, καταλήγουμε στη διαπίστωση ότι το γλωσσικό φαινόμενο έχει πολύ μεγάλη αξία και σημασία και με έναν δυναμικό τρόπο καθορίζει τη συμπεριφορά, τη στάση μας και τις σχέσεις μας με τους γύρω και με τον κόσμο που μας περιβάλλει. 

Συμπερασματικά, η μελέτη του γλωσσικού φαινομένου παρουσιάζει ιδιαίτερο ερευνητικό και κοινωνικό ενδιαφέρον. Οι λέξεις έχουν βαρύτητα. Δεν αποτελούν ουδέτερα εργαλεία, αλλά φορείς νοημάτων, ιδεολογιών και κοινωνικών στάσεων. Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται από δημοσιογράφους, πολιτικούς, εκπαιδευτικούς και πολίτες συνολικά διαμορφώνει τη συλλογική συνείδηση και επηρεάζει τη συνοχή και την ευημερία της κοινωνίας. Ως εκ τούτου, οι λεκτικές επιλογές των δημοσιογράφων οφείλουν να διέπονται από κοινωνική ευαισθησία, σεβασμό στο νομικό πλαίσιο και τις αρχές της δεοντολογίας, καθώς και από επιστημονική ακρίβεια και τεκμηρίωση. Μόνο υπό αυτές τις προϋποθέσεις είναι δυνατή η συγκρότηση ενός δημοσιογραφικού λόγου που αποφεύγει τον κοινωνικό αποκλεισμό και τον στιγματισμό και προωθεί την ένταξη, την κατανόηση, την αποδοχή και τον αμοιβαίο σεβασμό. Ενός λόγου που δεν κατασκευάζει εχθρούς, δεν αναπαράγει ρητορική μίσους, αλλά συμβάλλει στην καλλιέργεια αξιών, στην ενδυνάμωση των κοινωνικών δεσμών και στη διεκδίκηση του αιτήματος για μια πιο δίκαιη και αλληλέγγυα κοινωνία.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

Καρδαρά, A. (2014). Φυλακή και Γλώσσα. Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας.

Καρδαρά, A. (2017). Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον Αστυνομικό και Δικαστικό Συντάκτη. Αθήνα: Παπαζήσης.

Καρδαρά, Α. (2021). Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους. Αθήνα: Παπαζήσης.

Καρδαρά, Α. (2023). Έγκλημα & Γυναίκα. Αθήνα: Παπαζήσης.

Μπαμπινιώτης, Γ. (1975). Νεωτέρα Γλωσσολογία. Αθήνα: Καρδαμίτσα.

Πανούσης, Γ. (2008). Καθ’ υπερβολήν χρήσεις και καταχρήσεις // Νόμοι, αριθμοί και εικόνες κατασκευής φόβων. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Σπινέλλη, Δ. Καλλιόπη, Κουράκης, Ε. Νέστωρ & Κρανιδιώτη, Π. Μαρία (επιστημονική επιμέλεια) (2018). Λεξικό Εγκληματολογίας. Αθήνα: Τόπος.

Austin, J.L. (1976). How to Do Things with Words. 2η έκδ. Oxford & N. York: Oxford University Press.

Burling, R. (1992). Patterns of Language: Structure, Variation, Change. USA: Academic Press.

Clément, C.B. (1973). Le Pouvoir des Mots Symbolique et Ideologique. France: Maison Mame.

Fairclough, N. (2013). Language and Power. 2η έκδ. London: Routledge.

Handy, W.J. (1978). Language, Thought and Experience: A Tapestry of the Dimensions of Meaning. Baltimore: University Park Press.

Hudson, R.S. (1980). Sociolinguistics. Cambridge: Cambridge University Press.

Leclercq, B. (2023). Linguistic Knowledge and Language Use: Bridging Construction Grammar and Relevance Theory. Cambridge: Cambridge University Press.

Maci, S. & McGlashan, M. (επιμ.) (2024). (Critical) Discourse Studies and the (new?) norma : Analysing discourse in times of crisis: 304 (Linguistic Insights). Lausanne, Switzerland: Peter Lang.

Malinowski, B. (1935). Coral Gardens and their Magic. Τόμ. 2. London: Allan & Urvin.

Marian, V. (2023). The Power of Language: How the Codes We Use to Think, Speak, and Live Transform Our Minds. N. York: Dutton.

Mooney, A. & Evans, B. (2023). Language, Society & Power: An Introduction. 6η έκδ. London: Routledge.

Sapir, E. «Language» στο Β. Blount (1995). Language, Culture and Society. Illinois: Waveland Press, Inc.

Searle, J.R. (1969). Speech Acts: Αn Essay in the Philosophy of Language. London: Cambridge University Press.

Wei, L., Hua, Z. & Simpson, J. (2023). The Routledge Handbook of Applied Linguistics: Volume One. London: Routledge. 

Wittgenstein, L. (1974). Philosophical Grammar. Μτφ. A. Kenny. Berkeley & Los Angeles: University of California Press.

Zufferey, S. & Gygax, P. (2023). Routledge Handbook of Experimental Linguistics. London: Routledge.

Διαβάστε περισσότερα:

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας