Η Ανηλικότητα στην Ψηφιακή Εποχή: Αντιμετωπίζοντας Κινδύνους και Νέες Προκλήσεις, Αξιοποιώντας Ευκαιρίες και Προοπτικές – Στο Επίκεντρο η Συζήτηση για την Κατάργηση της Πρόσβασης Ανηλίκων κάτω των 16 Ετών στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης
Ζούμε στην εποχή της κυριαρχίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το γεγονός αυτό αποτελεί μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνιστούν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας τόσο ενηλίκων όσο και ανηλίκων, με σημαντικές επιπτώσεις σε νευραλγικούς τομείς της ζωής και δράσης μας.
Είναι σαφές ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αλλάξει δραστικά τον τρόπο με τον οποίο τα τελευταία χρόνια επικοινωνούμε, ψυχαγωγούμαστε, αναπτύσσουμε διαπροσωπικές σχέσεις, εκφράζουμε σκέψεις και συναισθήματα. Ειδικά για τους εφήβους η καθημερινή και πολύωρη ενασχόληση με τα εν λόγω μέσα μπορεί πλέον να χαρακτηριστεί ως μια συνήθεια ενσωματωμένη στον τρόπο ζωής τους. Από πολύ μικρή ηλικία, άλλωστε, πολλά ανήλικα άτομα έχουν εκτεθεί στον ψηφιακό κόσμο και έχουν διαμορφώσει την κοινωνική τους εμπειρία σε αυτό τον χώρο. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε απόπειρα περιορισμού της πρόσβασης των ανηλίκων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν μπορεί να βασίζεται σε μια απόλυτη απαγόρευση και μόνο, αλλά απαιτεί μια σταδιακή μετάβαση, η οποία είναι σκόπιμο να συνοδεύεται από ενημέρωση, εκπαίδευση, καθοδήγηση, στοχευμένη παιδαγωγική υποστήριξη και βέβαια από τις κατάλληλες εκπαιδευτικές παρεμβάσεις που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της ψηφιακής εποχής.
Η συζήτηση που πραγματοποιείται (και) στην Ελλάδα για την απαγόρευση της χρήσης κοινωνικών δικτύων από ανήλικα άτομα κάτω των 16 ετών αποτελεί απόρροια μιας διαρκώς αυξανόμενης ανησυχίας για τις συνέπειες της υπέρμετρης ψηφιακής έκθεσης ανηλίκων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ανάγκη προστασίας της ανηλικότητας από τη διαδικτυακή παρενόχληση, την αποφυγή εκφοβιστικών συμπεριφορών, την έκθεση σε ακατάλληλο και επικίνδυνο περιεχόμενο. Ωστόσο, προτάσεις που θέτουν στο επίκεντρο την απαγόρευση φέρνουν παράλληλα στο προσκήνιο ισχυρά διλήμματα και έντονους προβληματισμούς. Από τη μία, η προστασία της ανηλικότητας είναι αναγκαία και επιτακτική. Η αλόγιστη έκθεση ανηλίκων στον διαδικτυακό κόσμο, χωρίς έλεγχο και χωρίς επίβλεψη, είναι επιβλαβής. Από την άλλη, τα ίδια τα χαρακτηριστικά της εποχής -η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και η «εισβολή» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην καθημερινότητά μας, με εκτεταμένη χρήση από ενήλικο και ανήλικο πληθυσμό- καθιστούν την πλήρη απαγόρευση δύσκολη στην εφαρμογή.
Το φλέγον ερώτημα που προκύπτει στο σημείο αυτό είναι: μπορεί η απαγόρευση να επιφέρει ουσιαστικά και θετικά αποτελέσματα; Η απάντηση δεν είναι απλή και δεν μπορεί να δοθεί με βεβαιότητα, γιατί κάθε ενέργεια κρίνεται στην πράξη και με βάση τα απτά της αποτελέσματα. Αν και μπορεί να φαίνεται μια άμεση και εύκολη λύση, ενδέχεται να μην αντιμετωπίσει τη ρίζα του προβλήματος, που είναι πολύ πιο βαθιά και χρήζει ολιστικής προσέγγισης. Κατ’ αρχάς, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος οι ανήλικοι να επιχειρήσουν να παρακάμψουν τους περιορισμούς που τίθενται για την πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τρόποι παράκαμψης μπορεί να περιλαμβάνουν τη δημιουργία ψεύτικων λογαριασμών, τη μετάβαση σε λιγότερο γνωστές ή λιγότερο ρυθμιζόμενες πλατφόρμες, καθώς και τη χρήση λογαριασμών ενηλίκων, όπως γονέων, μεγαλύτερων αδελφών ή άλλων προσώπων από το κοντινό ή και ευρύτερο περιβάλλον τους, με σκοπό την έμμεση πρόσβαση στο ίδιο περιεχόμενο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μάλιστα, το πρόβλημα ενδέχεται να μετατοπιστεί σε πιο ανεξέλεγκτα ψηφιακά περιβάλλοντα, τα οποία χαρακτηρίζονται από δυσκολία εντοπισμού, παρακολούθησης και αποτελεσματικής ρύθμισης. Συνεπώς, η αναζήτηση εναλλακτικών «οδών» πρόσβασης ενδέχεται να εκθέσει ανηλίκους σε αυξημένους κινδύνους, δεδομένου ότι μπορεί να απουσιάζουν οι βασικοί μηχανισμοί εποπτείας και τα απαραίτητα φίλτρα ασφαλείας που υπάρχουν, έστω και περιορισμένα, σε περισσότερο θεσμικά οργανωμένες πλατφόρμες.
Κατά δεύτερον, η κοινωνική πίεση και η ανάγκη για αποδοχή από ομηλίκους μπορεί να καταστήσουν τις απαγορευμένες πλατφόρμες ακόμη πιο «δελεαστικές» για την ανηλικότητα. Υπό αυτή την έννοια ο αποκλεισμός, αντί να λειτουργήσει προστατευτικά, ενδέχεται να ενισχύσει το αίσθημα απομόνωσης, την αίσθηση ότι «μένουν πίσω», ειδικά εάν κάποιοι συνομήλικοι βρουν τρόπους πρόσβασης, ή να τους προκαλέσει ένα αίσθημα αδυναμίας -ότι στερούνται ένα βασικό μέσο επικοινωνίας της εποχής τους, το οποίο να επιχειρήσουν να αναζητήσουν με άλλους τρόπους, όχι όμως με θετικούς, δημιουργικούς και εποικοδομητικούς τρόπους.
Κατά τρίτον, η πλήρης αποκοπή μπορεί να στερήσει από τα παιδιά τη δυνατότητα πρόσβασης σε κοινότητες με κοινά ενδιαφέροντα, κυρίως σε ηλικίες μεταξύ 13-15 ετών. Το ζήτημα αυτό καθίσταται ακόμα πιο κρίσιμο για παιδιά που διαμένουν σε απομακρυσμένες περιοχές, όπου οι ευκαιρίες για κοινωνική αλληλεπίδραση, πολιτιστικές δραστηριότητες και ψυχαγωγία είναι περιορισμένες. Για πολλούς από αυτούς τους νέους η σύνδεση με συνομηλίκους, η συμμετοχή σε κοινωνικούς διαλόγους και η επαφή με δημιουργικά ερεθίσματα πραγματοποιείται σε σημαντικό βαθμό μέσω του διαδικτύου. Η απότομη αποκοπή από όλα αυτά τα «κανάλια επικοινωνίας» ενδέχεται να οδηγήσει σε περαιτέρω κοινωνική απομόνωση και περιθωριοποίηση, αντί σε ενδυνάμωση, ιδίως εάν δεν έχει καλλιεργηθεί μια νέα κουλτούρα και δεν έχουν δοθεί στην ανηλικότητα ουσιαστικές ευκαιρίες δημιουργικής έκφρασης και θετικής δραστηριότητας.
Αναμφίβολα, τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την αξία της άμεσης επαφής με τον φυσικό κόσμο, την αξία του βιωματικού παιχνιδιού και των προσωπικών εμπειριών που αποκομίζουμε στον εκτός διαδικτύου χώρο. Σε αυτή την «εμπειρία ζωής» αξίζει να επιστρέψουμε και να την αναδείξουμε μάλιστα ως πολύτιμη. Όσες και όσοι έχουμε ζήσει την εποχή πριν από την κυριαρχία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μπορούμε να αντιληφθούμε την ποιοτική υποβάθμιση των ανθρώπινων σχέσεων -απόρροια και της κυριαρχίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης- και να κατανοήσουμε τα σοβαρά και πολλαπλά προβλήματα που μπορούν να προκληθούν σε ένα ανήλικο άτομο που «χάνει» την παιδικότητά του εγκλωβισμένο στον διαδικτυακό κόσμο.
Ωστόσο, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε δύο σημαντικές παραμέτρους του θέματος. Πρώτον, ότι η νέα γενιά έχει ουσιαστικά μεγαλώσει με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία οι ίδιοι οι γονείς τους, οι εκπαιδευτικοί τους, τα αδέλφια τους, οι φίλοι τους μπορεί να χρησιμοποιούν ακόμα και σε καθημερινή βάση. Δεύτερον, ότι η προσπάθεια να βιώσουμε περισσότερες δυνατές εμπειρίες ζωής στον πραγματικό/φυσικό κόσμο (που θα ήταν υπέροχο και αξίζει να το επιδιώξουμε), δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με απαγορεύσεις. Απαιτείται αλλαγή νοοτροπίας, ενίσχυση της παιδείας, επένδυση σε δράσεις που προάγουν την κριτική σκέψη και την υπεύθυνη χρήση της τεχνολογίας, καθώς και δημιουργία ευκαιριών και εναλλακτικών, που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες, τα ενδιαφέροντα και τον τρόπο ζωής των παιδιών και των εφήβων της σημερινής εποχής. Η νεολαία έχει πλέον μια πολύ μεγάλη εξοικείωση με την τεχνολογία. Η καθημερινή της ζωή ορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και αυτό είναι ένα δεδομένο το οποίο δεν μπορεί να αγνοηθεί. Σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να αναζητήσουμε, πέραν των απαγορεύσεων, και άλλες λύσεις που θα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του σοβαρού προβλήματος του «εγκλωβισμού» των νέων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε άλλες διαδικτυακές πλατφόρμες. Ενδεικτικά, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε τα ακόλουθα σημεία:
- Θέσπιση πιο αυστηρών κανόνων για το περιεχόμενο που απευθύνεται σε ανήλικους, με έμφαση στην ευθύνη των ίδιων των πλατφορμών να ελέγχουν και να φιλτράρουν το ακατάλληλο ή επιβλαβές περιεχόμενο, διασφαλίζοντας παράλληλα την πρόσβαση ανηλίκων σε δημιουργικό και παιδαγωγικό υλικό.
- Δημιουργία ψηφιακών χώρων ειδικά σχεδιασμένων για ανήλικα άτομα, με αυστηρούς μηχανισμούς ελέγχου, ασφαλές περιβάλλον και δυνατότητες θετικής κοινωνικής αλληλεπίδρασης,
- Ένταξη της ψηφιακής παιδείας με τρόπο ολοκληρωμένο και δημιουργικό στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, προσφέροντας στον μαθητικό πληθυσμό τις απαραίτητες γνώσεις για την ασφάλεια στο διαδίκτυο, την αναγνώριση των ψηφιακών κινδύνων και την κριτική αξιολόγηση των πληροφοριών.
- Εκπαίδευση (υποχρεωτική και δωρεάν) γονέων και επιμόρφωση εκπαιδευτικών, ώστε να μπορούν να αναγνωρίζουν έγκαιρα τους κινδύνους και να υποστηρίζουν αποτελεσματικά τα παιδιά και τους μαθητές τους στην ψηφιακή τους πλοήγηση.
- Ανάπτυξη στρατηγικών για την ενίσχυση της ψυχικής ανθεκτικότητας των νέων, μέσω ενδυνάμωσης της αυτοεκτίμησης, καλλιέργειας της συναισθηματικής νοημοσύνης και διαχείρισης συναισθημάτων.
- Ενίσχυση της πρόληψης, της έγκαιρης παρέμβασης και της υποστήριξης ανηλίκων σε περιπτώσεις εκφοβισμού ή άλλων σοβαρών ζητημάτων που μπορεί να αντιμετωπίσουν στον ψηφιακό χώρο.
Συμπερασματικά, είναι αναγκαίο οι σύγχρονες κοινωνίες να προσανατολιστούν στη διαμόρφωση ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος που θα επιτρέπει στα παιδιά και τους εφήβους να βιώνουν με πληρότητα την αναπτυξιακή τους πορεία. Να έχουν τη δυνατότητα να παίζουν ελεύθερα στις αυλές, τις πλατείες και τις γειτονιές, όπως συνέβαινε -σε μεγαλύτερο τουλάχιστον βαθμό- σε παρελθούσες εποχές, να συμμετέχουν ενεργά σε ομαδικές δραστηριότητες που θα υποστηρίζονται από την τοπική κοινότητα, να αλληλεπιδρούν περισσότερο με συνομηλίκους στο πλαίσιο δημιουργικών δράσεων στο σχολείο, να τους δίνονται περισσότερες ευκαιρίες (στο σπίτι, στο σχολείο, στη γειτονιά) να αναπτύξουν τις κοινωνικές τους δεξιότητες και να καλλιεργήσουν σχέσεις ουσιαστικής ανθρώπινης επαφής με την υποστήριξη ενήλικων θετικών προτύπων, αντί να παραμένουν «παγιδευμένοι» στον ψηφιακό κόσμο των κοινωνικών δικτύων.
Πρέπει όμως να γίνει κατανοητό και από τους γονείς ότι η υπερβολική έκθεση στο ψηφιακό περιβάλλον, ιδιαίτερα χωρίς την απαραίτητη καθοδήγηση, μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για την ψυχική υγεία και την κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού τους. Ενδέχεται να οδηγήσει -μεταξύ άλλων- σε μείωση της αυτοεκτίμησης, σε αρνητική εικόνα σώματος, σε χαμηλή σχολική επίδοση, καθώς και σε περιορισμό της
κοινωνικής συμμετοχής ή απόσυρση από σημαντικές καθημερινές δραστηριότητες.
Καθίσταται εμφανές ότι η διαμόρφωση μιας πιο ισορροπημένης σχέσης με τον ψηφιακό κόσμο προϋποθέτει συλλογική αλλαγή στάσης και νοοτροπίας. Συνεπώς, η αντιμετώπιση του ζητήματος δεν έγκειται απλώς στην απομάκρυνση των ανηλίκων από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ουσιαστική λύση μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα από την ενδυνάμωση των παιδιών και την εκπαίδευση τόσο των ίδιων, όσο και των γονέων, των δασκάλων και των καθηγητών τους, προκειμένου και οι ενήλικοι να γίνουν ουσιαστικοί αρωγοί των ανηλίκων, καθοδηγώντας τους με αποτελεσματικό τρόπο για να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες των σύγχρονων τεχνολογιών.
Είναι επομένως ένα κρίσιμο στοιχείο για τα παιδιά της νέας εποχής να ενταχθούν σταδιακά -με την απαιτούμενη προσοχή και την κατάλληλη καθοδήγηση- στην ψηφιακή πραγματικότητα, αποκτώντας από μικρή ηλικία τα αναγκαία εφόδια για να προστατεύουν τον εαυτό τους από πιθανούς κινδύνους. Επίσης, είναι απαραίτητο να αναπτύξουν ψηφιακές δεξιότητες υψηλού επιπέδου, ώστε να ανταποκριθούν με επιτυχία στις νέες συνθήκες, τις αυξανόμενες προκλήσεις και τις συνεχείς τεχνολογικές εξελίξεις. Με αυτά τα εφόδια θα καταστούν ικανοί, με την πάροδο του χρόνου, να συμμετέχουν με αίσθημα υπευθυνότητας και κριτική σκέψη σε έναν κόσμο στον οποίο η ψηφιακή διάσταση αποτελεί αναπόσπαστο και καθοριστικό στοιχείο της καθημερινής ζωής και δράσης.
Αυτά ακριβώς τα καίρια ζητήματα οφείλουμε να θέσουμε στο επίκεντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος και να τα εξετάσουμε σε βάθος στον δημόσιο διάλογο.